«Θεαρχίω νεύματι, πάντοθεν οι θεοφόροι Απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι….»

(Τα γεγονότα και η θεολογία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μέσα από ένα υμνογράφημα της εορτής.)

Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

H Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση πολλές φορές επιστρατεύει την ποίηση και τη μουσική για να συμπληρώσουν την ιστόρηση ιερών γεγονότων, τα οποία είναι αδύνατον να περιγραφούν μέσα από μία πεζή διήγηση.
Ανάμεσα στα μέγιστα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και εκείνο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τούτο το παμμέγιστο γεγονός έρχεται η Εκκλησία να το ιστορήσει με λόγους ποιητικούς και ήχους εναρμόνιους.

Ξεχωριστή θέση μέσα στην υμνολογία έχει το δοξαστικό των Στιχηρών του Εσπερινού της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η μοναδικότητα δεν αφορά μόνο το βάθος και την ποιητικότητα του κειμένου, αλλά επεκτείνεται και στις μουσικές αποχρώσεις και το πολυτρόπο των ήχων του ύμνου. Είναι από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που το τυπικό της Εκκλησίας ορίζει το υμνολογικό θέμα να μην ψάλλεται σε έναν και μόνο ήχο, αλλά και στους οκτώ ήχους της Βυζαντινής μουσικής. Κάθε φράση του ύμνου, μας οδηγεί και σε ένα άλλο άκουσμα. Έτσι δημιουργείται μία κλίμακα λόγων και ήχων, η οποία μας οδηγεί στη Γεσθημανή, στη κλίνη της Θεοτόκου, προσκυνητές του μυστηρίου της ζωής και της ελπίδος.

Κείμενο
«Θεαρχίω νεύματι, πάντοθεν οι θεοφόροι Απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι. Καταλαβόντες το πανάχραντον, και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο. Αι δε υπέρτατοι των ουρανών Δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι. Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα προπέμπουσι, τω δέει
κρατούμεναι, υπερκοσμίως δε προώχοντο, και αοράτως εβόων, ταίς ανωτέραις ταξιαρχίαις• ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν. Άρατε πύλας, και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε, την του αενάου φωτός Μητέρα. Διά ταύτης γαρ η παγγενής των βροτών σωτηρία γέγονεν, η ατενίζειν ουκ ισχύομεν, και ταύτη άξιον γέρας απονέμειν αδύνατον. Ταύτης γαρ το υπερβάλλον, υπερέχει πάσαν έννοιαν. Διό άχραντε Θεοτόκε, αεί συν ζωηφόρω Βασιλεί, και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς, περιφρουρήσαι και σώσαι, από πάσης προσβολής εναντίας τηννεολαίαν σου• την γαρ σην προστασίαν κεκτήμεθα. Εις τους αιώνας, αγλαοφανώς μακαρίζοντες».

Μετάφραση
«Με νεύμα του ύψιστου Θεού οι θεοφόροι Απόστολοι μεταφέρθηκαν από παντού μες από σύννεφα, μετάρσιοι γενόμενοι. Και αφού στα χέρια τους έλαβαν το πανάχραντο σκήνωμά σου – εκείνο το σώμα που αιτία της ζωής έγινε – το καταφιλούσαν με ευλάβεια εξαιρετική. Και οι υπέρτατες, ουράνιες, αγγελικές δυνάμεις παραβρέθηκαν και αυτές, μαζί με τον Δεσπότη τους. Και κυριευμένες από δέος, προπέμπουν το καθαρότατο σώμα, που τον Θεό δέχθηκε. Υπερκόσμια προχωρούν και αόρατα αναβοούν προς τις ανώτερες ουράνιες ταξιαρχίες: «Δείτε! Κατέφθασε η βασίλισσα των πάντων• εκείνη που θείο τέκνο γέννησε. Ανοίξτε τις [ουράνιες] πύλες και υποδεχθείτε με τρόπο υπερκόσμιο την Μητέρα του αέναου φωτός. Διότι με τη δική της συνέργεια επιτεύχθηκε η σωτηρία όλου του γένους των ανθρώπων. Αυτήν που ισχύ δεν έχουμε [τα βλέμματα να υψώσουμε και] να την ατενίσουμε. Και τιμές άξιές της να απονείμουμε, αδύνατο μας είναι. Διότι το υπερβολικό ύψος της υπερέχει πάνω από κάθε νόημα». Γι’ αυτό, άχραντε Θεοτόκε, εσύ που πάντοτε ζεις μαζί με τον Βασιλέα της ζωής που η ίδια γέννησες, πρέσβευε αδιάκοπα να περιφρουρεί και να σώζει από κάθε προσβολή εχθρού τη νεολαία σου. [Το ζητούμε αυτό] επειδή τη δική σου προστασία έχουμε [πια] αποκτήσει. Και εσένα υπέρλαμπρα μακαρίζουμε στους αιώνες».

