Αν ήμουν στο …ΣτΕ

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Δύο παλιές γνώριμες είναι δικαστίνες στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Με λαμπρές σπουδές, αξιέπαινη νομική παιδεία, μεταπτυχιακά στο Δημόσιο Δίκαιο σε δύο απ’ τα καλύτερα Πανεπιστήμια της Εσπερίας, επέλεξαν να σταδιοδρομήσουν στο ΣτΕ και τα κατάφεραν. Με πολύ κόπο, με πολύ διάβασμα, με άπειρα ξενύχτια.

Λίγο πολύ ξέρω πως σκέφτονται, γνωρίζω τις πάλαι ποτέ (ίδιες μεταξύ τους) κοινωνικές/ιδεολογικές αναφορές τους, πρωτίστως όμως διαβάζω και παρακολουθώ τις αποφάσεις που συνδιαμορφώνουν στα Τμήματα (διαφορετικά) που υπηρετούν, άλλοτε με την πλειοψηφία, άλλοτε με την μειοψηφία.

Γνωρίζω, όπως και ο καθένας μας στα πλαίσια της δημοσιότητας της δίκης, την ψήφο τους σε κρίσιμα και κομβικής σημασίας αποφάσεις του ΣτΕ που είχαν έντονο κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα και βαθύ ιδεολογικοκοινωνικό στίγμα (π.χ. τηλεοπτικές άδειες, ιθαγένεια από τους εν Ελλάδι μετανάστες, μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία).

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πριν ακόμα κατατεθεί το νομοσχέδιο για τα λεγόμενα «Ιδιωτικά Πανεπιστήμια», δηλαδή ο ήδη ψηφισμένος Ν. 5094/2024, με άγνωστο το κείμενο του νόμου, με δεδομένη ωστόσο την βούληση του νομοθέτη/κυβέρνησης να επιτρέψει την λειτουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων στη χώρα μας κατά παράκαμψη της απαγορευτικής διάταξης του άρθρου 16 του Συντάγματος, σε μια χαλαρή και ευφρόσυνη εν Αθήναις συνάντηση φίλων και γνωστών τις ρώτησα την άποψή τους.

Επικαλούμενες (και ξεφεύγοντας) ότι δεν υπάρχει, ακόμα , κανένας νέος νόμος κι ούτε ξέρουν τι (θα) προβλέπει, δεν έχουν άποψη και ότι θα σταθμίσουν τα πράγματα εάν το θέμα πάει στο ΣτΕ.
Τότε, δηλαδή, που θα κριθεί η συνταγματικότητα των διατάξεων που επιτρέπουν την μετεγκατάσταση ξένων ΑΕΙ στην χώρα μας παρεκκλίνοντας, κατ’ αρχήν, απ’ τον απαγορευτικό κανόνα του άρθρο 16 Σ.

Αυτή η ώρα προφανώς και δεν θαργήσει. Καθένας, ατομικά ή ως συλλογικότητα, που επικαλείται ή έχει προφανές έννομο συμφέρον (όπως π.χ. σύλλογος διδασκόντων στα ΑΕΙ, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, πρυτανικές αρχές) όταν εκδοθεί η πρώτη (εγκριτική) διοικητική πράξη μετεγκατάστασης/ίδρυσης ξένου ΑΕΙ στην χώρα μας μπορεί να προσφύγει ενώπιον του ΣτΕ με αίτηση ακυρώσεως επικαλούμενος την αντισυνταγματικότητα του νομοθετήματος σένα ευρύτερο πλέγμα διατάξεων ως προς το σύννομο της νέας ρύθμισης, χωρίς προηγουμένως την προβλεπόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση. Είναι βέβαιον ότι λόγω μείζονος σπουδαιότητας και αναμφίβολου θέματος δημοσίου συμφέροντος και ενδιαφέροντος η συζήτηση θα λάβει χώρα, μετά από παραπομπή του οικείου Τμήματος, στην Ολομέλεια του ΣτΕ, όπως ακριβώς προέβλεψε και το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής κατά την διάρκεια επεξεργασίας και ελέγχου της συνταγματικότητας του νομοσχεδίου αποφεύγοντας εμφατικά να λάβει ξεκάθαρη θέση επί των αιτιάσεων.

