Ανέκδοτα Διηγήματα Σύγχρονων Ελλήνων Πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗΣ
Ο ήρωας (Summertime blues)

ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΧΕ ΠΑΕΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, δεν το ‘κανε όμως· και τώρα να ‘τος που ιδροκοπάει ταλαντευόμενος απάνω στη σέλα του αλόγου και το σκουντάει με τις φτέρνες να προχωρήσει ψηλά για το βουνό, αλλά το ζώο είναι απρόθυμο.
Ανασηκώνει το καπέλο του και σκουπίζει με την παλάμη τον ιδρώτα που τρέχει σαν νερό στα μούτρα του και το ξαναφοράει, βαρύ και μουσκεμένο στο γείσο, ένα υγρό στεφάνι γύρω απ’ τα καστανόξανθα μαλλιά που στάζουν στον λαιμό και στα μούτρα του και φτιάχνουν ακανόνιστες αυλακιές στη σκόνη που καλύπτει το σκούρο του δέρμα. Το τρίξιμο της σέλας κι ο τραχύς ήχος των οπλών του ζώου στις πέτρες ίσα που ξεχωρίζουν μέσα στον συνεχόμενο βόμβο που κάνει όλη την πλάση να πάλλεται στον βαρύ ρυθμό του. Τα τζιτζίκια υπεράνω όλων.

Ο στενός χωματόδρομος είναι ανηφορικός κι ο ήλιος ανελέητος πάνω απ’ τα κεφάλια τους και το μεγάλο καστανό ζώο γυαλοκοπάει απ’ τον ιδρώτα και ξεφυσάει δύσθυμα. Απλώνει το χέρι και του χαϊδεύει τον λαιμό, και το σκουπίζει απάνω στη λερή του φανέλα. Κοιτάει εκατέρωθεν του χωματόδρομου και τίποτ’ άλλο δεν βλέπει πέρα από όρθια γαϊδουράγκαθα και χαμηλούς θάμνους, που ούτε την επίφαση μιας ισχνής σκιάς δεν είναι σε θέση να προσφέρουν. Όμως έχει χαράξει την πορεία του για ‘κείνη, κι αυτό δεν αφήνει κανένα περιθώριο υπαναχώρησης απέναντι σ’ οποιοδήποτε εμπόδιο· φυσικό ή ανθρώπινο.
Στην επόμενη στροφή έχει σκιά, κι όταν φτάνουν εκεί ξεπεζεύει και δένει το ζώο από ‘να κλαδί και τεντώνεται να ξεμουδιάσει. Στρίβει ένα τσιγάρο και τ’ ανάβει, κι ύστερα κοιτάει κάτω μακριά, τη θάλασσα.

Ψάχνει με τα μάτια την παραλία, αλλά παραλία πουθενά· απ’ την απότομη ακτογραμμή ίσα που ξεπροβάλλει ο δεξής βραχίονας του κόλπου, και στην άκρη του δεσπόζει ο βράχος.
Έχει να πάει στον βράχο τέσσερα χρόνια τώρα, απ’ τα δεκαπέντε του· απ’ την τελευταία φορά που βούτηξε να πιάσει το μπουκάλι στη θάλασσα. Τότε που μαζεύονταν εκεί αγόρια και κορίτσια, κι οι πιο θαρραλέοι έπεφταν να βγάλουνε το παραγεμισμένο μπουκάλι απ’ τον βυθό. Ήταν πάντα στους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος. Ώσπου μια μέρα σαν ετούτη, μέσα Ιούλη, ήρθε η σειρά του να πέσει και κάποιος πέταξε το μπουκάλι με φθόνο πιο μακριά και βαθύτερα απ’ όσο είχε κανείς τους τολμήσει ποτέ να βουτήξει. Τα απαξιωτικά χάχανα των άλλων ήταν που τον παρακίνησαν να πέσει σαν βέλος στο νερό, κι άρχισε να κατέρχεται μιαν υδάτινη άβυσσο που όσο πήγαινε σκοτείνιαζε· τ’ αυτιά του βούιζαν ήδη απ’ την πίεση αλλά αυτός εκεί να κατεβαίνει, πάτος και μπουκάλι πουθενά, κι όταν επιτέλους το είδε η ανάσα του είχε σχεδόν τελειώσει και το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί. Έπιασε το μπουκάλι και συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο να βγει ζωντανός από ‘κει μέσα και τινάχτηκε για πάνω.

