Η αναθεώρηση του άρθρου 16

Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στην Καθημερινή της Κυριακής

Την περίοδο 2006 – 2008, ενόψει της τότε αναθεώρησης του Συντάγματος, είχα υποστηρίξει ότι μια τέτοια αναθεώρηση κινδυνεύει να ερμηνευθεί ως κίνηση υποβάθμισης του δημοσίου πανεπιστημίου και ότι σε κάθε περίπτωση η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 έπρεπε να διαπιστωθεί στην πρώτη Βουλή με πλειοψηφία μεγαλύτερη των 151, αλλά μικρότερη των 180 βουλευτών, ώστε η δεύτερη Βουλή να διαμορφώσει το περιεχόμενο και τη νομοτεχνική κατάστρωση της διάταξης με την εγγύηση της αυξημένης πλειοψηφίας των 180 βουλευτών. Είχα επίσης υποστηρίξει ότι η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 16 αφήνει πολλά περιθώρια ευελιξίας στον νομοθέτη για τη λειτουργία στην Ελλάδα μη κρατικών πανεπιστημίων, ενώ είχα εξηγήσει, εντός και εκτός Βουλής, ότι σε κάθε περίπτωση η χώρα έχει υποχρέωση σεβασμού του Δικαίου της Ε.Ε. και πρωτίστως των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών, υποχρέωση που έχει σοβαρές πρακτικές συνέπειες στο πεδίο της παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων.

Αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε από τις εξελίξεις, μια μάχη οπισθοφυλακής. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν αναβαθμίστηκε παρότι παρέμεινε γραμματικά αλώβητο το άρθρο 16. Πολλά ξένα πανεπιστήμια, ιδιωτικά αλλά και δημόσια, με έδρα κυρίως σε άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε., συνήψαν συμβάσεις δικαιόχρησης ή πιστοποίησης ( franchising ή validation ) με τα λεγόμενα κολλέγια και παρέχουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ελληνική αγορά, ενώ τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων τους αναγνωρίζονται πλέον με την εγγύηση της νομολογίας του ΣτΕ ακόμη και στους πιο «δύσκολους» κλάδους όπως οι δικηγόροι και οι μηχανικοί – μέλη του ΤΕΕ. Παράλληλα στην Κύπρο αναπτύχθηκε μια δυναμική αγορά με την ίδρυση μεγάλου αριθμού ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Τα χρόνια που πέρασαν το ζήτημα των σχέσεων εθνικού Συντάγματος, Δικαίου της Ε.Ε. και Διεθνούς Δικαίου, δηλαδή το ζήτημα της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων και η σύγκρουση ως προς την υπεροχή και την προτεραιότητα εφαρμογής των κανόνων κάθε μιας από τις τρεις αυτές έννομες τάξεις κατέστη κεντρικό, με τεράστιες πρακτικές συνέπειες. Αυτές δεν αφορούν πρωτίστως τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ούτε καν τις δημόσιες συμβάσεις (που καθόρισαν τελικά τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 14 παρ. 9 Σ. για τον «βασικό μέτοχο»). Αφορούν υπαρξιακά δημοσιονομικά ζητήματα όπως τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ γύρω από τα οποία αναπτύχθηκε η γνωστή σύγκρουση του ΔΕΕ με το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (το περιβόητο ζήτημα του ελέγχου ultra vires, δηλαδή της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών μελών και Ε.Ε.).

Επιπλέον η νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. ( απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, υπόθεση C 66/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας) με αφορμή τη στάση της Ουγγαρίας απέναντι στο Central European University που ίδρυσε ο George Soros έχει διαμορφώσει ένα πολύ πιο επιτακτικό για τα κράτη μέλη πλαίσιο σε σχέση με τη λειτουργία ξένων / ιδιωτικών πανεπιστημίων. Με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία που αποβαίνει εις βάρος της νομικής ακριβολογίας, μπορούμε να πούμε ότι τώρα πλέον το ΔΕΕ θεωρεί ότι τα κράτη – μέλη δεσμεύονται στον τομέα αυτό από τους κανόνες όχι μόνο του Δικαίου της Ε.Ε., αλλά και του Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, πρωτίστως από τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου. Όταν συνεπώς ισχύουν (κατά τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών) πολυμερείς ή διμερείς διεθνείς συμβάσεις (που για τα ελληνικά δεδομένα κυρώνονται κατά το άρθρο 28 παρ. 1 Σ.) δεν δικαιούται ένα κράτος – μέλος, επικαλούμενο την εθνική του νομοθεσία συμπεριλαμβανομένου και του εθνικού του Συντάγματος, να αρνηθεί να συμμορφωθεί στις διεθνείς του υποχρεώσεις. Επιπλέον το ΔΕΕ έκρινε πλέον ρητά ότι οι εθνικές ρυθμίσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να σέβονται τα άρθρα 13, 14 παρ. 3, και 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δηλαδή την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ελευθερία της εκπαίδευσης αλλά και την επιχειρηματική ελευθερία.
Η Ελλάδα αν ήθελε να επιμείνει σε μια ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του εθνικού της Συντάγματος, αντίθετη προς την προσέγγιση του ΔΕΕ, έπρεπε στο πεδίο του Δικαίου της Ε.Ε., να επικαλεσθεί τον σκληρό πυρήνα του άρθρου 4 παρ. 2 Συνθήκης για της Ε.Ε., δηλαδή να θέσει ζήτημα εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Είναι όμως προφανές ότι η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του θεσμού του πανεπιστημίου είναι κοινό ευρωπαϊκό κεκτημένο και όχι ιδιαίτερη ελληνική ευαισθησία. Στο δε πεδίο της διεθνούς έννομης τάξης δεν χωρεί καν επίκληση της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας για να αρνηθεί ένα κράτος τον σεβασμό υποχρεώσεων που ανέλαβε με διεθνή σύμβαση.

Το Σύνταγμα δεν είναι πλέον το παλιό «στενό» εθνικό Σύνταγμα αλλά το «επαυξημένο» Σύνταγμα του πολυεπίπεδου συνταγματισμού που εναρμονίζει τις έννομες τάξεις και προσφέρει τη μείζονα κάθε φορά προστασία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αναθεώρηση του άρθρου 16 πρέπει να αποτυπώσει και ρητά αυτή την ερμηνευτική διεργασία, με τη συναίνεση και την προσοχή που απαιτεί η αναθεωρητική διαδικασία και με βάση τα υψηλότερα διεθνή standards. Από την άλλη μεριά είναι προφανές ότι το άρθρο 16 στην ισχύουσα μορφή του όχι μόνο δεν εμποδίζει αλλά επιβάλλει τη συμμόρφωση με τους κανόνες υπερέχουσας ισχύος της ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης που ανέδειξε η παραπάνω απόφαση του ΔΕΕ.
Στο μεταξύ, το μεγάλο ζήτημα είναι πάντα η αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου. Αυτή εκκινεί από δυο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: την αποκομματικοποίηση και την απογραφειοκρατικοποίηση του ελληνικού πανεπιστημίου. Την κατάργηση της ισοπεδωτικής νομοθετικής ομοιομορφίας και του ασφυκτικού κρατικού ελέγχου. Τη δυνατότητα των ΑΕΙ να κινηθούν με τη μέγιστη ευελιξία ως προς τα εκπαιδευτικά και ερευνητικά τους προγράμματα, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα και ως προς το προσωπικό τους. Προφανώς δεν απαιτείται ούτε για αυτά να προηγηθεί η αναθεώρηση του άρθρου 16.