ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ

Του Βαγγέλη Σακέλλιου,

Δικηγόρου

«Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες στα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την Κιβωτό σου και το αίμα να σου πιεί.
Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά.
————————————————
Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια
με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά
άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά…..»
Μάνος Ελευθερίου,
Του κάτω κόσμου τα πουλιά

«…Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα πρέπει κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου . Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και μέσα στην ησυχία της κάμαρας ακούω βήματα, βήματα τρομερά που έρχονται, έρχονται να με σβήσουν και να διώξουν τη ζωή μου μακριά από μένα σε μια γκρίζα τολύπα καπνού. Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα. Θα μας σβήσουν όλους, τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου να μείνει το δικό τους φως, και μαυτό να βλέπουν τον εαυτό τους. Που θα είμαι τότε εγώ ; Ώρες ώρες μου φαίνεται πως το ξαναβλέπω το αγρόκτημα να καίγεται μέσα στο σκοτάδι. Ώρες ώρες νιώθω τον πόνο του χειμώνα βαθιά στα πνευμόνια μου, μου φαίνεται πως βλέπω τις φλόγες να καθρεφτίζονται στον ωκεανό, τι παράξενο το νερό, πως τρέμει στο φως. Υπήρχε μια στιγμή εκείνη τη νύχτα που γύρισα και κοίταξα πίσω. Κοίταξα πίσω και είδα τη φωτιά, κι αν γλείψω το δέρμα μου, γεύομαι ακόμα το αλάτι. Τον καπνό. Δεν έκανε πάντα τόσο κρύο. Ακούω βήματα…»
Αυτός ήταν ο σπαρακτικός αλλά χαμηλόφωνος πρόλογος της Hannah Kent στα «έθιμα ταφής» (βλ. Hannah Kent, Έθιμα ταφής, εκδ. Ίκαρος 2014).
Τον ξαναθυμήθηκα ακούγοντας την Τσαλίκογλου να μιλάει για την απώλεια και το πένθος, για τις μεταμορφώσεις της οδύνης πάνω στις ράγες του ανήκουστου.

Κλείνοντας τα μάτια ήλθα απρόσκλητος αλλά υποψιασμένος στην θέση του σταθμάρχη. Αυτού, δηλαδή, που βαφτίστηκε «ανθρώπινο λάθος» και αίρει έκτοτε τις δικονομικές και ποινικές αμαρτίες της κοιλάδας των Τεμπών.
Τον φαντάστηκα αξύριστο, άπλυτο, με το βλέμμα απλανές να μετρά στο κέντρο κράτησης του τον ακριβή αριθμό : 56, 57, 58. «Τελικά 59 είναι» του είπε ο δικηγόρος. «Ταυτοποιήθηκε κι ένας απ’ το Μπαγκλαντές. Μερικοί είναι ακόμα στη ΜΕΘ».
Θεωρώ δεδομένο ότι ο σταθμάρχης, αυτός ο σταθμάρχης, δεν έχει διαβάσει τα «έθιμα ταφής». Πιθανόν να μη ξέρει και την Τσαλίκογλου, γιατί άλλωστε ;
Με το ύστερο, λοιπόν, βλέμμα του αναμετριέται με τον πόνο που σκόρπισε η συντριβή δύο τραίνων, με την αγριάδα του θανάτου στην εύφορη κοιλάδα των Τεμπών. Αυτός ο σταθμάρχης δεν έκλαψε δικό του άνθρωπο. Δεν έχει μνήμες των σκοτωμένων να μοιραστεί. Δεν έχει πόνο να δει κατάματα. Τις συνέπειες σκέφτεται, τα χρόνια της φυλακής, τις αποζημιώσεις μαζί με την εταιρεία, τους δικούς του ανθρώπους μετά το ολοκαύτωμα. Αυτά τον τραντάζουν. Αυτά δεν μπορεί να διαχειριστεί.
Ο κόσμος των ξένων, ο κόσμος της συμφοράς δεν (του) είναι οικείος. Ο επιθανάτιος θρήνος, μοιρολόγι της Μάνης και της Ηπείρου μαζί, χάθηκε σαν «βουή και αντάρα» δίπλα σε κλεψίτυπες χειρονομίες μιας απρόβλεπτης κι αμήχανης προεκλογικής αρένας. «Τα γεγονότα καλό μου παιδί, τα γεγονότα», «αυτά» δηλαδή που «φοβόταν» ο Μακ Μίλαν μιας και τα γεγονότα είναι ενίοτε «ξεροκέφαλα» και εκτροχιάζουν πορείες και κατευθύνσεις. Εκθέτουν το πεπρωμένο.