Έσπρωχνε με απόγνωση προς το φωτεινό γαλάζιο εκεί ψηλά, αναδυόμενος απ’ το σκοτάδι του βυθού σαν ανθρώπινη φωτοβολίδα προορισμένη να σβήσει μέσα σε υδάτινο τάφο, κι όταν ξεπρόβαλλε αιώνες μετά στην επιφάνεια, μισολιπόθυμος και μισοπνιγμένος και με το μπουκάλι ανά χείρας, ούτε κι ο ίδιος το πίστευε ότι ζούσε ακόμα. Βγήκε βήχοντας, φτύνοντας και παραπαίοντας στην ακτή, με τ’ αυτιά του να τρέχουν αίμα, τα μάτια του δυο μπάλες σπασμένα αγγεία έτοιμα να χυθούν στα μούτρα του και το κεφάλι του να βουίζει ανυπόφορα, στάθηκε απέναντί τους, κι έτσι όπως τον κοίταζαν βουβοί και σαστισμένοι πέταξε με μια απότομη κίνηση το μπουκάλι πέρα στους θάμνους και τους είπε ότι τώρα μπορούνε να πάνε να γαμηθούνε όλοι, κι έφυγε δίχως να ξέρει αν ο αυτός ο ασταμάτητος βόμβος έβγαινε μέσα απ’ κεφάλι του, ή απ’ τα τζιτζίκια εκεί έξω.
Από τότε έχει ν’ ανέβει στον βράχο.

Σβήνει το τσιγάρο και βγάζει απ’ τα δισάκια που κρέμονται στα καπούλια τού αλόγου νερό και πίνει, πλένει τα χέρια και τα μούτρα του και φοράει μια καθαρή φανέλα. Τώρα θα ‘πρεπε να ‘ναι ξάπλα στην άμμο με το μαγιό του κι έναν παγωμένο καφέ, ή μια μπίρα, και να χαζεύει τον κόσμο. Αντ’ αυτού ανεβαίνει στο βουνό, γιατί καθόλου δεν του άρεσε η σκιά στα μάτια της όταν του ‘πε ότι σήμερα θα ‘χε πολλή δουλειά στο Πέρασμα, κι ότι θα ‘ταν καλύτερα ν’ ανέβει κάποια άλλη μέρα να πάνε βόλτα με τ’ άλογο για μπάνιο στο ποτάμι.
Λύνει το ζώο και καβαλάει και παίρνουνε πάλι τον ανήφορο, κι όταν φτάνουν στο Πέρασμα είναι ντάλα μεσημέρι. Ξεπεζεύει και δένει το ζώο σ’ ένα απ’ τα δοκάρια του φράχτη και βαδίζει αργά για το ξύλινο δίπατο, καταφύγιο ορειβατών, κυνηγών και περιπατητών όλο τον χρόνο. Την βλέπει να στέκεται έξω απ’ την πόρτα και την χαιρετάει μ’ ένα νεύμα κι εκείνη τον κοιτάει σαστισμένη, λεπτή και δροσερή κι όμορφη σαν ανοιξιάτικο λουλούδι. Η μάνα της ξεπροβάλλει κι αυτή απ’ την πόρτα και στέκεται δίπλα της και τον κοιτάει αμίλητη και βλοσυρή.