Σχόλια-Παρατηρήσεις

Ήχος α’
Θεαρχίω νεύματι, πάντοθεν οι θεοφόροι Απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι.

Ο ύμνος ξεκινά με τον Πρώτο ήχο ο οποίος διακρίνεται από το μεγαλοπρεπές και ευφρόσυνο ιδίωμά του. Ένα νεύμα του Θεού, νεύμα ισχύος και δύναμης, και συνάμα λεπτότητος και αβρότητος μεγάλης, καλεί τους Αποστόλους με τρόπο θαυμαστό, από κάθε γωνιά της γης. Εκείνοι που είναι θεοφόροι, φέρονται υπό νεφών, για να παραστούν σε κάτι σπουδαίο. Εκείνοι που σκορπίστηκαν στην οικουμένη για να υπηρετήσουν τον ευαγγελισμό του κόσμου, αίρονται από τους τόπους και τα έργα τους για να παραστούν στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Δεν κυριαρχεί το πένθος στην αρχή του ύμνου. Ο ήχος και η περιγραφή μας οδηγούν στο μεγαλείο, στο θαυμασμό. Μέσα σε αυτό το κλίμα κι εμείς αισθανόμαστε κλητοί, μαζί με τους Αποστόλους στη χαρά της Μαριάμ, στη συνάντηση με τον Υιό της. Ένα νεύμα θεικό, ένα κάλεσμα προσωπικό, μας καλεί στο μυστήριο της αθανασίας.

Ήχος πλ. α’
Καταλαβόντες το πανάχραντον, και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο.
Ο πλάγιος του Πρώτου ακολουθεί, για να μας φέρει ενώπιον του σκηνώματος της Θεοτόκου. Και γίνεται τούτος ο ήχος μία γέφυρα που μας φέρνει από την ευφρόσυνη αίσθηση της απαρχής του ύμνου, στο πένθος που αρμόζει στη περίσταση. Οι Απόστολοι βρίσκονται στη Γεσθημανή για να κηδεύσουν την μητέρα της Ζωής. Πριν όμως από την ταφή, οφείλουν την τιμή. Ιδιαίτερο ασπασμό στο σώμα εκείνο που έγινε η Χώρα του Αχωρήτου. Μπροστά σε αυτό το καθήκον ο άνθρωπος λυγίζει, δακρύζει, θλίβεται και τούτο αποτυπώνεται στην εικόνα της Κοιμήσεως. Τα ανθρώπινα συναισθήματα δεν καταπιέζονται, δεν απωθούνται, αλλά λαμβάνουν θέση, όχι φυσικά την κυρίαρχη, αλλά την πρέπουσα. Μεταπλάθονται έτσι τα αισθήματα σε κίνητρα υπέρβασης του πόνου και της θλίψης. Δεν στέκονται οι Απόστολοι ακίνητοι και άπραγοι. Λαμβάνουν στα χέρια το σκήνωμα, όχι απλά για να το οδηγήσουν στη ταφή, αλλά για να προπέμψουν την Παναγία στη συνάντησή της με τον Υιό και Θεό της.

Ήχος β’
Αι δε υπέρτατοι των ουρανών Δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι.

Η χρήση του Δευτέρου ήχου, ο οποίος ανήκει στο χρωματικό γένος, σε ένα άκουσμα αρκετά διαφορετικό από ότι είχε έως τώρα ακουστεί, δημιουργεί το μουσικό εκείνο περιβάλλον το ικανό να υποδεχθεί την παρουσία του Δεσπότου Χριστού, ο οποίος συνοδεύεται από τις αγγελικές δυνάμεις. Δεν είναι μόνο η γη που συγκεντρώνεται διά των Αποστόλων στη Γεσθημανή, μα είναι κι ο ουρανός που κατέρχεται προς συνάντηση της Παρθένου. Είναι ο ίδιος ο Υιός της που θα παραλάβει στην αγκάλη Του την παναγία ψυχή της.
Ήχος πλ. β’
Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι, υπερκοσμίως δε προώχοντο, και αοράτως εβόων, ταίς ανωτέραις ταξιαρχίαις· ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.

