Η ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

«…ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν οικείν Απόλλων
όνομα νησιωτικόν Σαλαμίνα θέμενον
της εκεί χάριν Πάτρας» (Ευριπίδη»Ελένη»).

«Στην Κύπρο την θαλασσόζωστη (πηγαίνω),όπου μου χρησμοδότησε ο Απόλλων να ιδρύσω πόλη με το όνομα Σαλαμίνα προς τιμή της πατρίδας μου», λέει στην Ελένη ο Τεύκρος, όταν στο ταξίδι του τη συναντά στ’ ακρογιάλι του Πρωτέα.
Ο γιος του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας, αναφέρεται ως ο ιδρυτής της και ο Βάσος Καραγιώργης είναι εκείνος που χιλιετίες μετά την έφερε απ’ το σκοτάδι στο φως. Ο Τεύκρος …της εκεί χάριν πάτρας την ονόμασε Σαλαμίνα και ο Βάσος Καραγιώργης αφιερώνοντάς της είκοσι δύο χρόνια αγάπης κι αφοσίωσης περιέβαλε με την αίγλη της»μέγιστης των εν Κύπρω πόλεων» τη δική του πατρίδα. Άλλωστε γιατί πολύ αγάπησε την πατρίδα του υπηρέτησε την κυπριακή αρχαιολογία με υπευθυνότητα, γνώση σπάνιας εμβρίθειας και απαράμιλλο ήθος.

«Μια ολόκληρη Ζωή στην Κυπριακή Αρχαιολογία» είναι ο τίτλος του βιβλίου των εκδόσεων ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ που είχα την τύχη διαβάζοντάς το να ξεναγηθώ στους χώρους της Σαλαμίνας της Κύπρος, όπως τη λέει στο ομώνυμο ποίημά του ο Σεφέρης.»Η ανασκαφή στη Σαλαμίνα ήταν απόλαυση» γράφει ο συγγραφέας σ’ ένα σημείο του βιβλίου του. Και για μένα ήταν μια μεγάλη απόλαυση, κύριε Καραγιώργη, να σας»ακούω» να την αφηγείστε με την αμεσότητα που χαρακτηρίζει το ύφος της συγγραφής σας! Μετά τη Βεργίνα του Μανώλη Ανδρόνικου, η Σαλαμίνα είναι το δεύτερο στον τομέα της αρχαιολογίας βιβλίο πούμε συγκλόνισε. Προχωρώντας και οι δύο με πίστη κι αφοσίωση στην πραγματοποίηση του οράματός σας, όραμα ζωής, αποκαλύψατε στα έκπληκτα μάτια της υφηλίου τον τάφο του Φιλίππου Β΄ ο Ανδρόνικος, εδραιώνοντας έτι περισσότερο την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας, και τη Σαλαμίνα εσείς, κύριε Καραγιώργη, διατρανώνοντας έτσι την πεποίθηση πως η Κύπρος παρά το παλίμψηστο των πολιτισμών που διάβηκαν από τα χώματά της έχει βαθιά τις ρίζες της στον ελληνικό πολιτισμό.

Κι όποιος την αμφισβητεί ας βάλει το χέρι επί τον τύπο των ήλων στην όπου ανεσκαμμένη γη της και στα εκτεθειμένα στο αρχαιολογικό μουσείο της Λευκωσίας αδιάσειστα τεκμήρια.»Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμε», είπε ο Μακρυγιάννης στα παλικάρια του, όταν ήθελαν να πουλήσουν στους ξένους κάποια αγάλματα που είχαν βρει στο Άργος.
Τη Σαλαμίνα χάρη στο πλούσιο φωτογραφικό υλικό του βιβλίου την είδα χτισμένη στα χείλη της θάλασσας με όσα της άφησε ο χρόνος απ’ το ένδοξο παρελθόν της, που δεν παύει να είναι μέρος της αδιάσπαστη ενότητας της ελληνικής της παράδοσης. Την ιστορία της, ανεξίτηλα χαραγμένη στην πέτρα, κανείς επίβουλος νους δεν μπόρεσε να την παραχαράξει ακόμα και με μαχαίρι που ματώνει και σφάζει. Τα μάρμαρα το ξέρουν που κοιτάζουν σαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα,… όταν περνούν τα στίφη του θανάτου, λέει ο ποιητής.
«Το όνομα της πόλης αναζωπύρωνε τη φαντασία κι ενθουσίαζε όλους τους Έλληνες της Κύπρου. Ο ποιητής Γεώργιος Σεφέρης μας επισκεπτόταν ταχτικά συνοδευόμενος από το φίλο του Ευάγγελο Λοΐζο.

