Η Ραδοβιζινή Επανάσταση (1854 - 1878)

Ιστορικές σελίδες

Γράφει ο Κώστας Λ. Χρήστος

φιλόλογος

Το ξέσπασμα της απελευθερωτικής Επανάστασης στο Ραδοβίζι – Άρτας για απαλλαγή από τον οθωμανικό ζυγό, σημειώθηκε ταυτόχρονα με την έκρηξη του «Κριμαϊκού Πολέμου» (1853 -1856. Η έναρξη εκείνου του πολέμου, ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σκόρπισε θύελλα ενθουσιασμού κι έθρεψε πολλές ελπίδες στους αλύτρωτους τότε κατοίκους , των περιοχών που βρίσκονταν βόρεια της καθορισθείσης συνοριακής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου το (1832) από τον Καποδίστρια και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Πίστεψαν δηλαδή τότε οι σκλαβωμένοι Έλληνες ότι η ομόδοξη Ρωσία θα κέρδιζε εκείνον τον πόλεμο και θα είχαν στη συνέχεια τη συμπαράστασή της για τη δική τους απελευθέρωση.

Κι ενώ, όμως, στην αρχή η πλάστιγγα νίκης διαφαινόταν να γέρνει προς την πλευρά της Ρωσίας, τα πράγματα στη συνέχεια άλλαξαν άρδην σε βάρος της . Και τούτο διότι, όταν η Ρωσία με τα στρατεύματά της πέρασε στη Βλαχία και Μολδαβία, η Γαλλία με την Αγγλία ξαφνικά πήραν το μέρος της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα, ως γνωστόν, ήταν ο ρωσικός στρατός και ο στόλος της να υποστούν πανωλεθρία στη Σεβαστούπολη προς μεγάλη απογοήτευση των Ελλήνων , οι οποίοι μάλιστα είχαν πολεμήσει με μια λεγεώνα τους 1200 ανδρών στο πλευρό της Ρωσίας.
Μέσα σ΄αυτό λοιπόν το κλίμα ξέσπασαν στην περιοχή Ραδοβιζίου Άρτας οι πρώτες, αυθόρμητες και μικρές προεπαναστατικές αψιμαχίες σε κάποια χωριά ανάμεσα στους Ραδοβιζινούς υπόδουλους κι Οθωμανούς, όπως στη Σκουληκαριά, το Διάσελο, το Δημαριό. Αφορμή για τον ξεσηκωμό ήταν οι δολοφονίες των δυο ισχυρών ανδρών του Ραδοβιζίου με επιτελικό ρόλο στην περιοχή, Κ. Σκαλτσογιάννη και Γ. Ψαρογιάννη από τους δερβέναγες της Άρτας , Ιμπραήμ Καστρινό και Σουλεϊμάν Φράσσαρη αντιστοίχως. Έλειπε όμως η κεντρική καθοδήγηση από προεστούς και καπεταναίους για ένα καθολικό και με προοπτικές επαναστατικό κίνημα .