Ώσπου να φτάσει κοντά έχει βγει κι ο πατριός της, χοντρός και κάθιδρος, με τα μεγάλα του μουστάκια να στάζουν απάνω στην αμάνικη φανέλα του. Μουγκρίζει αγριεμένος, κι η εύσωμη βουλγάρα τραβάει την κόρη της απότομα μέσα στο σπίτι.
Καλημέρα σας, τον χαιρετάει.
Έχουμε κλείσει.
Ήρθα για τη Λουίζα.
Η Λουίζα έχει δουλειά.
Μπορώ να περιμένω.
Ο χοντρός άντρας κουνάει το κεφάλι του πέρα-δώθε. Όχι, λέει. Έχουμε δουλειά ως το βράδυ.
Και να βοηθήσω μπορώ.
Είπα όχι. Παρ’ τ’ άλογό σου και δρόμο.
Στέκεται και τον κοιτάει αμήχανος και σαστισμένος. Μπορώ τουλάχιστον να το ποτίσω το ζώο; ρωτάει.
Ο χοντρός κοιτάει το ρολόι του ανήσυχος.

Άστο να πιει λίγο απ’ εκείνον τον κουβά εκεί έξω, λέει, και δρόμο. Στα γρήγορα.
Μπαίνει στο σπίτι και κλείνει πίσω του την βαριά ξύλινη πόρτα, κι εκείνος παίρνει δρόμο με βήμα βαρύ ως το άλογο και το λύνει και το πάει καβάλα στον κουβά να σβήσει τη δίψα του. Ρίχνει μια τελευταία ματιά πίσω, τα μαύρα μουστάκια κολλημένα στο παράθυρο, τσιρίδες βουλγάρικες. Φτύνει κάτω και παίρνει να κατηφορίζει τον χωματόδρομο, σκυφτός απάνω στο άλογο και κατηφής.
Τα τζιτζίκια να χαλάνε τον κόσμο πάλι.
Δεν έχει πάει τρεις στροφές πιο κάτω, όταν ένα γκρίζο Φορντ Ραίηντζερ που ανεβαίνει μουγγρίζοντας τους πνίγει στη σκόνη, κι αυτός βλαστημάει και σηκώνει τη μπλούζα στα μούτρα του και κουνάει το καπέλο να διώξει το ντουμάνι. Κάνει να συνεχίσει αλλά το μετανιώνει και στέκονται ακίνητοι καταμεσής στο δρόμο, άνθρωπος κι άλογο, μέσα σ’ ένα σύννεφο από σκόνη· στην καμπίνα του Φορντ χασκογελούσε ανεβαίνοντας για το Πέρασμα το μεγαλύτερο μούτρο της περιοχής, μεσήλικας γόης και σκοτεινός νταής, κι ο οδηγός δίπλα του δεν έμοιαζε καλύτερος.
Μεταβολή.

Άντε αγόρι μου, λέει στ’ άλογο. Μια ματιά θα ρίξουμε μόνο.
Παίρνουν ξανά τον ανήφορο για το Πέρασμα, κι όταν φτάνουν στη στροφή πριν την αυλόπορτα κρύβει το άλογο ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους και κάνει τον κύκλο αθόρυβα και λουφάζει έξω απ’ την πέτρινη μάντρα πλάι στο κτήμα.
Τα δυο μούτρα έχουν πετάξει χάμω τα κλαριά που σκέπαζαν την καρότσα του Φορντ και ξεφορτώνουν βιαστικά κάτι σφραγισμένα πακέτα έξω απ’ την πόρτα του υπογείου, ενόσω ο χοντρός ιδιοκτήτης κοιτάει πέρα-δώθε ανήσυχος τον χωματόδρομο. Η πλαϊνή πόρτα ανοίγει και βγαίνει μ’ ένα καλάθι η Λουίζα και τραβάει πίσω, για τον μπαχτσέ με τις ντομάτες. Τα μούτρα την κοιτάζουν και χασκογελάνε κάνοντας άσεμνες αναπαραστάσεις· ο ήλιος τον χτυπάει κατακούτελα κι ακούγονται πάλι τα τζιτζίκια, κι όταν κλείνει μια στιγμή τα μάτια του να τα σφουγγίσει απ’ τον ιδρώτα, βλέπει το μπουκάλι στη θάλασσα.
Βουτάει κι έρπει παράλληλα στη μάντρα, κι όταν φτάνει κοντά ψιθυρίζει Λουίζα και σαλτάει σαν αίλουρος και την πιάνει απ’ το χέρι. Η κοπέλα τινάζεται με μια πνιχτή κραυγή, αλλά αυτός ακούει μόνο τα τζιτζίκια.