Θυμάμαι μια μέρα καθώς τον ξεναγούσα στην περιοχή της Σαλαμίνας, ιδιαίτερα στην Έγκωμη, ξαφνικά η ματιά του καρφώθηκε σ’ ένα νεαρό κορίτσι που φόρτωνε χώματα της ανασκαφής σ’ ένα αμαξάκι. Ήταν μια καλλονή και η συγκίνησή του αναφέρεται στο ποίημά του Έγκωμη», γράφει ο Καραγιώργης. Πολλοί από τα γύρω χωριά έρχονται να θαυμάσουν τα έργα των προγόνων τους. Παρατηρούν με πόση προσοχή οι ειδικοί αφαιρούν τα χώματα απ’ τ’ αγάλματα μην και τα πληγώσουν, λες κι είναι ζωντανά, σαν να ’ναι δικοί τους – και μήπως δεν είναι; – οι αναστημένοι που παίρνουν πνοή κάτω απ’ το ζωογόνο βλέμμα του ήλιου σ’ ένα καταγάλανο ουρανό….. απ’ τα κόκαλα»βγαλμένοι» των Ελλήνων τα ιερά παραφθαρμένος μου ’ρχεται στο νου ο στίχος απ’ τον Ύμνο στην Ελευθερία του Δ. Σολωμού.

Αν ο Τεύκρος είναι ο ιδρυτής της και ο Βάσος Καραγιώργης εκείνος που την ανέσκαψε, ο Ευαγόρας ο Πρώτος ωστόσο έκανε Μεγάλη τη Σαλαμίνα, το σπουδαιότερο απ’ τα δώδεκα βασίλεια της Κύπρου. Ό,τι ο Περικλής για την Αθήνα ήταν ο Ευαγόρας για τη Σαλαμίνα. Επί της εποχής του αναζωογονούνται τα γράμματα και οι τέχνες,ιδρύονται σχολεία, όπου καλούνται επιφανείς απ’ την Αθήνα δάσκαλοι να διδάξουν την αττική διάλεκτο. Σπουδαίοι καλλιτέχνες διακοσμούν την πόλη με έργα εφάμιλλα της Αθήνας. Ένα μαρμάρινο κεφάλι της Υγείας ή της Αφροδίτης μοναδικής ομορφιάς, που χρονολογείται στις αρχές του 4ου αιώνα είναι έργο Έλληνα γλύπτη, που εργαζόταν στη Σαλαμίνα ή είχε εισαχθεί απ’ την Ελλάδα την περίοδο του Ευαγόρα. Του Απόλλωνα Κιθαρωδού και Μουσαγέτη, δύο αγάλματά του, βρέθηκαν το ένα στο γυμνάσιο και το άλλο στο θέατρο. Ο ναός του Σαλαμινίου Δία, το στάδιο και το αμφιθέατρο, όπως το βλέπουμε στην Ολυμπία και άλλα οικοδομήματα συμπληρώνουν τον αρχαιολογικό χώρο.

Ξεχωρίζει το γυμνάσιο με τους κίονες. Ψηλόκορμοι, καλογυμνασμένοι έφηβοι, παραμερίζουν, λες, για να περάσει ο επισκέπτης το διάδρομο που ανοίγεται ανάμεσά τους. Και το θέατρο μεγάλο, με τη σκηνή, την ορχήστρα και το κοίλο, έτοιμο να φιλοξενήσει έργα των αρχαίων τραγικών ποιητών μας. Τους Πέρσες ίσως του Αισχύλου, στέλνοντας το μήνυμα της θείας νέμεσης στους υπερφίαλους δυνάστες της γης ή τις Τρωάδες του Σαλαμινίου Ευριπίδη, έργο προοιωνιζόμενο τις«Τρωαδίτισσες» εν έτει 1974 του μαρτυρικού νησιού, αλλά και τα καραβάνια της συμφοράς του σήμερα.
«…Ο Ευαγόρας εδραίωσε τα θρησκευτικά έθιμα και την ελληνική παιδεία… στη χώρα. Η ως τότε αιολο-δωρικο-κυπριακή διάλεκτος εξελίχτηκε στην αττικο-ιωνική και το ελληνικό αλφάβητο επικράτησε σ’ όλη την Κύπρο», γράφει η Αθηνά Ταρσούλη στο έργο της»Κύπρος».

Οι δεσμοί μεταξύ Σαλαμίνας και μητροπόλεως είναι φανεροί και από τα τιμητικά ψηφίσματα των ελληνικών κέντρων προς Κυπρίους βασιλείς και άρχοντες. Μεταξύ των παρεχομένων προνομίων περιλαμβάνεται και η πρωτοκαθεδρία για τον Ευαγόρα και τα παιδιά του στους εκάστοτε τελούμενους αγώνες. Στα χρόνια του Ευαγόρα του Πρώτου(411-374π.Χ.) η Κύπρος παρά τη συνεχιζόμενη περσική κατοχή, ακολουθώντας αδιάλειπτα την ίδια ιστορική πορεία, γίνεται με κέντρο τη Σαλαμίνα προπύργιο του ελληνισμού, με τέχνες, παιδεία, ήθη και έθιμα ατόφια ελληνικά. Πέραν όμως από τα τιμητικά ψηφίσματα των Αθηναίων για Κυπρίους έχουμε και τη συμμετοχή του βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκρέοντα στην καλύτερη οργάνωση αγώνων σε κέντρα του Ελληνισμού. Στο αφιέρωμα των Αργείων προς τιμή του υπάρχει το επίγραμμα:»Του Πέλοπα η γη, αρχαία μου πατρίδα, το Άργος το πελασγικό(…) κι εγώ ’μαι ο Νικοκρέων, που η θαλασσόζωστη μ’ ανάθεψε η γη, η Κυπραία». Όπως δείχνει το επίγραμμα του ανδριάντα του στην Αργολίδα αισθανόταν στενότατα συνδεδεμένος με την Ελλάδα. Ο Νικοκρέων ήταν και ο τελευταίος βασιλιάς της Σαλαμίνας.

