«Δικαιο- πολιτικά Ερανίσματα»

ΚΡΑΜΕΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΡΑΜΕΡ

(γονείς, συνεπιμέλεια, τέκνα)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Πριν τρεις δεκαετίες περίπου, νέος δικηγόρος , «κληρονόμησα» από γνωστό και σεβάσμιο συνάδελφο που αποχωρούσε έναν φάκελο.
Μια κλασική αγωγή διατροφής που ήγειρε η μητέρα ενός ανήλικου κοριτσιού, για λογαριασμό του, σε βάρος του πρώην συζύγου της. Είχε παρέλθει η διετία από την έκδοση της προηγούμενης απόφασης που καθόριζε την διατροφή και αμέσως κατατέθηκε νέα αγωγή με αίτημα την αύξηση της μέχρι τότε καταβαλλόμενης. Απ’ ο,τι θυμάμαι το κοριτσάκι φοιτούσε τότε στο Δημοτικό.
Όταν γνώρισα τον πατέρα – και υπόχρεο της διατροφής – τον ρώτησα σχετικά με την υπόθεση, τα εισοδήματά του, τις ανάγκες του τέκνου του. Σημειωτέον δε ότι και οι δύο – πρώην – σύζυγοι είχαν γυρίσει ήδη σελίδα, έκαναν νέα αρχή στη ζωή τους και έφτιαξαν νέες οικογένειες. Στο τέλος της συζήτησης, μάλλον φιλολογικά, ρώτησα τον πατέρα – εντολέα μου «πως τα πάει με το παιδί και ποιες είναι οι σχέσεις του μαζί του». Με κοίταξε με πικρό χαμόγελο και μούπε «ποιο παιδί; Έχω να το δω και να του μιλήσω σχεδόν από τότε που χώρισα. Αν και η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου είχε δόσει την επιμέλεια στην τότε σύζυγό μου εγώ είχα το δικαίωμα να επικοινωνώ μαζί του Σαββατοκύριακα, γιορτές και καλοκαίρια. Το είδα μόνο τις δύο πρώτες φορές. Μετά τίποτα. Η πρώην μου έλεγε ότι «το παιδί κλαίει και δεν θέλει να το παίρνεις, δεν μπορώ να σου το δώσω».

Ο δικηγόρος μου είπε ότι ο δικαστικός κλητήρας για να εκτελέσει την απόφαση πρέπει να πάρει το παιδί με την αστυνομία, δηλαδή κάθε φορά για να δω και να πάρω το παιδί μου, όπως έλεγε η δικαστική απόφαση, έπρεπε να πληρώνω δικαστικό επιμελητή και να πηγαίνω στο σπίτι της πρώην με το περιπολικό. Το σκέφτηκα πολλές φορές. Στενοχωριόμουν αλλά με κατέτρωγε και το ρεζιλίκι σ’ όλη την Άρτα αν καταντούσα να παίρνω το παιδί μου με τον κλητήρα και τους αστυνομικούς. Απευθύνθηκα και ικέτευα την πρώην μου να διευκολύνει και να υποστηρίξει την επικοινωνία μου με το παιδί. Τίποτα. Έφαγα τα μούτρα μου. Το παιδί μου, προκειμένου να αποφύγω σκηνές βίας, επεισόδια και εμπλοκή της Αστυνομίας δεν το ξανάδα. Μόνο την διατροφή πληρώνω κάθε πρώτη του μήνα, γιατί μια φορά που έπαθα ζημιά στη δουλειά και πλήρωσα μετά από δέκα μέρες η πρώην μου έστειλε εξώδικο. Άστα να πάνε. Ίσως έπρεπε απ’ την αρχή να πατήσω πόδι…»
Τον άκουσα με τον ενθουσιασμό του νέου αλλά και με την περισυλλογή του δικηγόρου. Προτίμησα να απευθυνθώ στον συνάδελφο της αντιδίκου κι αφού ο εντολέας μου ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του να παρακαλέσω για το αυτονόητο, την εφαρμογή της δικαστικής απόφασης που προέβλεπε, εκτός από την διατροφή του τέκνου και την επιμέλεια της μητέρας επιπλέον ΚΑΙ την επικοινωνία του πατέρα μαζί του. Ο καλός και σεβάσμιος συνάδελφος μου είπε «Βαγγελάκη δεν γίνεται τίποτα. Το παιδί δεν θέλει να πάει στον πατέρα του και δεν μπορώ να πιέσω την μάνα του. Ούτε καν το συζητάει…».