Πάμε να φύγουμε, της λέει. Δεν είναι για σένα αυτά.
Στα μάτια της βλέπει μόνο τρόμο, κι όταν κοιτάει κατά το κτίριο ο χοντρός έρχεται τρέχοντας και φωνάζοντας, κι ο νταής από κοντά.
Πάμε, ξαναλέει, κι εκείνη χαμηλώνει τα μάτια και κουνάει το κεφάλι πέρα-δώθε και του ψιθυρίζει να φύγει, κι ο πατριός της είναι ήδη μπροστά τους.
Σου ‘πα να εξαφανιστείς, μικρέ, λέει σκληρά.
Φεύγουμε, απαντάει δίχως ν’ αφήσει το χέρι της. Δεν έγινε τίποτα.
Ο χοντρός αρπάζει το χέρι της κοπέλας. Πίσω του ο νταής τούς κοιτάει μ’ ένα άσχημο χαμόγελο. Γύρω στα σαράντα και ξερακιανός, τα μαλλιά του λασπωτήρας στο σβέρκο και το πουκάμισο ανασηκωμένο· όσο για να φανεί μια λαβή από πιστόλι να γυαλοκοπάει πάνω απ’ τη ζώνη του.

Η κούκλα δεν πάει πουθενά, λέει. Για σένα, θα δούμε.
Ο μικρός χτυπάει απότομα με την κόψη του χεριού του τον καρπό του χοντρού και σπρώχνει με φόρα, και τον πετάει απάνω στον νταή. Τους βλέπει που χάνουν κι οι δυο την ισορροπία τους και κυλιούνται στο χώμα, ο χοντρός μπρούμυτα ουρλιάζοντας βλαστήμιες, κι ο νταής ανάσκελα να τραβάει κιόλας όπλο. Με μιάμιση δρασκελιά τού κλωτσάει το χέρι και το πιστόλι πέφτει δίπλα· τον κλωτσάει ξανά στα μούτρα και του σπάει τη μύτη.
Σκύβει να πιάσει τ’ όπλο, κι όπως σηκώνεται βλέπει τον οδηγό στα είκοσι μέτρα μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι. Αλβανός μοιάζει, όχι πάνω από τριάντα. Τον σημαδεύει με το πιστόλι.
Ακίνητοι όλοι, λέει.
Γνέφει στην κοπέλα αλλά εκείνη τον κοιτάει μ’ απόγνωση, κι αυτός κάνει τρία βήματα και την αρπάζει ξανά απ’ το χέρι κι αρχίζει να οπισθοχωρεί κατά το κτίριο και την αυλόπορτα, σημαδεύοντας πότε τον χοντρό και πότε τον οδηγό.
Εμείς φεύγουμε, ξαναλέει. Δεν είδαμε τίποτα.
Φτάνουν στη γωνιά του κτίσματος, κι όταν στρίβουν έρχονται μούρη με μούρη με τη μάνα της. Η χοντρή βουλγάρα κρατάει μια κυνηγετική καραμπίνα και στέκεται ανάμεσα στα πακέτα και τ’ αμάξι.

