Για τις γυναίκες της Επαναστάσεως. Μαντώ Μαυρογένους.

Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου

Πολλές οι «άτυχες» αλλά και τραγικές φιγούρες των γυναικών του τόπου μας, του έθνους μας αλλά και της φυλής μας. Μια από αυτές που πρέπει ίοως να ξαναθυμηθούμε είναι αυτή της Μαντούς Μαυρογένους. 200 χρόνια από την επανάσταση και τι τελικά επιλέγουμε, αν επιλέγουμε να γιορτάσουμε, να προβάλλουμε, να δομήσουμε ως εθνική ιστορία και κατοπινά συνείδηση και ποιά είναι τα μηνύματα που δίνουμε στις μελλοντικές μας γενιές που αυτές θα διαχειριστούν την παρούσα και μελλοντική κοινωνία μας, αυτές είναι το κεφάλαιο του μέλλοντός μας.

Πώς προχωράμε βλέποντας μόνο επιλεκτικά το παρελθόν και επιβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την άγνοια και το σκότος του μέλλοντος; Ποιοί είναι αυτοί που γράφουν την σημερινή ιστορία και με ποια κριτήρια υμνούν την οθωμανική περίοδο ως μια γόνιμη (σε τι) περίοδο όταν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες συνέχιζαν την παραγωγή του πολιτισμού τους, ενώ η δική μας ερήμωνε, βιάζονταν και λεηλατούνταν;
Η Μαντώ Μαυρογένους γεννήθηκε στην Τεργέστη, 1796 και πέθανε στην Πάρο το 1848. Ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Χατζή Μπάτη.

Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας της Νικόλας ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας
Ένας από τους προγόνους της, ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν Δραγουμάνος του Στόλου και Πρίγκιπας της Βλαχίας. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Λίγο καιρό πριν την Επανάσταση μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στην Τήνο. Ήταν μια φωτισμένη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, μεγάλωσε σε μια μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από την εποχή του Διαφωτισμού. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία.

Για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε — τιμή μοναδική σε γυναίκα — το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης εκτός από τα Γαλλικά, μιλούσε άπταιστα Ιταλικά, αλλά και την Τουρκικά.
Εξόπλισε δύο επανδρωμένα και «ιδιωτικά» πλοία με δικά της έξοδα, με τα οποία καταδίωξε τους πειρατές που επιτέθηκαν στη Μύκονο και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Στις 22 Οκτωβρίου 1822, οι Μυκονιάτες απωθούσαν τους Οθωμανούς Τούρκους υπό την ηγεσία της, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο νησί. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Αργότερα, η Μαυρογένους έστειλε ένα άλλο σώμα πενήντα ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες. Επίσης ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία μιας εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών φιλελλήνων.

Αργότερα δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άντρες το καθένα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822 και χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή της Χίου. Μια άλλη ομάδα πενήντα ανδρών στάλθηκε για να ενισχύσει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων. Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Οι άντρες της συμμετείχαν σε αρκετές άλλες μάχες όπως αυτές του Πηλίου, Φθιώτιδας και της Λιβαδειάς.

Η Μαντώ απηύθυνε έκκληση στις γυναίκες του Παρισιού και του διαφωτισμού στην Ευρώπη ώστε να πάρουν το μέρος των Ελλήνων. Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας την οικογένειά της η οποία περιφρονούταν ακόμα και από τη μητέρα της λόγω των επιλογών της. Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύντομα, έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και την ανδρεία της. Αλλά τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία εκλάπη. Μετά από αυτό πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη, ενόσω ο Παπαφλέσσας της παρείχε τροφή.

Στον αρραβώνα της Μαντούς με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί από ισχυρούς πολιτικούς, οι οποίοι είδαν την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών, οι οποίες διέθεταν φιλικές σχέσεις, ως απειλή. Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ηγήθηκε της επιτυχημένης απόπειρας διάλυσης του αρραβώνα. Η Μαντώ, μετά τον αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε βαθιά καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη και τις έντονες πολιτικές του συγκρούσεις με τον Ιωάννη Κωλέττη, εξορίστηκε από το Ναύπλιο και επέστρεψε στη Μύκονο, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απέδωσε τον βαθμό του Αντιστράτηγου επί τιμή και της χορήγησε μια κατοικία στο Ναύπλιο, όπου και μετακόμισε εκεί. Είχε στην κατοχή της ένα σπαθί κειμήλιο με την επιγραφή «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων». Το ξίφος αυτό λέγεται ότι προέρχεται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι η Μαυρογένους το έδωσε στον Καποδίστρια.
Η Μαυρογένους μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της. Έζησε και πέθανε από τυφοειδή πυρετό σε ένα σπίτι που εξακολουθεί να είναι ιδιόκτητο. Το σπίτι αυτό βρίσκεται κοντά στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τη μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, της Αγίας Ελένης. Η Μαυρογένους πέθανε στην Πάρο τον Ιούλιο του 1848, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.

Αυτή είναι η ζωή και το τέλος μιας Ελληνίδας που πολέμησε για την πατρίδα της, που έγινε τελικά προτομή και κοιτάζει ελπίζουμε αισιόδοξα το μέλλον αυτής της χώρας που δύσκολα μπορεί να βρει τον βηματισμό της στα ζητήματα της ισότητας και της κριτικής της βαθιάς πατριαρχίας μέγιστο κατάλοιπο και από την οθωμανική περίοδο που το κληρονομήσαμε και πέφτει πάνω μας με χίλιους δυο τρόπους ακόμη και σήμερα δυστυχώς. Μακάρι κάποτε ν’ απελευθερωθούμε κι απ΄αυτό. Μεγάλη η συζήτηση επίσης για την Μαντώ Μαυρογένους ως θηλυκό σύμβολο της επανάστασης με ένα αναμνηστικό που κυκλοφόρησε πρόσφατα που παραπαίει μεταξύ ύβρεως για κάποιους και μοντερνικότητας έως και μια νέα μορφή επαναστατικότητας για τις νεώτερες γενιές που προβληματίζονται μετά απ΄τα τσαρούχια και φέσια τσαντάκια το τι θα μείνει… Τι θα μείνει τελικά;
P.S. Σε άλλες χώρες τουλάχιστον Ευρωπαϊκές προβάλλεται η ζωή των γυναικών της ελληνικής Επαναστάσεως…

Πηγές για τη ζωή της Μαντούς Μαυρογένους.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E_%CE%9C%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%82

Τριανταφυλλόπουλος Κων/νος, « Η αναφορά της Μαντούς Μαυρογένη κατά του Δημητρίου Υψηλάντη», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τομ. 11 (1936), σελ. 292-297.
Εικόνα- Από Άνταμ Φρίντελ –

http://members.fortunecity.com/fstav1/1821/fort1821/struggle5.html, Κοινό Κτήμα, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=9523071