Ενώπιον του ΣτΕ, λοιπόν, θα κριθεί (σε πρώτη φάση) η τύχη του νέου νομοθετήματος που κατά την κυβέρνηση συνιστά μεταρρυθμιστική τομή και εκσυγχρονισμό, ενώ για τους «απέναντι», για όσους δηλαδή κήδονται του δημόσιου χαρακτήρα του Πανεπιστημίου και του έννομου αγαθού της Παιδείας, το τέλος του ιδιότυπου κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση θα σημάνει αυτόματα και άνευ ετέρου τινός και το τέλος της δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης, που μέχρι σήμερα τουλάχιστον τελούσε υπό την πρόνοια και την εγγύηση του Κράτους.
Για τον νόμο, το εγχείρημα μιας νέας «ερμηνείας» των συνταγματικών (απαγορευτικών) διατάξεων, τις προβλέψεις του Ενωσιακού Δικαίου, διατυπώθηκαν δύο βασικές και διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους επιστημονικές απόψεις.

Η πρώτη, υποστηριζόμενη από εγνωσμένου κύρους και αξίας επιστήμονες του Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου (π.χ. τους καθηγητές Ε. Βενιζέλο, Ν. Αλιβιζάτο, Α. Μανιτάκη, Β. Σκουρή, Λ. Παπαδοπούλου), ομνύει στο δικαίωμα της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ρυθμίζεται από το Ενωσιακό Δίκαιο (GATS, Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα υπηρεσιών), θέμα, όπως υποστηρίζεται, που επιβεβαιώνεται ως προς το σύννομο και το επιτρεπτό και από σχετικές αποφάσεις του ΔΕΕ. (βλ. Β. Σκουρής/Ε. Βενιζέλος, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, 2024).

Κατά τους θιασώτες αυτής της επιστημονικής άποψης, «η ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8, όπως και του Συντάγματος συνολικά, δεν μπορεί να είναι ούτε γραμματική ούτε ιστορική, προσκολλημένη στην αρχική βούληση του συνταγματικού νομοθέτη και στην πρόσληψη της γραμματικής διατύπωσης σύμφωνα με τα δεδομένα και τα συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία θεσπίστηκαν οι διατάξεις. Το Σύνταγμα, ιδίως σήμερα, υπό συνθήκες πολυεπίπεδου συνταγματισμού και πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής) πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία προς το Δίκαιο της ΕΕ και προς το Διεθνές Δίκαιο με στόχο να διατηρούνται σε κάθε περίπτωση στο ύψιστο δυνατό επίπεδο οι εγγυήσεις της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διαμορφώνεται κατά τον τρόπο αυτό το «επαυξημένο Σύνταγμα» που δεν συνιστά υποχώρηση του Εθνικού Συντάγματος, αλλά διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του κανονιστικού περιεχομένου του χωρίς περιττές και κυρίως μάταιες πρακτικά συγκρούσεις με την νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ»

Απ’ τους παραπάνω μόνο τον Β. Σκουρή είχα καθηγητή, στο Διοικητικό Δίκαιο, έναν άριστο και απαιτητικό πανεπιστημιακό δάσκαλο και με το θάρρος του φοιτητή που είχα αριστεύσει στο μάθημά του θα είχα πολλές απορίες να μου λύσει.

Στον αντίποδα, μια νέα γενιά συνταγματολόγων και επιστημόνων του Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου (π.χ. Κ.Μποτόπουλος, Α. Καϊδατζής, Π. Δουδωνής, Ι. Καμτσίδου, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Σωτηρέλης, Κ.Χρυσόγονος) κρίνουν και αξιολογούν το νέο νομοθέτημα υποστηρίζοντας πως πρόκειται για μια ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16 Σ, αφού ρητώς το Σύνταγμα, ορίζοντας πως παρέχεται αποκλειστικά από ΝΠΔΔ, θέτει την ανώτατη εκπαίδευση εκτός συναλλαγών.