Ο πλάγιος του Δευτέρου μας φέρνει ξανά στην πένθιμη σκηνή της εξοδίου πομπής. Οι Άγγελοι του Θεού προπέμπουν μαζί με τους Αποστόλους το σώμα της Παρθένου, με δέος, φόβο και σεβασμό. Κι εκείνες οι αγγελικές Δυνάμεις που ενώνονται με τους Αποστόλους και συνοδεύουν το πανάγιο σκήνος, βοούν μυστικά προς τον ουρανό, παραγγέλλοντας στις ανώτερες Ταξιαρχίες των Αγγέλων να ετοιμαστούν για την υποδοχή της Βασίλισσας πάντων, όπως της πρέπει, όπως αρμόζει στην αγιότητά της.

Ήχος γ’
Άρατε πύλας, και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε, την του αενάου φωτός Μητέρα.

Ο Τρίτος ήχος προσδίδει στους λόγους που συνοδεύει κύρος και βαρύτητα. Οι αγγελικές Δυνάμεις που προπέμπουν τη Θεοτόκο προστάζουν τους ουρανούς να ανοίξουν τις πύλες τους, για να υποδεχθούν με τρόπο υπερκόσμιο την Μητέρα του αενάου φωτός. Αυτό το διαλογικό σχήμα μεταξύ των Αγγέλων που βρίσκονται στη γη και εκείνων που βρίσκονται στον ουρανό, προσδίδει στο κείμενο μία ζωντάνια. Υπάρχουν φωνές, παραγγέλματα, κίνηση, προετοιμασίες. Όχι, δεν κυριαρχεί η δυσκαμψία του θανάτου, αλλά η κίνηση κι η δράση, τα χαρακτηριστικά της ζωής.
Ήχος βαρύς
Διά ταύτης γαρ η παγγενής των βροτών σωτηρία γέγονεν, η ατενίζειν ουκ ισχύομεν, και ταύτη άξιον γέρας απονέμειν αδύνατον.

Ο Βαρύς ο ήχος μυσταγωγεί στους στίχους που μελωδεί, τη μετοχή της Παρθένου στο μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Αποκαλύπτεται ο λόγος όλης αυτής της υπερκόσμιας προετοιμασίας. Δεν καλείται ο ουρανός να υποδεχθεί απλά μία ψυχή, αλλά την πρώτη μεταξύ των ανθρώπου, εκείνη που έγινε το μέσο της λύτρωσης όλων των απογόνων του Αδάμ και της Εύας. Οι αγγελικές Δυνάμεις γνωρίζουν καλά το ποια είναι. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν εκείνος που της ανήγγειλε την σύλληψη του Υιού της• Άγγελοι Θεού έψαλαν κατά τον θαυμαστό τόκο της το «Δόξα εν υψιστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Γι’ αυτό δεν μπορούν να σηκώσουν τους οφθαλμούς τους για να αντικρύσουν την μορφή της. Γι’ αυτό δεν βρίσκουν τιμές άξιες να της απονείμουν, τώρα που ήρθε η ώρα του δοξασμού της.

Ήχος δ’
Ταύτης γαρ το υπερβάλλον, υπερέχει πάσαν έννοιαν.
Ο ήχος ο Τέταρτος έρχεται με τη σειρά του να εκφράσει το θαυμασμό και το δέος. Το ύψος της Θεοτόκου είναι δυσθεώρητο, το μεγαλείο της ασύγκριτο, η υπεροχή της αδιαμφισβήτητη. Κάθε σημασία, κάθε νόημα είναι λειψό αν δεν φωτιστεί από τη δική της παρουσία, από τη νοηματοδότηση που εκείνη έφερε στον κόσμο. Τα πάντα βρίσκουν την σημασία τους εν Χριστώ, τον Υιό της Παρθένου. Όποιος δεν αναγνωρίζει τούτη την αλήθεια, δεν μπορεί να βρεί λόγο και σκοπό στη ζωή του.
Ήχος πλ. δ’
Διό άχραντε Θεοτόκε, αεί συν ζωηφόρω Βασιλεί, και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς, περιφρουρήσαι και σώσαι, από πάσης προσβολής εναντίας την νεολαίαν σου· την γαρ σην προστασίαν κεκτήμεθα.

