ΚΑΠΕΣΟΒΟ

Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου

“ Στο Κάϊρο αρρώστησα, στα Γιάννενα θα γειάνω
στην άκρη στο Καπέσοβο θα πέσω να πεθάνω.
Καπέσοβο, Καπέσοβο πώχεις το κρυονέρι
έχεις κορίτσια όμορφα, πούναι γλυκά σα μέλι.
Σηκώνομαι πρωί – πρωί, δυο ώρες πριν να φέξει
παίρνω το ντουφεκάκι μου και πάω να κυνηγήσω,
λαγούς και πέρδικες να βρω και πίσω να γυρίσω.
Βρίσκω την Όλγα μου μπροστά και την καλημερίζω.
– Καλή σου μέρα Όλγα μου,
– Καλώς το Μιχαλάκη
– Έχεις μαλλιά δεντρογαλιές και τρίχες σαν μετάξι
και κάθε τρίχα γίνεται σπαθί για να με σφάξει.

– Μιχάλη μ’ αρραβώνιασαν χωρίς το ρώτημά μου,
μου δώκαν άντρα δάσκαλο χωρίς το θέλημά μου
με δείραν και με μάλωσαν και μ’ έκαναν τιμπίκι
από τη ρούγα μη διαβείς όσο να γένω νύφη
Όλγα ζάχαρη, Όλγα μέλι, Όλγα μοσχοαναθρεμένη!
Όλγα ζάχαρη, Όλγα μέλι, Όλγα ζάχαρη θριμένη!
( αφήγηση Ελένης Τσολάκη)

Β΄ παραλλαγή (χωρίς το όνομα της Όλγας)
“ Στο Κάϊρο αρρώστησα, στα Γιάννενα θα γειάνω
στην άκρη στο Καπέσοβο θα πέσω να πεθάνω.
Πέρασα θάλασσα πλατειά, κάμπους βουνά και όρη
Για νάβρω την αγάπη μου απάνω στο Ζαγόρι.
Πήρα τα ζαγαράκια μου να πάω να κυνηγήσω
Βρίσκω την κόρη από μπροστά και την καλημερίζω.
-Καλήμέρα σου κόρη μου – Καλώς το παλληκάρι
εμένα μ’ αραβώνιασαν χωρίς το θέλημά μου,
μούδωκαν άντρα χωριανό χωρίς το θέλημά μου,
με δείραν και με μάλωσαν και μ’ έκαναν τιμπίκι
από τη ρούγα μη διαβώ όσο να γένω νύφη.
Καπέσοβο, Καπέσοβο πώχεις το κρυονέρι
έχεις κορίτσια όμορφα, πούναι γλυκά σα μέλι.
Μανουσάκια μανουσάκια, μόσχους και γαρυφαλάκια
Μανουσάκια στην αυλή σου, πως κοιμάσαι μοναχή σου;
(Δημοσίευση: Κ. Βαρζώκας)

Τα δημοτικά μας τραγούδια ήταν για αιώνες τα πνευματικά ριζοθέμελα της πατρίδας μας, μνημεία ανυπολόγιστης αξίας της εθνικής μας λογοτεχνίας, εξέφραζαν πιο πιστά από την προσωπική ποίηση το χαρακτήρα του λαού μας, του οποίου υπήρξαν οι φωτοδότοι πυλώνες και το αγκυροβόλι της ψυχής του. Είναι εργαστήρι ακράτητο δημιουργίας καλλιτεχνικής που δουλεύει επί χίλια εκατό και πλέον χρόνια. Σε αυτά καθρεφτίζεται ολόκληρη η ζωή του λαού μας, του οποίου αποτελούν τις ωραιότερες και πλαστικότερες εκδηλώσεις. Είναι η ίδια η παιδεία του λαού, ο πολιτισμός του , ο φορέας της φιλοσοφίας του, της βιοθεωρίας του και του πνεύματός του, είναι το ίδιο το περιεχόμενο της συνειδήσεως του νέου ελληνισμού. Το Καπέσοβο είναι ένα ωραίο μικρό χωριό του Κεντρικού Ζαγορίου Ιωαννίνων, με ωραίους και δημιουργικούς ανθρώπους, ταξιδευτές πολλοί από αυτούς στα Οθωμανικά, αλλά και ύστερα χρόνια. Περνοδιαβαίνοντας κανείς τα χωριά του Ζαγορίου θαυμάζει την μοναδικότητα του τοπίου, που οδηγεί στην κατάφαση της ζωής.

