Γονεϊκότητα ομόφυλων ζευγαριών: τα υπέρ και τα κατά

Γράφει ο 
Νίκος Μπιλανάκης*

Ο ρόλος του γονέα αποτελεί κοινωνικό ρόλο που επιλέγουμε αν θα τον ασκήσουμε ή όχι. Και οι δύο γονείς, πάντως, πατέρας και μητέρα, εξυπηρετούν διακριτές και αναγκαίες λειτουργίες, ώστε το παιδί να μπορέσει να καταστεί από αντικείμενο στα χέρια τους, υποκείμενο στη δική του ζωή. Λειτουργίες, που αν δεν ασκηθούν σωστά μπορεί να βλάψουν την υγεία του παιδιού.

Σύμφωνα με την Ψυχανάλυση, πατέρας είναι αυτός που μας μαθαίνει ότι στην ζωή υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες. Πρωταρχικό κανόνα που θα μας μαθαίνει ο πατέρας είναι ο κανόνας της απαγόρευσης της αιμομιξίας με την μητέρα, κανόνας που μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπυκνώνει κι όλους τους υπόλοιπους που το παιδί αργότερα θα κληθεί να ενσωματώσει. Ο πατέρας όμως δεν βρίσκεται στη ζωή του παιδιού μόνο για να απαγορέψει αλλά και για να λειτουργήσει ως εγγύηση μιας επιτυχούς ζωής.

Αφού μέσα από την προσωπική του στάση στην οικογένεια και στην κοινωνία, ο πατέρας θα δώσει στο παιδί να καταλάβει πως ο νόμος μπορεί να συμπορευθεί με την επιθυμία και ο ευνουχισμός με την δημιουργική ζωή.
Η μητέρα με την σειρά της είναι αυτή που αγαπάει. Όχι όμως γενικά. Αγαπάει άκρως προσωποποιημένα, αφού τα ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά του παιδιού της την κάνουν να το ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά και το καθιστούν μοναδικό. Κι αν το «σ’αγαπώ» είναι ρήμα αμετάβατο (κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος), η μητρική αγάπη κατευθύνεται μόνο στο μοναδικό, αξιαγάπητο ον, στο παιδί της. Και είναι πολύ σημαντική αυτή η μητρική αγάπη γιατί ένας άνθρωπος, για να αγαπήσει τον εαυτό του, χρειάζεται πρωτίστως να έχει αγαπηθεί από την μητέρα του, να έχει περιλουστεί σε χορταστικό βαθμό από το μητρικό της βλέμμα, ένα βλέμμα γεμάτο επιθυμία και αγάπη για αυτό που πραγματικά είναι.

Ας υποθέσουμε πως οι δυο γονείς που αναλαμβάνουν ένα παιδί στο όνομά τους, με τις ελλείψεις τους και τις αδυναμίες τους, επιθυμούν το καλύτερο για το παιδί τους.
Η επιθυμία τους αποτελεί και ικανή εγγύηση ότι θα τα καταφέρουν; Αυτό που απαντάει η Ψυχανάλυση είναι ότι, πέρα από τις προθέσεις των γονέων, οφείλουμε να δούμε αν οι γονικές λειτουργίες, με τις οποίες αυτοί είναι επιφορτισμένοι, μπορούν να εκδιπλωθούν πετυχημένα από αυτούς, κατά πόσο δηλαδή ο πατρικός νόμος και η
επιθυμία της μητέρας μπορούν να ενσαρκωθούν στην ζωή του παιδιού τους. Και επειδή πρόκειται για λειτουργίες, την Ψυχανάλυση δεν την ενδιαφέρει εάν η εν λόγω ενσάρκωση θα αντιστοιχήσει σε ανθρώπους που τους χαρακτηρίζει αυτό ή το άλλο βιολογικό ή κοινωνικό φύλο ή ταυτότητα φύλου.

Κάποιοι ψυχαναλυτές όμως αμφισβητούν το κατά πόσο οι ομόφυλοι γονείς που έχουν επιλέξει μια ταυτότητα φύλου που διαφέρει από το βιολογικό τους φύλο θα καταφέρουν να εξασκήσουν ικανοποιητικά τις παραπάνω γονικές λειτουργίες.