Επιπλέον, επισημαίνεται εμφατικά, ότι «από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 16 Σ απορρέει το δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης όλων των Ελλήνων στην εκπαίδευση .Ένα ενιαίο σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση με κανόνες που ισχύουν για όλους, όπως είναι οι πανελλαδικές εξετάσεις, διασφαλίζει την ισοτιμία. Το νομοσχέδιο (ήδη νόμος) , αντιθέτως, καθιερώνει πρόσβαση δύο ταχυτήτων : με ανταγωνιστική διαδικασία εξετάσεων στα δημόσια πανεπιστήμια, με το χρήμα σε συνδυασμό με μιαν ελάχιστη, στα όρια του αστείου, βαθμολογική επίδοση στα ψευδώνυμα ν.π.π.ε».

Προσυπογράφω μέχρι κεραίας και ανεπιφύλακτα .
Πριν «ερμηνεύσουμε» το Σύνταγμα οφείλουμε να το διαβάσουμε.
Στις διατάξεις του άρθρου 16 Σ παρατηρούμε πως : «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» (παρ. 5) και ότι : «οι καθηγητές των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα» (παρ. 6). Περαιτέρω δε «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παρ.8).

Τα παραπάνω συνιστούν «απόλυτη απαγόρευση», υπό την έννοια ότι δεν είναι συμβατή με το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος το «πανεπιστήμιο – επιχείρηση» όπου οι υποψήφιοι φοιτητές αντισυμβάλλονται ως «πελάτες».
Το αγαθό της εκπαίδευσης, της ανώτατης εκπαίδευσης, είναι δημόσιο έννομο αγαθό, εγγυημένο με συγκεκριμένες πρόνοιες του συντακτικού νομοθέτη.

Απέναντι σαυτές τις απόψεις, σαυτή την θεώρηση των πραγμάτων την οποία και ασπάζομαι, αναπτύχθηκαν αντίθετες ερμηνείες, ερμηνείες που ομνύουν στο Ενωσιακό Δίκαιο ως προς τις ελεύθερες συναλλαγές στον τομέα παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στη χώρα μας, επικαλούμενες μάλιστα αντίστοιχο «προηγούμενο» από την διαμορφωθείσα νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ.
Οι απόψεις αυτές ερείδονται στην παραδοχή ότι οι Συνταγματικές διατάξεις (πρέπει να ) ακολουθούν μια δυναμική και εξελικτική ερμηνεία, πως δεν πρέπει να είμαστε καθηλωμένοι στην δογματική διατύπωση του συνταγματικού νομοθέτη και πως δεν χρειάζεται καν Συνταγματική αναθεώρηση.

Εάν, όμως, τα πράγματα έχουν έτσι, εάν πράγματι δεν υφίσταται (συνταγματική) χρεία αναθεώρησης των διατάξεων του άρθρου 16 Σ, τότε γιατί αυτή η «ερμηνεία», αυτός ο σεβαστός επιστημονικός λόγος δεν διατυπώθηκε σε προγενέστερο χρόνο, όταν δηλαδή απρόσφορα επιχειρήθηκε η συγκεκριμένη αναθεώρηση ;
Υπενθυμίζω πάντως ότι οι κοινοβουλευτικές προτάσεις αναθεώρησης του άρθρου 16 Σ που υποβλήθηκαν στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας αναθεώρησης του Καταστατικού Χάρτη, δηλαδή το 2001, το 2008 και το 2019, απορρίφθηκαν.

Μάλιστα το 2001 το (κυβερνητικό) πρόσταγμα το είχε ο επιφανής Ε. Βενιζέλος που, ωστόσο, δεν είχε διατυπώσει ακόμα τις πρόσφατες επισημάνσεις και άξιες μελέτης γνωμοδοτήσεις του ως προς την διαδραστικότητα του Ενωσιακού Δικαίου σε σχέση με την ισχύ και το statusΣυντάγματος !!!
«Συνταγματικό Δίκαιο» διδάχτηκα απ’ τον Δάσκαλο μου Γιώργο Παπαδημητρίου, εκλεκτό μαθητή του Αριστόβουλου Μάνεση. Δεν διακινδυνεύω την πρόβλεψη ποια θα ήταν σήμερα η άποψή του. Όπως δεν ξέρω ποια θα ήταν η άποψη του Μάνεση ή του Δημήτρη Τσάτσου.

Δυσκολεύομαι όμως, πραγματικά, να πιστέψω ότι αυτό που διαβάζω είναι κάτι άλλο από αυτό… που διαβάζω !