Συλλογιέται αυτούς που πιστεύουν ότι ο Θεός τη μία ημέρα έκτισε τον Κόσμο και την άλλη ξεκούραστος έκτισε την Ήπειρο. Το Ζαγόρι το έκτισε στην πιο καλή του ώρα!
Σύνθεση, δόμηση και διάδοση του τραγουδιού:
Ο Μιχαλάκης, ένας νέος από το Καπέσοβο, γύρω στα 1880 πήρε των ομματιών του και ξενιτεύτηκε στο Κάϊρο. Μετ΄ ου πολύ εκεί αρρώστησε βαριά και γύρισε στα Γιάννενα για ανάρρωση, η οποία προϊόντος του χρόνου ήρθε. Ξαναγύρισε στο χωριό του, το Καπέσοβο, όπου ηράσθη την Όλγα, μία γλυκειά και πανωραία νέα. Οι γονείς της, όμως, αρνήθηκαν τον γάμο αυτόν και το 1893 την πάντρεψαν με άλλον άνδρα. Ο Μιχαλάκης αργότερα έκανε δική του οικογένεια, αλλά στην καρδιά της καρδιάς του ήταν πάντα ριζωμένη η ωραία Όλγα. Έζησε μέχρι τα γεράματά του στο Καπέσοβο, όπου και πέθανε. Η Όλγα πέθανε το 1916, νεότατη στα 39 της χρόνια, αφού πρώτα έχασε πέντε παιδιά και τον άντρα της το 1906. Πρόλαβε να δει την πρωτότοκη και μοναχοκόρη της παντρεμένη και ν΄ αγκαλιάσει το πρώτο της εγγόνι, που γεννήθηκε το 1915.

Το τραγούδι φαίνεται να έγινε το 1893, χρονιά που παντρεύτηκε η Όλγα. Λέγεται, παραδίδεται και υποστηρίζεται ότι το τραγούδι γράφτηκε από την αδελφή του Μιχαλάκη, Φρείδω, στο μαγειριό της στο Καπέσοβο, σε συνεργασία με τον οργανοπαίκτη “Κωτσιογύφτο” από τη Μπάγια (Κήπος). Το τραγούδι κυκλοφορούσε σε δύο παραλλαγές και παλαιά ο χορός του ήταν συρτός, ενώ τώρα είναι ζαγορίσιος. Το γύρισμα “ Όλγα ζάχαρη, Όλγα μέλι” δεν ακουγόταν στο Καπέσοβο μέχρι την δεκατετία του 1970, γιατί ζούσαν τα παιδιά του Μιχαλάκη και η μοναχοκόρη της Όλγας.

Ερμηνευτική και αισθητική προσέγγιση στο τραγούδι:
Έχει το τραγούδι αυτό δύο πυλώνες: την αρώστεια και τον έρωτα- αποθαυμασμό του ωραίου. Έχει και το γύρισμα, το οποίο ακουμπά πάνω σε παλαιότερο τραγούδι της Ηπείρου:
“Βασιλικούλα, ζάχαρη,
Βασιλικούλα μέλι,
Βασιλικούλα, κρύο νερό,
που πίνουν οι Αγγέλοι”.
Στην ξενιτειά ο άρρωστος το μόνο που σκέπτεται είναι η πατρίδα. Σε αυτήν θα γίνει καλά ή θα πεθάνει γαλήνια και ανθρώπινα. Στα ξένα είναι πικρή η αρρώστεια. Κανείς δεν φροντίζει τον ασθενή ξενιτεμένο. Κι αν το ριζικό του τού έγραψε να πεθάνει στην ξένη γη, κανείς δεν θα τον μοιρολογήσει. Άγνωστοι θα τον θάψουν σαν σκυλί, χωρίς παπά και ψάλτη, χωρίς κερί και λιβάνι. Σ΄ένα τραγούδι της ξενιτειάς βρίσκουμε:

«Παρακαλώ σε, Κύριε, και προσκυνώ, θεέ μου,
του ξένου δος του ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις.
Τι αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια,
θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι,
θέλει κι αρσενικό παιδί, κρύο νερό να φέρνει.
‘Γω τι είδα με τα μάτια μου σ’ έναν αποθαμένον:
Τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί στον τάφο,
χωρίς θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη,
δίχως μανούλας κλάματα, γυναίκας μοιρολόγια».
Καπέτσοβο: Ένα άρτιο, λυρικό, αισθητικό και ορθά δομηνένο τραγούδι, στο οποίο συνυπάρχουν και συμπυκνώνονται η αρρώστια και ο έρωτας.