Μέσα σαυτή την αντάρα σκέφτομαι το θαμπό αποτύπωμα της οδύνης. Τον σπαραγμό της απώλειας. Το πένθος του Ομηρικού έπους στα έθιμα ταφής του Τρωικού πολέμου, τον Πρίαμο, την Εκάβη, την Ανδρομάχη.
Αναλογίζομαι τον θρήνο, την άφατη θλίψη, την απουσία. Αναλογίζομαι την αυτό-εξορία όσων έμεναν πίσω, την άρνηση να δεχτούν, την θέληση να πονέσουν. Αναλογίζομαι την ψευδαίσθηση μιας α-συνέχειας, έναν μοναχικό δρόμο προς το Σινά, μια μυθιστορία του επέκεινα. Αναλογίζομαι την απώλεια στα απόκρυφα και τιμαλφή της ζωής μας, ύστατο χαίρε και αντίδωρο αυτογνωσίας, απεικόνιση ιέρειας σε λήκυθο του αρχαιολογικού μουσείου. Αναλογίζομαι την απώλεια σαν ανάγκη υπέρβασης, ύστατη ενσυναίσθηση του τότε και του τώρα.
Αναλογίζομαι την τρυφερότητα και την ομορφιά της τελευταίας συνάντησης, όταν χωρίς λόγια ξαναειπώθηκε το χιλιοειπωμένο «αύριο θα είναι μια άλλη μέρα».
Αναλογίζομαι τα όσα γράφω με την νωχελική πολυτέλεια της απόστασης, αντάμα με τους πολλούς. Με όσους σιώπησαν αλλά και με όσους βουβά γέμισαν πλατείες και δρόμους. Και λέω «βουβά» γιατί το πένθος δεν είναι αφήγημα, δεν είναι πορεία, δεν είναι λάβαρο των συνδικάτων ούτε σύνθημα των μαθητών. Δεν θα γίνει ποτέ η «συγκίνηση της Δημοκρατίας».

Το πένθος είναι, κυρίως, σεβασμός στη μνήμη, σκευοφυλάκιο αναμνήσεων και ανεπίδοτων επιστολών. Είναι ο αναστοχασμός του εαυτού και η άκρα ταπείνωση μπρος στην απώλεια.
Αυτό το πένθος, μεσ’ την ασύλληπτη τραγικότητα του ανήκουστου, ανεπαίσθητα, σχεδόν, τροφοδότησε την οργή, τον θυμό, την απογοήτευση. Θρυμμάτισε βίαια βεβαιότητες και ανέδειξε την κατάρρευση μιας ψευδεπίγραφης «προσπάθειας» , μια αδικαιολόγητη και προκλητική αυταρέσκεια, μια χρόνια υστέρηση, την διάψευση της κανονικότητας και του εκσυγχρονισμού μέσα από μια πρωτοφανή διαχειριστική ανεπάρκεια.
Ανέδειξε εκκωφαντικά την αυταπάτη του «επιτελικού κράτους», την ψευδή αυτάρκεια, τον φαύλο κύκλο ενός πελατειακού corpus, την παθογένεια της ήσσονος προσπάθειας, τις στρεβλώσεις μιας ανεύρετης ανάπτυξης.
Αυτό το πένθος σήμερα μοιάζει συλλογικό αλλά δεν είναι. Παραμένει ένα βαθύτατα ατομικό τραύμα των ανθρώπων «των κεκοιμημένων». Είναι ο αφανισμός των δικών τους ανθρώπων, που συγκινεί στην τραγικότητά του ανείπωτου, αλλά δεν θα γίνει ποτέ ο δικός «μας» αφανισμός. Γιατί και η απώλεια έχει τους «ιδιοκτήτες» της.
Μόνο που σαυτό το δράμα βλέπεις τα όρια της αντοχής, της εξάντλησης.

Σε πλημμυρίζει ένα αδιόρατο συναίσθημα αδικίας βλέποντας πρόσωπα νέων και χαρούμενων ανθρώπων. Γεννιέται μια «μελαγχολία του πένθους» εκτοπισμένη βίαια στο παγωμένο τοπίο της Ισλανδίας όπου η Kent μας γνώρισε την «Άγκνες», αυτή που συντρόφεψε μέχρι το τέλος. Είναι η βουβή σιωπή. Η σιωπή της κατάθλιψης. Ο ψίθυρος κι ο βουβός αναστεναγμός κάθε μικρής και μοναδικής ιστορίας. Υπέρτατα μαθήματα ζωής που το ξαφνικό του θανάτου ελευθέρωσε.
Όταν, ωστόσο, ξεθυμάνει η οργή, κοπάσει ο θυμός, όταν τα «Τέμπη» (νομοτελειακά) θα γίνουν «Μάτι» και «Μάνδρα» και «Σάμινα», όταν στα Δικαστήρια της Λάρισας θα ξετυλίγονται οι ιστορίες των αφανισμένων και οι ιστορίες των πονεμένων ανθρώπων, όταν θα εγκαινιάζονται και θα διαλαλούνται συστήματα τηλεδιοίκησης, σύγχρονοι συρμοί, νέες ράγες, ας θυμηθούμε με συντριβή τον Όμηρο. Ας θυμηθούμε το νεκρό, σκυλευμένο σώμα του άταφου Έκτορα. Ας θυμηθούμε τον Πρίαμο , βασιλιά περήφανο και πατέρα όταν ικέτεψε για την ταφή του παιδιού του. Ας θυμηθούμε, μέσα από το συλλογικό πια τραύμα, τα «έθιμα ταφής» που στερήθηκαν νεκροί και ζώντες, «εδώ στη ρωγμή του χρόνου».