Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΩΣ ΤΡΑΥΜΑ

(οι εκτελεσμένοι των Ιωαννίνων)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

«…κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου…»
Μιχάλης Γκανάς, Γιάλινα Γιάννενα

Στις 8 Ιουλίου 1948, ώρα 9 το πρωί, στην αίθουσα τελετών της Ζωσιμαίας Παδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων «άρχεται η δίκη της Πρίντζου μετά των άλλων 114 κατηγορουμένων».
Πρόκειται για την μεγαλύτερη και συγκλονιστικότερη δίκη στην ιστορία των Ιωαννίνων που έμεινε γνωστή ως «Δίκη της Πρίντζου», κατηγορούμενης και εκτελεσμένης με άλλους δεκαπέντε.
Αν κάποιος, τότε ή σήμερα, διάβαζε τα πρακτικά της δίκης, τα δημοσιεύματα της εποχής, ιδίως όμως το κατηγορητήριο του Βασιλικού Επιτρόπου, πικρά και μελαγχολικά θα θυμόνταν τον Γάλλο Υπουργό των Στρατιωτικών να απευθύνεται προς τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου που είχε αναλάβει να ξεκαθαρίσει την υπόθεση «Ντρέυφους» : «Αυτή η δίκη είναι ένα αριστούργημα, φτιάχτηκε από το τίποτα».
Μια παρόμοια, αντίστοιχη δίκη «φτιάχτηκε», μαζί με δεκάδες άλλες, στην χώρα μας κατά την διάρκεια του Εμφυλίου κι αμέσως μετά απ’ αυτόν.

Ο Βασιλικός Επίτροπος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Ιωαννίνων με το υπ’ αριθμ. 739/40/5-7-1948 «εγκλητήριον» απευθύνει κατηγορίες προς 114 πολίτες που, ως κατηγορούμενοι πλέον, οδεύουν στην αίθουσα τελετών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας της πόλης για να δικαστούν.
Δικάστηκαν κατ’ εφαρμογήν του Α.Ν. 509/27-12-1947 «περί μέτρων ασφαλείας του κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών».
Σύμφωνα με την κύρια διάταξη του «…το ΚΚΕ , το ΕΑΜ και η ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ που προπαρασκεύασαν και ενεργούν την προδοτική ανταρσία κατά της ακεραιότητας της χώρας, διαλύονται. Επίσης διαλύεται και κάθε άλλο πολιτικό κόμμα, σωματείο ή οργάνωση που συνεργάζεται μ’ αυτά και επιδιώκει με βίαια μέσα την ανατροπή του πολιτεύματος, του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπαση μέρους της Επικράτειας. Οι παραβάτες των παραπάνω αδικημάτων τιμωρούνται με θάνατο , με ισόβια , ή πρόσκαιρα δεσμά». Με τον ΑΝ 509/1947 αποκλειόταν η Αριστερά απ’ την πολιτική ζωή της χώρας.
Το κατηγορητήριο της δίκης ήταν κακέκτυπο. Πανομοιότυπο όπως δεκάδες κατηγορητήρια και στα είκοσι πέντε Στρατοδικεία της χώρας. Απηχούσε την αντίληψη του Γ΄ ψηφίσματος του 1946 και του ΑΝ. 509/1947 . Εξέφραζε, δηλαδή, την πολιτική ιδεολογία και την αντίληψη περί Κράτους Δικαίου των νικητών του εμφυλίου, δηλαδή της Πολιτικής και Κοινωνικής Δεξιάς.