Και η επίσημη Προκήρυξη για την έναρξη της Επανάστασης συντάχθηκε και υπογράφτηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1854 στο ιστορικό μοναστήρι των Γενεθλίων της Θεοτόκου στο χωριό (Μπότση), σημερινή Μεγαλόχαρη. Την ημέρα εκείνη περίπου 450 ένοπλοι άνδρες, με 12 Προκρίτους έδωσαν τον όρκο τους στο ιερό Ευαγγέλιο που εν ολίγοις ανέφερε: ότι καταπιεσμένοι από τους φόρους, την ατίμωση των γυναικών τους από τους Οσμανλίδες κατακτητές συνέχιζαν τον ιερό αγώνα του 1821 ορκιζόμενοι στο όνομα του Υψίστου και της ιεράς πατρίδας, «ότι δεν θέλομεν ρίψει τα όπλα εν ουδεμιά περιπτώσει και περιστάσει…», αν δεν αποκτούσαν την πολυπόθητη ελευθερία τους. Και καλούσαν συνάμα όλους τους Έλληνες να συμπαρασταθούν στο δίκαιο αγώνα τους καταλήγοντες: «Σπεύσατε λοιπόν αδελφοί εις τον κοινόν αγώνα, αποτινάξατε τον επαχθή ζυγόν της τυραννίας και κηρύξατε με ημάς ενώπιον του Θεού και όλου του κόσμου ότι μαχόμεθα υπέρ Πατρίδος και ότι ο Θεός είναι προστάτης των Χριστιανών.» Είχε υπογραφτεί από τους προκρίτους.
Και η επανάσταση είχε πλέον ξεκινήσει επισήμως, χωρίς τη βοήθεια του επίσημου κι ελεύθερου ως τότε ελληνικού κράτους. Και τούτο διότι, με τον καθορισμό των πρώτων συνόρων της προαπελευθερωθείσας μικρής ελληνικής εκτάσεως , το τότε ελληνικό κράτος είχε δεσμευτεί απέναντι στις Μ. Δυνάμεις ότι δεν θα υπέθαλπε ούτε θα υποκινούσε επαναστατικά κινήματα στις τουρκοκρατούμενες ακόμα περιοχές, διότι διαφορετικά θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην παραπέρα ύπαρξή του. Έτσι οι επαναστάτες εκείνοι έμειναν μόνοι στον ξεσηκωμό τους υποστηριζόμενοι μόνο από εθελοντές και παλαιούς πολεμιστές που κατέφθαναν κρυφά στο Ραδοβίζι από τη Ρούμελη, την υπόλοιπη Ήπειρο, τα νησιά του Ιονίου κι άλλα μέρη, όπως: Ι. Ράγκος, Κίτσος Τζαβέλας, Νικ. Ζέρβας, Σ. Στράτος κι αλλοι .

Και ειρήσθω εν παρόδω 10 μέρες αργότερα, δηλαδή στις 25 Ιανουαρίου 1854, ξεκίνησαν την επανάσταση από τα απέναντι του Αχελώου και γειτονικά Βραγκιανά οι σκλαβωμένοι της Αργιθέας- Καρδίτσας που και αυτή η περιοχή της υπόδουλης Θεσσαλίας, εφάπτετο της βόρειας συνοριακής γραμμής του τότε ελληνικού κράτους που προανέφερα. Και ήταν αξιοθαύμαστη η πολεμική συνεργασία Ραδοβιζινών και Αργιθεατών οπλαρχηγών, μέσω κυρίως της ιστορικής «Γέφυρας του Κοράκου», κάθε φορά που οι πολεμικές καταστάσεις και συγκυρίες το απαιτούσαν. Το «βάστα με να σε βαστώ, ν΄ανεβούμε το βουνό» είχε την πλέρια εφαρμογή του σε κείνον τον κοινό απελευθερωτικό τους Αγώνα, ένθεν κακείθεν της κοιλάδας του Αχελώου.
Και σε ό, τι αφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Ραδοβίζι δόθηκαν, μετά την Προκήρυξη – όρκο, σε πολλά χωριά και τοποθεσίες νικηφόρες μάχες από τους επαναστάτες απέναντι στους αιφνιδιασθέντες Τούρκους, όπως : στο μοναστήρι της Μεγαλόχαρης στις 16 Ιανουαρίου, όπου οι Ραδοβιζινοί μαχητές τους έδιωξαν προς το Αστροχώρι (Καταβόθρα). Επίσης νικηφόρες μάχες από τους εξεγερθέντες δόθηκαν κοντά στο μοναστήρι της Ροβέλιστας, στη Σέση Άνω Καλεντίνης, στο Κομπότι, στα Ρεκίστιανα, στο Δημαριό, στη Μεγάρχη.