Ο πλάγιος του Τετάρτου μετατρέπει τους λόγους σε ικεσία. Στρεφόμαστε προς το σεπτό πρόσωπο της Θεοτόκου, το οποίο βρίσκεται εκ δεξιών του Βασιλέως Υιού της, και την παρακαλούμε θερμώς να πρεσβεύει υπέρ της νεολαίας. Αυτή η αίτηση προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση επειδή η ιερή υμνογραφία δεν μας έχει συνηθίσει να δέεται για μια κατηγορία ανθρώπων (τους νέους) και μάλιστα σε ένα τροπάριο μιας μεγάλης Θεομητορικής εορτής. Με την λέξη «νεολαία» εννοούνται όλοι οι χριστιανοί, που αποτελούν τον νέο λαό του Θεού και που συγκροτούν την νεολαία του Θεού και κατ΄έπέκταση την «νεολαία¨της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αυτός ο λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ της Χάριτος του Θεού, είναι συγχρόνως και λαός της Θεοτόκου, είναι η κληρονομία που άφησε ο Θεός στην Θεοτόκο, χωρίς βέβαια να αποδεσμευθεί Αυτός από τον λαό Του. Και αυτό γιατί υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Ήχος α’
Εις τους αιώνας, αγλαοφανώς μακαρίζοντες.
Ο Πρώτος ήχος κλείνει τον κύκλο του υμνογραφήματος, με τρόπο επίσημο και λαμπρό. Και τώρα και σε κάθε στιγμή οι χριστιανοί θα τιμούμε και θα δοξολογούμε την σεπτή σου Κοίμηση Παρθένε Θεοτόκε. Θα μακαρίζουμε την αγία σου μορφή και αυτή μας η συνήθεια θα κομίζει στη ζωή μας φως ιλαρό, καθοδηγητικό και παρηγορητικό. Το φως του Χριστού, το δικό σου το φως, εκείνο που κατανικά το έρεβος της κακίας, το σκοτάδι του θανάτου.
Συμπερασματικά μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής:
Πέρα από τον σύνολο δοξολογικό χαρακτήρα, στο εκτενές αυτό Δοξαστικό είναι ευδιάκριτα τέσσερα αφηγηματικά επίπεδα.
Στο πρώτο (ηχ α’ και πλ α’) οι Απόστολοι “υπό νεφών αιρόμενοι” παραλαμβάνουν ασπαζόμενοι το Σκήνος της Παναγίας.
Στο δεύτερο (ηχ β’ και πλ β’) οι υπέρτατες Δυνάμεις, με τον “οικείο” Δεσπότη, “παραγενόμεναι” συνοδεύουν το Σκήνος στην υπερκόσμια διαδρομή του. Το μέρος κλείνει με την άφιξη της πομπής προ των ουρανίων Πυλών και την αναγγελία προς τις ανώτερες Ταξιαρχίες “Ιδού η παντάνασσα Θεόπαις παραγέγονεν”.
Στο τρίτο, και κεντρικότερο (ηχ γ’ και ηχ βαρύς), υμνείται και δοξάζεται η Παναγία ως η Μητέρα του αενάου φωτός, διά της οποίας πραγματοποιήθηκε η σωτηρία των ανθρώπων και προς την οποία είναι αδύνατο να απονείμει κανείς “άξιον γέρας”.
Στο τέταρτο, και τελευταίο (ηχ δ’ και πλ δ’), μετά τη διαβεβαίωση ότι “το υπερβάλλον αυτής υπερέχει πάσαν έννοιαν”, η αφήγηση μεταβάλλεται σε ικεσία και επίκληση: να πρεσβεύει σταθερά, ώστε να περιφρουρείται και να σώζεται η “νεολαία” της. Αυτήν όλοι κεκτήμεθα προστασίαν μακαρίζοντάς την εις τους αιώνας. Η τετραμερής αυτή δομή (α’ και β’ μέρος Πορεία και Άφιξη στους Oυρανούς, γ’ Ύμνος και Εγκώμιο της Παναγίας, δ’ Ικεσία και Επίκληση) συμπίπτει απόλυτα, όπως γίνεται αμέσως φανερό, με το επίσης τετραμερές σχήμα των επιμέρους (κυρίων και πλαγίων) ήχων, και προφανώς όχι τυχαία. Έτσι, στο Δοξαστικό αυτό δεν περιγράφεται μόνο, με έντονα εικονοποιητικό τρόπο, ένα τόσο σπουδαίο θεολογικό γεγονός, όπως η Μετάσταση της Παναγίας, αλλά, κυρίως, υμνείται και δοξάζεται, με μεστούς ποιητικούς τόνους και όμοια σχήματα, το ουσιαστικό πρόσωπό της ως Μητέρας του Θεού και διαρκούς Μεσίτριας του Κόσμου