Με χαλκευμένες κατηγορίες και ατιμωτικά «αδικήματα» όλοι οι κατηγορούμενοι, ακόμα και μαθητές 17 ετών !!! , παραπέμφθηκαν να «δικαστούν» επειδή :
«…α. Από τα μέσα του έτους 1947 και το πρώτο εξάμηνο 1948 πήραν μέρος σε ομάδα που είχε σκοπό με τη βία να προσβάλει τις αρχές και τα όργανα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της τοπικής αυτοδιοίκησης και πρόσωπα ανήκοντα στους συμμάχους στρατούς, να εκτελέσει αδικήματα κατά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας και προσωπικής ελευθερίας, ληστείες, εμπρησμούς, καθώς επίσης να διαταράξει την κοινή ειρήνη.
β. Επιδίωξαν να εφαρμόσουν ιδέες που είχαν σαν φανερό σκοπό να ανατρέψουν με βίαια μέσα το πολίτευμα, το ισχύον κοινωνικό σύστημα και να αποσπάσουν μέρος της Επικράτειας οργανώθηκαν για το σκοπό αυτό σε ομάδες τριαδικού συστήματος και ενήργησαν, για την εφαρμογή αυτών των ιδεών, προσηλυτισμό με προκηρύξεις που είχαν επαναστατικό περιεχόμενο και που τις κυκλοφόρησαν σε διάφορα σημεία της πόλης των Ιωαννίνων.
γ. Από τα μέσα του 1947 μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 1948 ανάγγειλαν σε ληστρικές συμμορίες, σ’ αυτές που δρούσαν στην ύπαιθρο της Ηπείρου, τα διωκτικά μέτρα των αρχών και του στρατού.
δ. Κατά τον ίδιο τρόπο όλοι οι κατηγορούμενοι , χωρίς κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους και των συγγενών τους, τροφοδότησαν ληστές με χρηματικά ποσά που συγκέντρωσαν ύστερα από έρανο και προμήθευσαν μάλλινα είδη που τα στειλαν σε ληστές των συμμοριών οι οποίες δρούσαν στην Ήπειρο.

ε. Απ’ τη διαδικασία προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι έκαναν τις παραπάνω πράξεις, ενώ βρίσκονταν, από βλακεία ή ψυχική ταραχή σε κατάσταση αναίτιας σύγχυσης των αισθήσεων και του νου, έτσι ώστε δεν μπορούσαν να έχουν συνείδηση για την πράξη τους ή για τα αξιόποινό της.
στ. Από όλες τις περιστάσεις προέκυψε «σαφώς και ανενδοιάστως» ότι τις παραπάνω πράξεις όλοι οι κατηγορούμενοι εκτέλεσαν, ενώ βρίσκονταν «λόγω βλακείας» σε κατάσταση που δεν ήταν μεν εντελώς αποκλεισμένη απ’ το λογικό τους ή ενέργεια, όμως σε τέτοιο βαθμό ουσιαστικά ελαττωμένη και ταραγμένη, ώστε εξαιτίας της λείπουν όσα απαιτούνται για ποινή που ρητά να ορίζεται απ’ το νόμο…».

Οι στρατοδίκες που ορίστηκαν για να «δικάσουν» μόλις την 7η Ιουλίου 1948, δηλαδή μια ημέρα πριν την δίκη της 8ης Ιουλίου ανήκαν σε μάχιμες μονάδες του Εμφυλίου. Ανάμεσά τους και ο τότε λοχαγός Μηχανοκινήτων Στυλιανός Παττακός !
Αυτοί, λοιπόν, οι στρατοδίκες, χωρίς να έχουν καμμία απολύτως σχέση με την δικαιϊκή κουλτούρα, την ποινική νομοθεσία και τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης έκριναν την τύχη 114 ανθρώπων, καταδίκασαν 48 σε θάνατο και έστειλαν στο απόσπασμα 16 !!! Μεταξύ των καταδικασθέντων «τετράκις εις την ποινήν του θανάτου» ήταν και ο Ερμής Ευαγγελίδης, ετών 17, μαθητής Γυμνασίου…
Και οι 16 εκτελεσμένοι, ηλικίας από 20 έως 45 ετών έπεσαν θύματα «σε άνιση πάλη κι αγώνα». Μορφές κι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, μορφές τραγικές, οδηγήθηκαν μετά την καταδίκη τους στις φυλακές ΦΙΞ και λίγο αργότερα, μέσα σε κλίμα φόβου και τρόμου, στο Σταυράκι, τόπο των εκτελέσεων.
Απ’ τον Αύγουστο του 1948, οπότε εκτελέστηκαν οι τελευταίοι των καταδικασθέντων, πέρασαν πολλά χρόνια. Έμειναν για χρόνια άκλαυτοι και ταπεινωμένοι.