Τα κατορθώματα και οι αλλεπάλληλες επιτυχίες των Ραδοβιζινών σκόρπισαν θύελλα ενθουσιασμού και στις υπόλοιπες περιοχές της σκλαβωμένης Ηπείρου. Την επικρατούσα άσχημη κατάσταση σ΄ολόκληρη την΄Ηπειρο επιδείνωσε η παρέμβαση των προξένων Bertand και Sanders, Γάλλου και ΄Αγγλου αντίστοιχα. Οι κύριοι αυτοί, ακολουθώντας οδηγίες των χωρών τους, είχαν σαν στόχο τους να διασπάσουν τη συνοχή στο ελληνικό μέτωπο υποβάλλοντας προτάσεις συνθηκολόγησης κι έχοντας κατά νουν τη διακοπή των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων. Η πολιτική αυτή της Αγγλίας και της Γαλλίας επικρίθηκε ανοιχτά και από τον Αυστριακό πρόξενο των Ιωαννίνων Ferdinand Haas, ο οποίος με επιστολή του στις 5 Απριλίου του 1854 αποφάνθηκε «ότι η αγγλογαλλική πολιτική είχε οδηγήσει την΄Ηπειρο στην καταστροφή».
Τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν να εμφανίζονται και πάλι πάνω από το Ραδοβίζι τον Απρίλιο του 1854 και προμήνυαν το ξέσπασμα φονικής καταιγίδας. Και τούτο διότι στο ιστορικό Πέτα που βρίσκεται στην περιοχή εισόδου προς τα υπόλοιπα ραδοβιζινά χωριά, φάνηκαν τα πρώτα συμπτώματα αποσυντονισμού των επαναστατών. Στις 12 του Απρίλη 6000 πάνοπλοι Τούρκοι έκαναν φοβερή επίθεση στο στρατόπεδο του Πέτα που το υπερασπίζονταν μόνο 600 επαναστάτες με επικεφαλής τα σώματα των Ζάχου Μήλιου, Αθ. Πετμεζά, Αντ. Καλαμογδάρτη, του Πλαπούτα, του Τζαβέλα καθώς και το ιππικό του Ράλλη. Οι αμυνόμενοι επαναστάτες ηττήθηκαν κατά κράτος εξ αιτίας έλλειψης συντονισμού των επιχειρήσεων και οι λεηλασίες και καταστροφές στα χωριά του Ραδοβιζίου ήταν πλέον θέμα χρόνου. Η τελευταία πολεμική πράξη, που έκρινε και το άδοξο τέλος της Ραδοβιζινής επανάστασης του 1854, παίχτηκε στις 12 Μαϊου του ίδιου έτους στο χωριό Κλειδί.

Μετά από νικηφόρα σύγκρουση με τους επαναστάτες οι Τούρκοι πυρπόλησαν το Λεβίτσικο, σημερινό Ζυγό, τη Σκουληκαριά και προέβησαν σε εμπρησμούς και σε λεηλασίες της μονής Ροβέλιστας και όλων σχεδόν των χωριών του Ραδοβιζίου.
Στη συνέχεια επικρατεί μια επαναστατική σιγή και πολεμική απραξία μέχρι το 1866. Τη χρονιά αυτή 33 Ραδοβιζινοί και Τζουμερκιώτες πρόκριτοι αποφάσισαν νέα εξέγερση καταστρώνοντας σχέδιο πολεμικής δράσης. Οι Τζουμερκιώτες δηλαδή, θα επέστρεφαν στα Τζουμέρκα για να απασχολούν εκεί τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ οι Ραδοβιζινοί με επικεφαλής τον Σωτήρη Κοσσυβάκη, Φώτη Κοντονίκα και Λάμπρο Ζήκο θα συνεργάζονταν με τους Αργιθεάτες Γεώργιο και Αθανάσιο Αλεξανδρή από το Πετρωτό, τον Γεώργιο Καραούλη από τα ΄Αγραφα, τον Κων/νο Κυριάκη από τη Χειμάρρα .
Η προσχεδιασμένη μάχη δόθηκε στη γέφυρα του Κοράκου, προς την οποία σκοπίμως υποχώρησαν και τη διέβησαν οι επαναστάτες για να τους καταδιώκουν οι Τούρκοι και να τους επιτεθούν ξαφνικά οι ακροβολισμένοι εκεί Αργιθεάτες. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος και υποχώρησαν με άτακτη φυγή προς τη Γρέβια, ενώ ο ηγέτης τους Χατζή Εμίν Μπέης τραυματισμένος και ηττημένος γύρισε στη Μεγαλόχαρη. Μάλιστα εκεί στη γέφυρα , κατόπιν διαμαρτυρίας της Τουρκίας προς τους Αγγλογάλλους, ότι δηλαδή το ελληνικό κράτος υποκινούσε την επανάσταση, μετέβη ο πρόξενος από τα Ιωάννινα, Σαμπουαζώ, για να εξετάσει εκ του σύνεγγυς την κατάσταση. Συνάντησε τους επικεφαλής των επαναστατών από το Ραδοβίζι και την πλευρά της Θεσσαλίας. Τους ρώτησε για την επανάστασή τους για να πάρει την απάντηση από τον Σωτήρη Κοσσυβάκη και τον Γιώργο Καραούλη ότι «μάχονται από μόνοι τους , χωρίς καμιά βοήθεια, προκειμένου να αποκτήσουν την ελευθερία τους.» Τους συνέστησε τέλος να σταματήσουν τις εχθροπραξίες τους κι επέστρεψε στα Ιωάννινα.