Αμφισβητούν το κατά πόσο ένα παιδί στα πλαίσια της ομόφυλης οικογένειας μπορεί να αντιληφθεί με την ίδια σαφήνεια (που το κάνουν τα παιδιά των ετερόφυλων γονέων) τη σχέση ταυτότητας φύλου των γονέων τους και της γονικής λειτουργίας που επιτελούν. Αναρωτιούνται στο κατά πόσο ένα παιδί στα πλαίσια της ομόφυλης
οικογένειας μπορεί να αντιληφθεί το ταμπού της αιμομιξίας και τον φόβο ευνουχισμού (το πως θα πορευτεί δηλαδή το φαντασιωσικό δράμα όταν το παιδί επιζητώντας την αιμομιξία με την μητέρα, ανταγωνιζόμενο στην οιδιπόδεια φαντασίωση του τον πατέρα, που αποτελεί πόλο έλξης της μητέρας και ενσαρκωτή του νόμου, αντικρύζει δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες). Αμφιβάλλουν για το πως ένα παιδί στα πλαίσια της ομόφυλης οικογένειας θα αντιληφθεί και θα δομήσει εντός του τις ρευστές σχέσεις συγγένειας (είναι γονέας αυτός που συνέβαλλε με γενετικό υλικό στη σύλληψη του αλλά και ο άλλος που αποτελεί απλά σύντροφο του), που στους ετερόφυλους βασίζονται στέρεα στο κοινό αίμα. Αγωνιούν για τις επιπτώσεις της διαφορετικότητας που θα προκύψει όταν αυτό το παιδί κατανοήσει ότι ως παιδί ομόφυλης οικογένειας δεν προήλθε από την ερωτική συνεύρεση ενός άντρα και μιας γυναίκας (με την τεράστια συμβολική και καθησυχαστική αξία που διαθέτει αυτό το πλειοψηφικό ιστόρημα), όπως συνέβη με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά προήλθε από τον ίμερο δύο ομόφυλων και την επιπλέον συνδρομή μιας ξένης μήτρας (στη περίπτωση δυο μπαμπάδων) ή μιας σταγόνας άγνωστου σπέρματος (στη περίπτωση δυο μαμάδων). Ο αντίλογος των υποστηρικτών της ομογονεικής οικογένειας ότι “η φαντασίωση θα βρει τρόπο να αναπλαστεί κάτω από την πίεση των ιστορικά εξελισσόμενων δεδομένων”
(αντίλογος που φτάνει στο σημείο να ομιλούν για γονέα 1 και 2) δέχεται από τους κατηγόρους της την ανταπάντηση “αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»!

Το ζήτημα της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια αποτελεί και κοινωνικό και διοικητικό θέμα. Όσον αφορά το κοινωνικό ζήτημα, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα αξιώνει να θεσπιστεί άμεσα το δικαίωμα στη γονεικότητα ομόφυλων ζευγαριών στη βάση της ισονομίας όλων των Ελλήνων πολιτών, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού
πληθυσμού αντιτίθεται σε αυτό. Στις δημοκρατίες, βέβαια, καμία πλειοψηφία δεν μπορεί να αποφασίσει για τα δικαιώματα της μειοψηφίας, αφού τα ατομικά δικαιώματα δεν τίθενται σε ψηφοφορία. Στο κάτω-κάτω, πέρα και από δικαίωμα μιας μειοψηφίας ενηλίκων, προφανώς η υγεία των παιδιών οφείλει να αποτελέσει την προτεραιότητα της κοινωνίας και αυτήν πρέπει πρωτίστως να διασφαλιστεί από το κράτος. Εξ άλλου παρόμοιες αρνητικές στάσεις δεν είχε επιδείξει παλαιότερα η κοινωνία για τη δυνατότητα διαζυγίου και τέλεσης ενός νέου μεικτού γάμου, με τους δύο σύντροφους να αποφασίζουν να ξαναγίνουν οικογένεια μαζί με τα παιδιά τους από
τους προηγούμενους γάμους τους; Και τότε πάλι μια φοβική κοινωνία στα κάγκελα δεν εξέπεμπε απειλητικές ιαχές και αναθέματα για όποιον τολμούσε να σπάσει τα “ιερά δεσμά του γάμου” και να ξαναεπιχειρήσει ένα νέο μεικτό γάμο, σημειώνοντας ότι θα συμβούν τέρατα και σημεία- χωρίς βέβαια να συμβεί τίποτα απολύτως στη συνέχεια!

Στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, μπορεί κανείς να βρεί αρκετές σχετικές έρευνες στις οποίες φαίνεται να επικρατεί η άποψη της “μη-διαφοράς” των παιδιών ομόφυλων γονέων σε σχέση με αυτά των ετερόφυλων γονέων. Μεγάλες επιστημονικές εταιρείες (όπως η Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία, η Αμερικάνικη Κοινωνιολογική Εταιρεία κ.α.) όταν κληθήκαν από την δικαιοσύνη να καταθέσουν τις απόψεις τους στις Η.Π.Α., σε συγκεκριμένες δικαστικές υποθέσεις (amicus curiae, 2014), υποστήριξαν ότι τα παιδιά των ομόφυλων οικογενειών είναι εξίσου υγιή και κοινωνικά προσαρμοσμένα με αυτά των ετερόφυλων οικογενειών ενώ η σεξουαλικότητα τους δεν επιρεάζεται από το φύλο των γονέων τους. Τις απόψεις αυτές καθώς και τις έρευνες
που τις τεκμηριώνουν, πάντως, αμφισβητούν αντίγνωμοι επιστήμονες, ισχυριζόμενοι ότι οι έρευνες αυτές παρουσιάζουν προβλήματα όσον αφορά το δείγμα τους, τη μεθοδολογία τους, τη στατιστική τους επεξεργασία ή τον σχεδιασμό τους αφού –όπως εκείνοι ισχυρίζονται-δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ομογονεικότητας. Αμφισβητήσεις που, με την σειρά τους, θεωρούνται από τους υποστηρικτές της ομογονεικότητας, σαχλές και εδραζόμενες μόνο σε ηθικές προκαταλήψεις. Θεωρώ σημαντικό πάντως να προσθέσω ότι στον διάλογο που διεξάγεται στη χώρα μας, καμία εγχώρια επιστημονική εταιρεία (Παιδιατρική,
Ψυχιατρική Παίδων, Ψυχολόγων κλπ) δεν έχει καταθέσει ακόμα τις απόψεις της επί του θέματος.