Έκτοτε παρήλθαν έτη πολλά. Η πρώην σύζυγος κάθε διετία κατέθετε αγωγές αύξησης της διατροφής χωρίς καν να δέχεται μια εξώδικη λύση. Το κορίτσι τελείωσε το Δημοτικό, τελείωσε το Γυμνάσιο, τελείωσε και το Λύκειο . Πέρασε στις Πανελλήνιες και τέλειωσε και το Πανεπιστήμιο, όπως δε έμαθα παντρεύτηκε κι όλας. Τα τελευταία χρόνια, μετά την ενηλικίωσή του, τις αγωγές εναντίον του πατέρα του τις ασκούσε το ίδιο μέχρι και την πανεπιστημιακή αποφοίτησή του. Στον πατέρα του δεν μίλησε ποτέ, αρνήθηκε να συναντηθούν, αλλά στην ανά διετία άσκηση της αγωγής για την αύξηση της διατροφής του «από τον υπόχρεο πατέρα» υπήρξε εξόχως συνεπές.
Στα μετέπειτα – πολλά – χρόνια αντιμετώπισα και χειρίστηκα αρκετές περιπτώσεις αντίστοιχου περιεχομένου, ποτέ όμως τόσο ακραία, προβληματική και στενάχωρη όπως αυτή.
Είδα, δηλαδή, τα παιδιά, κατά την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή μετά το διαζύγιο των γονιών τους κυριολεκτικά να γίνονται «πιγκ-πόγκ» σ’ ένα ρεσιτάλ ανευθυνότητας και μνησικακίας. Είδα τα παιδιά να αντιμετωπίζονται σαν «λάφυρο» ενός κηρυγμένου πολέμου. Είδα τα παιδιά σαν «έπαθλο» μιας καταστραμμένης «κοινής» ζωής. Είδα τα παιδιά να γίνονται «ασπίδα» ή «δόρυ» ανάλογα ποιος τα διεκδικούσε ή ποιος είχε την επιμέλεια. Και μαζί με τα παιδιά είδα παραδίπλα γονείς – δυνάστες, γονείς που δεν έπρεπε και δεν μπορούσαν να είναι γονείς, γονείς που εργαλειοποιούσαν την επιμέλεια του παιδιού τους με μίσος και εκδικητικότητα σε βάρος του πρώην συζύγου που πάσχιζε να δει το, αποξενωμένο ήδη, παιδί του. Κι όπως θα καταλάβαινα σιγά – σιγά με τα χρόνια , το παιδί πάντα ήταν το πρόσχημα, ο «εχθρός» ήταν πάντα ο/η πρώην σύζυγος.

Μιλάω συνειδητά για το φύλο του συζύγου, δηλαδή για τον πατέρα, γιατί τα Ελληνικά Δικαστήρια στην συντριπτική τους πλειοψηφία και στο ακόμα πιο συντριπτικό ποσοστό των αποφάσεων τους έκριναν την μητέρα ως πλέον κατάλληλη για την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, ομνύοντας πάντα στο φύλο και στον ιδιαίτερο ψυχικό δεσμό που (φυσιολογικά) έχει μια μάνα με το παιδί της.
Ωστόσο αυτή η προσέγγιση δεν είναι δικαιοκρατική. Υπακούει σε μια συντηρητική αντίληψη καθιερωμένων ρόλων χωρίς ειδικότερη αναφορά στα επί μέρους σοβαρά και σπουδαία, στην κατ’ ιδίαν προσωπικότητα των δύο γονέων και στην καταλληλότητα τους ως προς το γονεϊκό τους καθήκον.
Οι Έλληνες δικαστές επέλεξαν την «ασφαλή» και δοκιμασμένη αφήγηση και εν τοις πράγμασι κατέστησαν τον «άλλο» γονέα δεύτερης ταχύτητας και κατηγορίας.
Πλήθυναν, ωστόσο, οι δίκαιες φωνές διαμαρτυρίας και οι έντονες νομικές/επιστημονικές επιφυλάξεις για το μέχρι σήμερα μοντέλο του δικαίου των σχέσεων γονέων και παιδιών . Κι έτσι, μετά από διάλογο και ενστάσεις, ιδίως όμως υπό την πίεση απόκτησης ενός νέου και σύγχρονου μοντέλου πλαισίου στο πλέγμα των σχέσεων γονέων και τέκνων, ψηφίστηκε ο ν. 4800/2021 του οποίου η έναρξη ισχύος του καθορίστηκε η 16 Σεπτεμβρίου 2021, δηλαδή συμπληρώθηκε ήδη ένας χρόνος ισχύος και εφαρμογής του.
Κυρίαρχη συνιστώσα και έννοια του νέου νομοθετήματος είναι η «συνεπιμέλεια», δηλαδή όρος που συνδέεται με την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, τμήμα της οποίας συνιστά και η επιμέλεια του προσώπου του παιδιού. Συνεπιμέλεια, δηλαδή, σημαίνει ισότιμη συναπόφαση και σύμπραξη των γονέων σε όλα τα ζητήματα της επιμέλειας.