Η πόλη καταστράφηκε από αλλεπάλληλους σεισμούς στα μέσα του 4ου μ.Χ. αι. και ξαναχτίστηκε ως χριστιανική με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, γι’ αυτό ονομάστηκε προς τιμή του Κωνσταντία. Μερικά μνημεία διατηρήθηκαν, όπως το Γυμνάσιο, από το οποίο ξαναχρησιμοποιήθηκαν τα λουτρά και η παλαίστρα ως χώρος συνάντησης των πολιτών. Μερικά αγάλματα ξαναστήθηκαν, για να διακοσμήσουν τα λουτρά, τα περισσότερα ακρωτηριασμένα, όπως του Απόλλωνα κιθαρωδού.
Ο Βάσος Καραγιώργης είδε το φως της ζωής προορισμένος να δώσει ζωή σαν άλλος θεός στην πόλη που λαμπρύνει με την ιστορία της την πατρίδα του. Ακαταπόνητος στην προσπάθειά του να καταστήσει γνωστά τα επιτεύγματά της κυπριακής αρχαιολογίας στη διεθνή κοινότητα κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον σπουδαιότατων προσωπικοτήτων. Χάρη σ’ αυτόν η Σαλαμίνα μπήκε στο κέντρο της διεθνούς αρχαιολογίας.

Ως διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου αδειοδότησε επιλεγμένες αποστολές για διενέργεια ανασκαφών σε περιοχές της Μεγαλονήσου, επαγρυπνώντας για την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας.
«Η ανασκαφή που άφησε στο νου και στην ψυχή μου ανεξίτηλα τα σημάδια της, χωρίς καμία αμφιβολία, ήταν η ανασκαφή της Σαλαμίνας, όπου εργάστηκα από το 1952 μέχρι το 1974, για είκοσι δύο χρόνια (…). Η Σαλαμίνα για μένα ήταν κάτι περισσότερο από ένας αρχαιολογικός χώρος και ήμουν προσωπικά και συναισθηματικά δεμένος μαζί της. Ήταν ένας χώρος που τον επισκεπτόμουν μικρό παιδί (το χωριό μου βρισκόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα στα βόρεια) κι εδώ έκανα την πρώτη μου ανασκαφή, όταν επέστρεψα από τις σπουδές μου στο εξωτερικό. Αποχαιρέτησα τη Σαλαμίνα το 1974 και από τότε δε γύρισα κοντά της και πιθανό να μην τη ξαναδώ», εξομολογείται εν κατακλείδι για τη μεγάλη του»ερωμένη» ο μέγας αρχαιολόγος. Ωστόσο την αποχαιρετήσατε Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη, όπως λέει ο ποιητής.
Το έργο σας όμως θα το επισκέπτονται γενεές επί γενεών.

Σαν τα φύλλα των δέντρων η μια διαδέχεται την άλλη γενιά, όπως γράψατε αναφερόμενος στο Ζ της Ιλιάδας. Ύστερα μάλιστα από την ανακάλυψη σ’ έναν απ’ τους τάφους της Νεκρόπολης των δύο θυσιασθέντων αλόγων, όπως εκείνων του Αχιλλέα στον τάφο του Πατρόκλου, και υπολειμμάτων από προσφορές, το Ψ της Ιλιάδας έγινε το Ευαγγέλιό σας. Το όνομά σας κι ας μην το ’δα πουθενά γραμμένο στην αίθουσα με τα εκθέματα της Σαλαμίνας – για λόγους δεοντολογίας ή ασυγχώρητος παράλειψη; εκτός κι αν δεν είδα καλά – θα είναι γραμμένο με κεφαλαία στο νου και στις ψυχές όσων καταλαβαίνουν το μέγεθος της προσφοράς σας στην ελληνική ταυτότητα, την εθνική της Κύπρου!
Κύριε Καραγιώργη, εκ βαθέων ένα μεγάλο ευχαριστώ για την απόλαυση των πρωινών μου αναγνώσεων στο ήσυχο περιβάλλον των Λευκάρων, ενός παραδοσιακού χωριού, που εκπροσωπεί επάξια την ιστορία και το κάλλος της Κύπρου.