Η πολιτική αντιμετώπιση του ζητήματος από μια πλειάδα χωρών (20 χώρες στην Ευρώπη -Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Νορβηγία, Εσθονία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ανδόρα) αλλά και πολλές άλλες από τον υπόλοιπο κόσμο (ΗΠΑ, Καναδάς, Αργεντινή, Βραζιλία, Αυστραλία κ.α.) επιβεβαιώνει τις θέσεις (αλλά και την πολιτική ισχύ) της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, αποτελώντας συνάμα ένα μείζον επιχείρημα υπέρ των απόψεων της. Όλοι όμως συμφωνούν (υπέρμαχοι αλλά και αρνητές της ομογονεικότητας) ότι απαραίτητη
προϋπόθεση για να υιοθετηθούν τέτοιες πολιτικές είναι οι κοινωνίες μέσα στις οποίες τα παιδιά ομόφυλων οικογενειών μεγαλώνουν να αποτελούν ανεκτικά πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα και να μην θυματοποιούνται αυτά τα παιδιά από ομοφοβική προκατάληψη και βία. Άραγε πόσο αναμενόμενο είναι κάτι τέτοιο για μια κοινωνία όπως η ελληνική χωρίς κάποια σχεδιασμένη προεργασία;

 

Όσον αφορά τη διοικητική φύση του θέματος. Η Ελλάδα έχει νομοθετήσει το Σύμφωνο Συμβίωσης, ως εναλλακτική μορφή αστικής ένωσης προσώπων, που από το 2015 ισχύει και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Σύμφωνο συμβίωσης που, τόσο για τους ετερόφυλους όσο και για τους ομόφυλους, δεν παρέχει το δικαίωμα της υιοθεσίας.

Τους παρέχει όμως το δικαίωμα της αναδοχής, που επιτρέπει σε ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης να μπορούν να γίνουν ανάδοχοι τέτοιων παιδιών.
Άλλο όμως η αναδοχή (κατά την οποία τα παιδιά διατηρούν τους βιολογικούς τους γονείς), άλλο η υιοθεσία. Και η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα μάχεται να αποκτήσει το δικαίωμα της υιοθεσίας (που πλέον για λόγους πολιτικής ορθότητας λέγεται παιδοθεσία ή τεκνοθεσία). Υιοθεσία, που σύμφωνα με το ελληνικό νόμο -αν δεν είσαι
ετερόφιλος- μπορείς να την υλοποιήσεις προτού δεσμευτείς με σύμφωνο συμβίωσης, μόνος σου (είτε μένοντας έγκυος αν είσαι γυναίκα, είτε με υιοθεσία όπως έκανε ο Μ. Χατζιδάκις). Και αυτό κάνουν πρακτικά στην Ελλάδα σήμερα τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Αφήνοντας όμως με αυτό τον τρόπο άλυτα θέματα του δικαίου της
συγγένειας, της αναγνώρισης γονικών δικαιωμάτων στον μη βιολογικό γονέα, την μη δυνατότητα άσκησης των κληρονομικών δικαιωμάτων των παιδιών σε μη βιολογικούς γονείς όταν αυτοί πεθάνουν.
Τελικά, υπέρ ή κατά στην ομογονεικότητα; Ας αποφασίσει ο καθένας ξεχωριστά.

Ότι απόφαση πάντως κι αν πάρουμε, οφείλουμε να γνωρίζουμε πως αυτή θα αφορά και θα ισχύσει σε ένα νέο, ολοκληρωτικά διαφορετικό από τον σημερινό, μετανεωτερικό κόσμο που καταφθάνει! Έναν κόσμο που οι άνθρωποι δεν θα εκχωρούν -όπως έκαναν μέχρι τώρα -λίγη από την ελευθερία τους για να πάρουν περισσότερη
ασφάλεια αλλά αντίθετα, επιδιώκοντας όλο και περισσότερη ηδονή και ελευθερία είναι διατεθειμένοι να ζήσουν με λιγότερη ασφάλεια! Έναν κόσμο που θα δεν θα προλάβουν να ζήσουν σε αυτόν ούτε του ’60 οι εκδρομείς, ούτε οι της γενιάς της μεταπολίτευσης!
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Ηπειρωτικό Αγώνα, στις 11/1/24.