Η μέχρι σήμερα εφαρμογή/αποτίμηση του ν. 4800/2021 στην δικαϊκή πράξη ανέδειξε, κατά τη γνώμη μου, αντιφάσεις και αστοχίες που ήδη είχαν επισημανθεί κατά την διαβούλευση του ΣχΝ της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής. Ως κυριότερες, ενδεικτικά, κρίνονται :
α) η άρνηση του νομοθέτη να συμπεριλάβει στο πεδίο εφαρμογής του νέου νομοθετήματος τις παλιές υποθέσεις που στο δικαστικό πεδίο είχαν καταστεί αμετάκλητες. Ωστόσο η νέα νομοθετική πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, συνιστά καθαυτήν «νέα πραγματικότητα», δηλαδή «μεταβολή συνθηκών» που υπαγορεύουν νέα στάθμιση των πραγμάτων και επανακαθορισμό των σχέσεων.
β) η εννοιολογική ασάφεια και η αμήχανη αντιμετώπιση του «βελτίστου συμφέροντος του τέκνου» παγιδεύουν κάθε προοπτική ρεαλιστικής πραγμάτωσης της «συνεπιμέλειας» αφού στην πραγματική ζωή τα αγκάθια και τα προβλήματα παραμένουν. Για παράδειγμα πως συνδέεται «το βέλτιστον συμφέρον του τέκνου» με την ισόχρονη παραμονή του παιδιού με τον καθένα απ’ τους γονείς και την ισόχρονη εναλλασσόμενη κατοικία του σε σχέση με το σχολικό περιβάλλον του εάν η μητέρα διαμένει στο Βουργαρέλι και ο πατέρας στην Άρτα ; Ποιες θα είναι οι σταθερές συντεταγμένες γιαυτό το παιδί ;
γ) ο δικαστής έχει τη λειτουργική δυνατότητα και διαθέτει ερμηνευτικά εργαλεία να προβεί σε εξατομικευμένη κρίση για κάθε συγκεκριμένο παιδί. Μέχρι σήμερα οι περισσότερες δικαστικές αποφάσεις αποφάσιζαν υπέρ της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας από την μητέρα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια συμπαγής, άδικη και μεροληπτική στάση των δικαστών έναντι του πατέρα που αντιμετωπίζονταν ως παρίας και «φτωχός συγγενής». Κι αυτό γιατί, εσφαλμένα, αποτυπώνονταν διάκριση υπέρ της μητέρας χάριν της πάγιας νομολογίας για την «βιοκοινωνική υπεροχή» της μάνας ιδίως κατά την νηπιακή ηλικία του τέκνου.
Τώρα, θεωρητικά και με βάση την προφανή βούληση του νομοθέτη για περιορισμό των παθογενειών του παρελθόντος, και οι δύο γονείς βρίσκονται σε κοινή αφετηρία, διαθέτουν ίσες δικονομικές δυνατότητες και σε περίπτωση διαφωνίας ο δικαστής πρέπει να προσδιορίζει ειδικότερα «το βέλτιστον συμφέρον του τέκνου».

Κοντολογίς και συμπεριληπτικά ο χωρισμός των γονέων έχει ευρύτερες και βαρύτατες επιπτώσεις στη ζωή και στα συμφέροντα του παιδιού.
Στις λίγες, δυστυχώς, περιπτώσεις που οι δύο γονείς διαθέτουν ευρύτητα πνεύματος και δικαϊκή κουλτούρα ελεύθερης ανάπτυξης τότε, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του παιδιού, βρίσκονται και υιοθετούνται και εξωδίκως οι βέλτιστες λύσεις για να ζει χαρούμενο στο όποιο περιβάλλον. Στις πολλές, δυστυχώς , περιπτώσεις ο εγωισμός, η μνησικακία και το πάθος των πρώην συζύγων ή συντρόφων αναζητούν λύσεις στα δικαστήρια. Στις αίθουσες των δικαστηρίων και στα γραφεία των δικαστών ξεδιπλώνονται αργά και βασανιστικά καθημερινές ιστορίες της διπλανής πόρτας. Περισσεύει η εκδίκηση και το μένος για τον/την πρώην σύζυγο παρά το ενδιαφέρον για το ιδιαίτερο συμφέρον του παιδιού που, ας μην το ξεχνάμε ποτέ, έχει ανάγκη και τους δύο γονείς.
Η μέχρι τώρα φαλκίδευση των δικαιωμάτων του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια του παιδιού (δηλαδή συνήθως του πατέρα) ήταν άδικη, καταχρηστική, προσβλητική. Υπονόμευε τις σχέσεις γονέα – παιδιού και ενίσχυε της εργαλειοποίηση της αποκλειστικής επιμέλειας από τον έναν γονέα, σε βάρος των συμφερόντων του ίδιου του παιδιού.
Πάντα θα υπάρχουν καλοί και κακοί γονείς. Όλοι μας θα ξέρουμε έναν πατέρα παραβατικό, βάναυσο ή αδιάφορο. Όλοι μας θα βλέπουμε μια μητέρα τυφλωμένη από το πάθος, την μανία και την εκδικητικότητα προς τον πρώην σύζυγό της. Η συνεπιμέλεια του τέκνου απαιτεί υπερβάσεις, σχολαστικότητα, ευαισθησία και προσοχή.
Οι γονείς που αγαπούν το παιδί ορίζονται οι ίδιοι απ’ το συμφέρον του. Στη ζωή τους (και σε σχέση με το παιδί) αυτό είναι πάντα ο πρωταγωνιστής κι όχι οι ίδιοι.