Κώστα Λ. Χρήστου «Το γήτεμα του ανέλπιστου»

 Κυκλοφόρησε από τις «εκδόσεις 24 γράμματα» το μυθιστόρημα του Κώστα Λ. Χρήστου με τον τίτλο: «Το γήτεμα του ανέλπιστου»

Δυο λόγια για το βιβλίο
«Πάει ο κόσμος, πήρε των ομματιών του κι έφυγε για τις πόλεις. Ξετόπισαν οι άνθρωποι από τα χωριά τους. Αλαργεύουν οι καρδιές μας. Θα ρημώσουν τα σπίτια και θα λογκιάσουν οι στράτες και τα χωράφια μας. Αλλά πού θα πάει, θα γυρίσουν τα μυαλά και θα ξαναγυρίσουν. Ίσως αυτοί, ίσως κάποτε τα παιδιά τους. Εμείς οι μεγαλύτεροι εδώ γεννηθήκαμε, εδώ μεγαλώσαμε και δουλέψαμε κι εδώ θα πεθάνουμε, δε γίνεται αλλιώς.»

΄Ηταν λόγια απόγνωσης και καθημερινά στους καφενέδες και τις πλατείες από τους υπερήλικες συγχωριανούς μου κι άλλων χωριών από τη δεκαετία του 60 και μετέπειτα.΄Εφευγαν οι άνθρωποι τότε προς άγνωστες γι αυτούς στράτες από στεριά και θάλασσα.΄Εφευγαν σαν τ’αποδημητικά πουλιά. Λιγοστά και τα λεφτά στις τσέπες τους και ίσως και δανεικά για το άγνωστο ταξίδι τους. Μοναχικό κι οδυνηρό κάποιων, «συν γυναιξί και τέκνοις» κάποιοι άλλοι. Μερικοί ρίχνανε μαύρη πέτρα πίσω τους ταξιδεύοντας για μακρινές κι ανέγνωρες ξένες χώρες. Κάποιοι άλλοι απ’τις ελλαδικές πόλεις επέστρεφαν με ταξίδια αστραπή στους δικούς τους, στη χάση και στη φέξη. ΄Ετσι για να μην αποκόβονταν από τις ρίζες τους.

΄Εφυγα κι εγώ για την πόλη τη μεγάλη για να κάνω, σαν πολλούς άλλους τότε, τη ζωή μου τη μεγάλη. Πολλοί την καλυτέρεψαν, άλλοι τη δυσκόλεψαν κι άλλοι τη δυστύχεψαν.
Κι έρχομαι με την τέχνη του λόγου τώρα πια, σαν από ένα ασίγαστο ταρακούνημα ψυχής που με πάει στα παιδικά μου βιώματα κι ακολουθώντας με σε όλη μου τη ζωή, να ξανανοίξω την κλειδωμένη εκείνη πόρτα στο διασταυρόμι, όπως εμείς στο γενέθλιο τόπο μου το λέγαμε.
Και κείνα τα γητέματα της έκπαγλης και θελκτικής ελληνικής φύσης, όπως τη βίωσα και τη διαβάζω με τη δική μου συναισθηματική σύνθεση από μικρός στη στεριά και θάλασσα, τα γραφικά και εγκαταλειμμένα σήμερα χωριά μας, η αποκρουστική και δύσκολη ζωή για πολλούς νέους στις απάνθρωπες τσιμεντουπόλεις όπου, ίσως, δε γνωρίζουν τις δυνατότητες και χάρες της υπαίθρου μας, είναι αυτά που κίνησαν την πένα μου σε τούτο εδώ το μυθιστόρημα.

Και σ΄αυτό θα συνταξιδεύσετε μαζί μου με συντροφιά σας τους κεντρικούς ήρωες, δυο νέους κι έναν υπερήλικα, αλλά και τους ανθρώπινα δεμένους μ’αυτούς δευτεραγωνιστές που όλοι τους κινούνται, κατά βάθος, στο χώρο του άγνωστου τερματισμού τους.
Τούτο το λογοτεχνικό ταξίδι φρονώ πως στο τέλος θα δώσει στους ταξιδευτές αναγνώστες μια άλλη διάσταση ζωής, ποθητής πιθανόν για τους πολλούς κι αναπόφευκτα συνυφασμένης πια με την τεχνολογία αλλά στην ήπια εδώ μορφή της.

Μακάρι, τέλος, την ποριά του δρόμου προς την ελληνική ύπαιθρο και το ύπαιθρο που εγώ και άλλοι κλείσαμε, στο νεαρόν της ηλικίας μας τότε, ορμώμενοι από τούτο το μυθιστόρημα οι τωρινοί και οι μετέπειτα νέοι μας να την ξανανοίξουν στην πράξη και να πορευτούν στην πρόοδο κι ευτυχία, την οποία μόνο η αγκαλιά της μαγευτικής, θεϊκής και δωροδότρας ελληνικής φύσης απλόχερα θα τους χαρίσει, ιδιαίτερα στις μέρες μας που ήρθαν για τα άλλοτε σφύζοντα από ζωή γραφικά χωριά μας «χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι».
Κώστας Λ. Χρήστος
συγγραφέας