Μετά λοιπόν από τα επαναστατικά κινήματα του 1854 και τη μικρή εξέγερση του 1866, στο Ραδοβίζι διατηρούν άσβεστη την επαναστατική φλόγα ο Φώτης Κοντονίκας, που προετοίμασε νέα εξέγερση, και μια σειρά άλλοι οπλαρχηγοί. Ο δραστήριος Φώτης Κοντονίκας συνεργάστηκε με τον ηγούμενο της μονής Σέλτσου Νεόφυτο, το σωματάρχη Σωτ. Κοσσυβάκη και το δάσκαλο Κώστα Κοττίκα που οργάνωνε επαναστατικά τα απέναντι του Ραδοβιζίου Τζουμερκοχώρια. Κατάφερε μάλιστα να προσελκύσει με το μέρος του και τον Αλβανό Μεχμέτ Εμίν.
Η νέα ημερομηνία εξέγερσης του Ραδοβιζίου είχε οριστεί η 20η Ιανουαρίου του 1878. Στις 28 Μαρτίου 1978 ο Πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων με τα μέλη της και οι οπλαρχηγοί Εμ. Κορυτσάς, Φ. Κοντονίκας Ν. Μαγγίνας και Σ.Ι. Κοσσυβάκης στο χωριό Ξηρόκαμπο-Βελενζικού υπέγραψαν ψήφισμα αποσταλέν προς την «ελεύθερη Πατριδα» και τις «ευρωπαϊκές Δυνάμεις». Συνοπτικά σ΄αυτό ανέφερον: ότι θα πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων με τους οποίους ήταν αδύνατη η συμβίωσή τους κι ότι εάν αποκτούσαν την ελευθερία τους θα φρόντιζαν με συνδρομές την περίθαλψη ορφανών και χηρών. Παρακαλούσαν ακόμα τους ελεύθερους Έλληνες να φροντίσουν τα γυναικόπαιδά τους που τους τα έστελναν, διότι αυτοί ήταν αποφασισμένοι να νικήσουν ή να πεθάνουν! Και ικέτευαν τέλος την ελεύθερη Πατρίδα και τους Ευρωπαίους να τους βοηθήσουν και να προστατεύσουν τα τέκνα τους από τις ωμότητες των Τούρκων.
Η κατάσταση όμως χειροτέρευσε, όταν οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν και φυλάκισαν το Σωτ. Κοσσυβάκη. Στο ίδιο αυτό διάστημα στην τοποθεσία Υψηλή Παναγιά έξω απ΄το Δημαριό οι οπλαρχηγοί Δημ. Σκαλτσογιάννης, Θ. Σκαλτσοδήμος, Β. Χαντζάρας, Ν. Φουρνέλης, Απ.. Ζέρβας, Δ. Ζέρβας και Σωτ. Ζέρβας με 188 άνδρες , έδωσαν μάχη με τουρκικά αποσπάσματα. Η σύγκρουση αυτή ήταν νικηφόρα για τους ΄Ελληνες, όπως νικηφόρα ήταν και η μάχη που δόθηκε στο Κλείτσοβο με ξεχωριστή ανδρεία από τους Απ. Ζέρβα, αδελφούς Ζηκαίους, αδελφούς Ρηγαναίους, τα παλικάρια του Γάκη Ζήκου, το Ζωϊδη, το Χοστέβα.

