Αλήθειες και αναλήθειες για τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας

Δεύτερο μέρος

Της Παναγιώτας Λάμπρη

Για τον γεννημένο στις Κλαζομενές της Ιωνίας φιλόσοφο, τον Αναξαγόρα Ηγησιβούλου ή Ευβούλου (500-428 π. Χ.), σημειώνεται πως πέθανε στην εξορία και πράγματι έτσι είναι. Ο Αναξαγόρας, γόνος εύπορης οικογένειας και αριστοκρατικού γένους, πήγε στην Αθήνα σε ηλικία είκοσι ετών, όπου έζησε για τριάντα χρόνια, αφού κατέλειπε όλη την περιουσία του στους συγγενείς του, θέτοντας ως σκοπό της ζωής του την πνευματική «απελευθέρωση», η οποία θα προκύψει από «τη μελέτη του ήλιου, της σελήνης και του ουρανού» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 2.10). Εκεί, έφερε το πνεύμα της φιλοσοφίας της Ιωνίας και συναναστράφηκε με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Έγινε μέρος της διαλεκτικής αναζήτησης της γνώσης και, μάλιστα, ο Σωκράτης, ο οποίος τον άκουσε, διαφώνησε με κάποιες απόψεις του (Φαίδων 97b, Ξενοφών, Απομνημονεύματα 4.7.5-4.7.7). Μαθητή είχε μεταξύ άλλων τον Περικλή, και όντας πλέον άπορος, απολάμβανε τη γενναιόδωρη φιλία του και του προσέφερε πολύτιμες συμβουλές (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 16, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.6).

Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος και οι δημαγωγοί πήραν τα πάνω τους, τόσο ο Αναξαγόρας, όσο κι ο προστάτης του, δέχθηκαν τις επιθέσεις τους. Ο φιλόσοφος κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Λάμψακο. Εκεί, συνέχισε τη φιλοσοφική του αναζήτηση και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του· το Λεξικό Σουΐδα γράφει πως αυτοκτόνησε, επειδή φυλακίστηκε από τους Αθηναίους, λόγω του ότι διατύπωσε καινούργιες αντιλήψεις περί Θεού. Οι Λαμψακηνοί τον έθαψαν με τιμές και στον τάφο του έγραψαν το επίγραμμα: «Ἐνθάδε, πλεῖστον ἀληθείας ἐπὶ τέρμα περήσας/ οὐρανίου κόσμου, κεῖται Ἀναξαγόρας.», δηλαδή, εδώ, αφού έφτασε ως την άκρατη αλήθεια του ουρανίου κόσμου, κείται ο Αναξαγόρας. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.12.-15)

Για τον φιλόσοφο Σωκράτη Σωφρονίσκου (470/469-399 π. Χ.), τον «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατον» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.37), Αθηναίο από τον δήμο Αλωπεκής, ισχύει πως καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία: «Τάδε ἐγράψατο καὶ ἀντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεὺς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν· ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσηγούμενος· ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος.» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.40).

Αφορμής δοθείσης, ας ειπωθεί πως στον Λυσία που έγραψε τον υπερασπιστικό λόγο για τη δίκη, ο κατηγορούμενος Σωκράτης τον επαίνεσε για την αρτιότητά του, με την παρατήρηση πως δεν άρμοζε σε κείνον, αφού ήταν «δικανικὸς ἢ ἐμφιλόσοφος»! Στην απορία του συγγράψαντος πώς είναι δυνατόν ένας καλός λόγος να μην είναι αρμόζων, πήρε τη Σωκρατική απάντηση πως «Οὐ γὰρ καὶ ἱμάτια καλὰ καὶ ὑποδήματα εἴη ἂν ἐμοὶ ἀνάρμοστα.», δηλαδή, δεν θα μπορούσε ενδύματα ωραία και υποδήματα να είναι ανάρμοστα για μένα; (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.40-41)
Ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο και σε λίγες μέρες, παρά τις προσπάθειες των μαθητών του να αποδράσει από τη φυλακή, ήπιε το κώνειο «πολλὰ καλὰ κἀγαθὰ διαλεχθείς, ἃ Πλάτων ἐν τῷ Φαίδωνί φησιν.» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.42), δηλαδή, αφού είχε συζητήσει για πολλά ωραία και ενάρετα, τα οποία ο Πλάτων αναφέρει στον «Φαίδωνα», τηρώντας τους νόμους της πόλης, μένοντας πιστός στις ιδέες του και καταλείποντας ένα ξεχωριστό παράδειγμα στους αιώνες. Όσο για τους συμπατριώτες του, αυτοί «εὐθύς μετέγνωσαν», δηλαδή μετάνιωσαν αμέσως, τιμώρησαν τους κατηγόρους του (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.43), αλλά ήταν πλέον αργά!