Το καλοκαίρι του 1985 η πόλη των Ιωαννίνων ξανάδοσε φωνή στους εκτελεσμένους. Το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης αποκατέστησε, κατά τον τύπο, επίσημα τους διωχθέντες, βασανισθέντες, εκτελεσμένους.
Αποκατέστησε τα ηττημένα σώματα του Εμφυλίου, στήνοντας το μνημείο τους στο Σταυράκι. Νοηματοδότησε δηλαδή αυτό που, πολύ αργότερα, ο Μωυσής Ελισάφ εξέλαβε ως «κουλτούρα της τραυματικής μνήμης».
Γιατί πράγματι , η μνήμη του Εμφυλίου είναι μια τραυματική μνήμη. Και είναι τραυματική όχι μόνο γιατί ιχνηλατείται σέναν εμφύλιο πόλεμο, σέναν εμφύλιο σπαραγμό, αλλά γιατί έχει νικητές και ηττημένους. Η λήθη για τους νικητές πάντα υπήρξε εύκολη. Και βολική. Η δόμηση του μετεμφυλιακού κράτους ήταν το τρόπαιο των νικητών. Ήταν το έπαθλο τους μετά την πορεία στο Γράμμο και το Βίτσι. Το κράτος υπήρξε λάφυρο, βατήρας για την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία τους. Οι ηττημένοι του Εμφυλίου μπορούσαν (;) μόνο να αναδείξουν και να αντιτάξουν την δύναμη και την αίγλη των ιδεών τους. Η διαχείριση της μνήμης για όσους δάκρυζαν μετά την Βάρκιζα δεν ήταν ποτέ ευθύγραμμη. Κουβαλούσε βαρύ, ασήκωτο φορτίο. Ήταν δύσκολη, απρόβλεπτη, απροσπέλαστη. Είχε να κάνει με φαντάσματα του παρελθόντος, με εφιάλτες, με ποταμούς από δάκρυα, με φυλακές και εξορίες, με την ύστατη ταπείνωση των «δηλώσεων μετανοίας», με το στίγμα του αποσυνάγωγου, με την αβεβαιότητα και τον φόβο, με άταφους νεκρούς συντρόφους σε χαράδρες της Ηπείρου, με στρατοδικεία, με εκτελέσεις. Αυτή η μνήμη ματώνει ακριβώς γιατί είναι στραμμένη στο παρελθόν.

Εμφιλοχωρεί στο χθες και στα συμφραζόμενα μιας εποχής γνώριμης τώρα μέσα από διηγήσεις, βιβλία, ταινίες, μουσικές. Γιαυτό είναι μνήμη οιονεί θνήσκουσα. Η διαχείριση της μοιάζει εύθραυστη, κάπου να χάνεται με τον καιρό στην άκρη του δρόμου. Θνήσκουσα είπα, αλλά όχι νεκρή. Συνομιλεί με όρους του μέλλοντος, με βαθιά επίγνωση ότι το τραύμα υπάρχει, ότι η πληγή παραμένει ανοικτή. Απαιτεί και διεκδικεί να ξαναδιαβαστεί η Ιστορία, όταν πολλοί ζητούν την αναθεώρησή της.
Η τραυματική μνήμη, δηλαδή η μνήμη των ηττημένων, μεταγγίζεται αργά και βασανιστικά. Είναι αυτοαναφορική, κάποιες φορές φιλάρεσκη. Κινδυνεύει να ομνύει, σαν τους παπάδες των ορεινών χωριών χωρίς ποίμνιο, σένα εορτολόγιο «δικών της αγίων», σε μια νοσταλγία του θυμικού σε δύσκολους καιρούς.
Αυτή η εποχή, οι μικροιστορίες των ανθρώπων μέσα απ’ τα δεινά του Εμφυλίου, οι εξορισμένοι όπου γης, οι εκτελεσμένοι, ανήκουν, όλα μαζί, στα τιμαλφή της Αριστεράς. Είναι, ωστόσο, μια τραυματική μνήμη, μια μνήμη με αναφορά στο χθες.
Η Αριστερά, στην πληθυντική έκφρασή της, από θέση αρχών πολιτεύεται με όρους του μέλλοντος. Η αυτοαναφορικότητα την παγιδεύει. Οι αναμνήσεις, γενιά με γενιά, ξεθωριάζουν και πράγματι αναρωτιέμαι αν ο Εμφύλιος και ο σπαραγμός των ηττημένων του, αν η περιπέτεια της καθ’ ημάς Αριστεράς, λένε σήμερα κάτι στην κόρη μου και στις φίλες της.
Θάπρεπε όμως. Η διαχείριση της μνήμης, της τραυματικής μνήμης στην τυραννική σιωπή της, εκτός από εύφλεκτη παραμένει ζητούμενο. Είναι πολύτιμη. Σχεδόν λυτρωτική.

Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά την καλή φίλη και συνάδελφο Ιωαννίνων κ. Χαρά Καζαντζή για τις πολύτιμες πληροφορίες. Η κ. Καζαντζή είναι κόρη της Αριστούλας θυγατέρας Γεωργίου Καζαντζή, καταδικασμένης «δις εις θάνατον» στην δίκη των Ιωαννίνων σε ηλικία 19 ετών. Μόνη εν ζωή σήμερα από τους καταδικασμένους του ΄48.