Γράφει ο Χρήστος Τουμπουρος

Άνοιξη στα Άγναντα

Αύρα γλυκιά κι ανάσασμα στου λόγγου τη δροσάδα
του χαροκόπου ανασασμός, γλυκολαλεί η φλογέρα
κι ανατριχιάζει σύγκρομα η λαγκαδιά. Παστάδα
της Άνοιξης νυφιακή η φουντωμένη η φτέρα

….
οι ρεματιές αχολογάν, μοσχοβολούν τα πλάγια∙
ψαλμός τα κυπροκούδουνα στης φύσης το γιορτάσι∙
των κοπαδιών βελάσματα ταράζουνε τα μάγια
κι η Παναγιά χαμογελά στο έρμο εικονοστάσι.
….

Κι απέ σα λεβεντόκορμοι σκληροί πολεμιστάδες,
που πίνουν τ’ ακροούρανα, τα σύννεφα φιλάνε,
βουνοκορφές ξανοίγονται Τζουμέρκων ομορφάδες,
δροσιές ελατομύριστες νερά κατρακυλάνε.

Και στα ριζά, στην αγκαλιά του έλατου πνιγμένα
άσπρα πουλιά τα Άγναντα νωχελικά κουρνιάζουν
και ξαστοχάνε τους καημούς του νου, στα περασμένα
σε δόξες που στραφτάλισαν, σε σπιτικά π’ αδειάζουν.

Λίγοι οι λεβέντες και οι κυρές λίγες κι οι κοπεαλούδες
κ’ οι γέροντες βιγλάτορες τη δημοσιά βιγλίζουν
μ’ απαντοχή και καρτεριά κι οι σκέψεις πεταλούδες
στους πλάνους τόπους, πού ‘φυγαν τα νιάτα φτερουγίζουν.

Άγναντα, Πράμαντα χωριά, στον έλατο λουσμένα,
τραχειά αγριοπερίστερα, του γένους καντηλέρια
στα τιμημένα κι’ άγονα τα χώματα σπαρμένα,
Τζουμέρκα μου περήφανα, σταυραετών λημέρια.
Γιώργος Θεοφανόπουλος