Για τον μαθητή του, τον Πλάτωνα Αρίστωνος (428/427-348/347 π. Χ.), φιλόσοφο, αναφέρεται αναληθώς πως πέθανε στην εξορία! Ο Πλάτων, που το αρχικό του όνομα ήταν Αριστοκλής (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.4), γνώρισε τον Σωκράτη, όταν ήταν είκοσι χρόνων κι έμεινε μαζί του ως τον θάνατό του. «Λέγεται», μάλιστα, «πως κάποτε ο Σωκράτης είχε δει στο όνειρό του πως κρατούσε στα γόνατα έναν νεοσσό κύκνου, που έξαφνα μεγάλωσαν τα φτερά του και πέταξε στους αιθέρες, βγάζοντας γλυκούς κελαδισμούς· την επόμενη μέρα του έφεραν τον Πλάτωνα και είπε πως αυτός είναι το πτηνό που είδε στ’ όνειρό του.» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.5)

Ο Πλάτων, σε αντίθεση με τον δάσκαλό του, μετά τον θάνατο εκείνου, ταξίδεψε με διαλείμματα, επιστρέφοντας πάντα στην Αθήνα. Πήγε στα Μέγαρα κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη και άλλους Σωκρατικούς, αργότερα μετέβη στην Κυρήνη, όπου συναναστράφηκε τον μαθηματικό Θεόδωρο, κατόπιν στους Πυθαγορείους Φιλόλαο και Εύρυτο στη Μεγάλη Ελλάδα, στην Αίγυπτο, στις Συρακούσες στην αυλή του Διονυσίου Α’ και Β’. Πέραν των ταξιδιών, τα οποία του προσέφεραν πλούσια εμπειρία, σημαντικότατοι σταθμοί της ζωής του ήταν η συναναστροφή με τον Σωκράτη, η ίδρυση της Ακαδημίας και η συγγραφή.

Όσο για τον θάνατο, αυτός τον βρήκε στη γενέτειρά του την Αθήνα, και όπως αναφέρει ο Έρμιππος «πέθανε σ’ ένα γαμήλιο συμπόσιο, τον πρώτο χρόνο της 108ης Ολυμπιάδας, σε ηλικία ογδόντα ενός ετών» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.2), έχοντας διαγράψει λαμπρή πορεία στον χώρο της φιλοσοφίας κι έχοντας καταλείπει σπουδαίο συγγραφικό έργο, στο οποίο θα προστρέχουν οι άνθρωποι ες αεί.
Πιο κάτω ο Διογένης Λαέρτιος (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.40) αναφέρει, επίσης: «Ο θάνατός του συνέβη τον δέκατο τρίτο χρόνο της βασιλείας του Φιλίππου, όπως λέει ο Φαβωρίνος στο τρίτο βιβλίο των Απομνημονευμάτων του […] Ετάφη στην Ακαδημία, εκεί όπου πέρασε τον περισσότερο χρόνο με φιλοσοφικές ενασχολήσεις. Γι’ αυτό και η φιλοσοφική κοινότητα που ίδρυσε ονομάστηκε Ακαδημαϊκή, ολόκληρος δε ο πληθυσμός αυτής της περιοχής τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία.»