Κοιτάζονται με τα όπλα τους προτεταμένα κι αμείλικτα, ώσπου η βουλγάρα χαμηλώνει την καραμπίνα και κλείνει τα μάτια της, κι απομένει να ψιθυρίζει στη γλώσσα της προσευχές.
Σημαδεύει με τ’ όπλο του τα λάστιχα του Φορντ και τα σπάει ένα-ένα, κι ύστερα κάνει το ίδιο στο Ναβάρα του χοντρού. Διασχίζουν τρέχοντας το δρόμο ως την αυλόπορτα και την περνάνε και χώνονται στα δέντρα και φτάνουν στ’ άλογο.
Την σηκώνει και την πετάει απάνω στη σέλα και λύνει το ζώο και το τραβάει στον δρόμο. Της φωνάζει να πέσει μπροστά και να βγάλει τα πόδια απ’ τους αναβολείς, κι έχει πάρει φόρα ν’ ανέβει πίσω της όταν ακούει τον κρότο και νιώθει το χτύπημα στην αριστερή του ωμοπλάτη, τόσο δυνατό που τον περιστρέφει και τον πετάει κάτω· και ξαφνικά βρίσκεται ανάσκελα στο χώμα να κοιτάει το άλογο που στριφογυρνάει ανήσυχο, τα μάτια της μεγάλα και υγρά, τα μάγουλά της μούσκεμα.

Κοιτάει κατά την αυλόπορτα και βλέπει τον οδηγό να στέκεται ακίνητος και πλάι του βλέπει τον χοντρό, με τα μεγάλα του μουστάκια και την καραμπίνα ανά χείρας. Ύστερα κοιτάει το στήθος του και βλέπει την τρύπα εξόδου της σφαίρας να χάσκει τεράστια και την κλείδα σπασμένη, με μια φλοίδα να εξέχει στον αέρα.
Πιάνει από δίπλα το πιστόλι και το εκσφενδονίζει με όση δύναμη τού ‘χει απομείνει στα καπούλια τού αλόγου.
Φύγε! ουρλιάζει. Θα ‘ρθω να σε βρω.

Αλλά νιώθει τη φωνή του να σβήνει και ξαφνικά δεν έχει άλλη αναπνοή, τα μάτια του γεμίζουν αγγεία σπασμένα, αίμα τρέχει απ’ τ’ αριστερό του αυτί, κι όλα βάφονται κόκκινα και πορτοκαλιά. Το κεφάλι του βουίζει και πάει να σπάσει. Κλείνει τα μάτια και κατέρχεται την άβυσσο, και σκέφτεται ότι οι ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ· τραυματίζονται μόνο. Στο τέλος βγαίνουν στον αφρό, ακόμα κι αν έχουν αίματα στα μούτρα.
Σπρώχνει με τα πόδια τον βυθό κι ανοίγει τα μάτια του· εκεί ψηλά ο αφρός είναι κόκκινος και φωτεινός, αλλά όλο σκουραίνει αντί ν’ ανοίγει και το φως απομακρύνεται, ώσπου άλλη αναπνοή δεν έχει και το σκοτάδι τού κλείνει τα μάτια.
Ακούει ποδοβολητό αλόγου που ξεμακραίνει και χάνεται μέσα στον βόμβο που δονεί το κεφάλι του και χαμογελάει.
Είναι τα τζιτζίκια, σκέφτεται.
Έπρεπε να είχε πάει στη θάλασσα.

Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα και μεγάλωσε στους Αγίους Θεοδώρους του νομού Μαγνησίας. Είναι απόφοιτος του τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθηνών και μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Το 2010 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα Φίδια στο Σκορπιό (εκδόσεις Καστανιώτη) και ακολούθησε το Κακό χαρτί – Balada para un loco (2016 εκδόσεις Καστανιώτη).
Επίσης, κυκλοφορούν τα διηγήματα Οπλισμένο σκυρόδεμα (2011, Ελληνικά εγκλήματα 4, εκδόσεις Καστανιώτη), Εννιά χιλιοστά αργότερα (2015, Metropolis Press), Ο Αμνός του Θεού (2017, περιοδικό Μπλε Κομήτης – εκδόσεις Polaris), Ο κόκκινος λύκος (2018, Σκοτεινές υποθέσεις – εκδόσεις Κύφαντα) και Ψυγείο (2018, Istos Publishing House – Τουρκία και 2019 Ελληνικά εγκλήματα 5 – εκδόσεις Καστανιώτη).
(Eπικοινωνία: Kostasmouz@gmail.com)