Τέλος, η απελευθέρωση της Ραδοβιζινής περιοχής και μερικού άλλου τμήματος της περιοχής Άρτας καθορίστηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 που είχε συγκαλέσει ο καγκελάριος Βίσμαρκ, με την Αγγλία, τη Γαλλία,τη Ρωσία και την Αυστρία να πρωτοστατούν σ΄ αυτό. Η Ελλάδα δε συμμετείχε σ΄αυτό αλλά παρέδωσε γραπτώς τα αιτήματά της. Μετά από πολλές συνεδριάσεις οι Σύνεδροι, που δεν ήθελαν ταραχές στα Βαλκάνια, προτάσσοντας τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα, αποφάσισαν και τη λύση του Ηπειροθεσσαλικού Ζητήματος. Δέχτηκαν δηλαδή, την απελευθέρωση του Ραδοβιζίου και μερικού άλλου τμήματος της Ηπείρου, καθώς και της Θεσσαλίας πλην της Ελασσόνας. Η συνοριακή γραμμή του ελεύθερου τότε ελληνικού κράτους μετακινήθηκε βορειότερα από την ως τότε γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού με σύνορο πλέον τον Άραχθο ποταμό, ο οποίος ανατολικά της ροής του, από το Περιστέρι μέχρι τον Αμβρακικό, θα όριζε πια το ελεύθερο ελληνικό κράτος από τα ΒΔ του. Απελευθερώθηκε τότε και η πόλη της Άρτας , με το ιστορικό γεφύρι της να είναι μοιρασμένο, το μισό προς ανατολάς ως «ελληνικό» και το άλλο μισό προς τα δυτικά «τουρκικό». Οι αποφάσεις του Συνεδρίου επισφραγίστηκαν και από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία κωλυσιεργούσε διαρκώς, με τη Συνθήκη της Κων/πολης το 1881. Και χρειάστηκαν να περάσουν 32 χρόνια ακόμα από τότε για να απελευθερωθεί και η υπόλοιπη Ήπειρος. Αναφέρω τέλος ότι στο τότε ελεύθερο ελληνικό κράτος προστέθηκαν άλλα 13.300 τετρ. χιλιόμ.γης και 285.000 άνθρωποι από τις απελευθερωθείσες περιοχές .
Επιλογικά, θα ήθελα να αναφέρω ότι οι δόλιοι Ραδοβιζινοί πίστεψαν πως με τη απελευθέρωσή τους θα ζούσαν καλύτερες μέρες. Δυστυχώς, όμως, γι αυτούς και τις οικογένειές τους, παρ΄ ελπίδα τους περίμεναν ίδιες και χειρότερες μέρες, καθότι το ελληνικό κράτος δε μερίμνησε τότε να τους μοιραστεί η αιματοβαμμένη γη τους ή μέρος αυτής, για να την καλλιεργούν και να ζουν αξιοπρεπώς. Τους άφησε εντελώς μόνους κι απροστάτευτους. Αδυνατώντας να πληρώσουν τη γη τους που την κατείχε ο μεγαλοτσιφλικάς Αβραάμ πασάς Καρακεχαγιάς, υπέπεσαν στη συνέχεια στη δουλεία του άλλου τσιφλικά, Κ. Καραπάνου, που αγόρασε αυτός τη γη τους από τον προκάτοχό της, αντί αυτών που αδυνατούσαν ως εντελώς εξαθλιωμένοι. Αυτός μάλιστα με τους εισπράκτορές του και τους αποθηκάριους ήταν σκληρότατος και τους έκανε το βίο αβίωτο με το «γεώμορο» και τοκοχρεολύσια που έπρεπε να του καταβάλλουν. Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι που οι δυστυχείς εκείνοι Ραδοβιζινοί με χίλιες στερήσεις και πολλά βάσανα κατάφεραν να εξαγοράσουν αργότερα την προγονική γη τους από το νέο κι αφόρητο καταπιεστή τους.

Κοντολογίς, οι επαναστάτες εκείνοι που με τόσους αιματηρούς αγώνες κι ανείπωτες θυσίες είχαν αποκτήσει την εθνική τους ελευθερία, ξέφυγαν μεν από τη Σκύλλα αλλά περιέπεσαν στη Χάρυβδη, προς μεγίστη θλίψη τους επί δεκαετίες στη συνέχεια, εξαιτίας της κρατικής αναλγησίας κι αδιαφορίας προς αυτούς.