Μάκης Πανώριος: "Όποιος ελεύθερα φαντάζεται, φαντάζεται καλά"

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Τον Μάκη Πανώριο τον γνώρισα ως ηθοποιό, στον κινηματογράφο, την τηλεόραση αλλά και στο θέατρο. Η φωνή του, οι ρόλοι του, το όλο του παρουσιαστικό φανέρωναν σοβαρότητα και κυρίως ήθος. Αργότερα τον διάβασα ως συγγραφέα και ομολογώ με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Είναι κατά την γνώμη μου από τους πιο σπουδαίους συγγραφείς στην φανταστική λογοτεχνία. Πέρα όμως από συγγραφέας είναι ανθολόγος και κριτικός. Μία συνάντηση με τον Μάκη Πανώριο και μια συζήτηση μαζί του είναι ένα ωραίο ταξίδι. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας αποκαλύψει τα μυστικά της γραφής του να μιλήσει για τον κινηματογράφο και κυρίως να μας πάει πίσω στην παλιά Αθήνα και στην περιοχή του το Αιγάλεω…

Κύριε Πανώριε η εικόνα σας είναι γνωστή στη γενιά μου ως ηθοποιός. Πώς ξεκινήσατε αυτό το μακρύ ταξίδι;
Μαθητής Γυμνασίου έλαβα μέρος σε μια θεατρική παράσταση, όπου μεταξύ άλλων, με τη φίλη μου ηθοποιό και συγγραφέα Έφη Παπαθεοδώρου παίξαμε μια σκηνή από τον Άμλετ. Η ιδέα ήταν δική της. Λοιπόν, έπαιξα τον… Άμλετ. Θου Κύριε…Καλώς ή κακώς είχα λάβει πλέον το μήνυμα.Έτσι, μετά το Γυμνάσιο φοίτησα στη Δραματική Σχολή Θεάτρου και Σκηνοθεσίας του Πέλου Κατσέλη, και αμέσως μόλις αποφοίτησα έπαιξα τον Χάρο, στο «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού», του Μίκη Θεοδωράκη.

Για τους νέους ο κινηματογράφος είναι μια διαφυγή και μια ονειροπόληση για να ξεχάσουμε την καθημερινότητα. Για εσάς που παίζατε τι εκφράζει ο κινηματογράφος;
Όχι, ο κινηματογράφος δεν είναι τέχνη φυγής. Αντιθέτως, είναι καλλιτεχνικό – πνευματικό ‘επάγγελμα’- λειτούργημα, επί της ουσίας, που διερευνά τον Εαυτό, την Πραγματικότητα, και το Άγνωστο. Στην καλύτερη περίπτωση, όταν δεν εκπίπτει στη χυδαιότητα της εμπορευματοποίησης, μπορεί να καταθέσει Έργο. Δες τη εργασία του Μπέργκμαν, για παράδειγμα, ή του Κουροσάβα… Στον ηθοποιό προσφέρει την δυνατότητα, υπερβαίνοντας την εξωτερική σκευή της γραφικής μεταμφίεσης, να μελετήσει την ανθρώπινη πολυπλοκότητα.

Τι σας έχει μείνει ως η καλύτερη ενθύμηση από τον ελληνικό κινηματογράφο;
Μέσω της εικόνας που παγιδεύει τη Στιγμή, συνειδητοποιείς το Χτες που φεύγει – κι εσύ μαζί του. Η ταινία δεν είναι μόνο η ιστορία που μας αφηγείται∙ στο υπόγειό της ενυπάρχει η ανάσα της εποχής, κι αυτός που ήσουν τότε. Βλέποντας παλιές, κυρίως, ελληνικές ταινίες, θυμάμαι και θυμάμαι και θυμάμαι. Πρόσωπα, συμβάντα, σχέσεις, που έχουν σβήσει. Δεν ξέρω αν αυτό είναι μια καλή ενθύμηση. Εγώ, όμως, την έχω ανάγκη.

Ποια είναι η σχέση του κινηματογράφου με την γραφή;
Ουσιώδης. Το σενάριο, που είναι το θεμέλιο της ταινίας, είναι από μόνο του μια νέα μορφή δημιουργικής γραφής. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λειτουργήσει ως αυτόνομο λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Πάρτε, για παράδειγμα, τα σενάρια του Μπέργκμαν. Είναι υποδείγματα λογοτεχνικής γραφής. Θα έλεγα ότι πολλές, αν όχι όλες, απ’ τις σημαντικότερες στιγμής του κινηματογράφου, βασίζονται σε ανάλογες λογοτεχνικές. «Η Δίκη», του Φραντς Κάφκα, ας πούμε, έγινε μια σπουδαία ταινία από τον ΌρσονΟυέλες.

Πότε αρχίσατε να γράφετε;
Από παιδί. Ας πούμε ότι ήμουν ο μαθητής που έγραφε καλές εκθέσεις, αλλά που ξεπερνούσαν ενίοτε τη δοσμένη θεματική. Στην εποχή μου, ο καθηγητής ξεχώριζε κάποια και ο μαθητή διάβαζε ενώπιον της τάξης το πόνημά του, μετά ακολουθούσε συζήτηση. Θυμάμαι το σχόλιο του φιλόλογου σε μια μου έκθεση: Θυμίζεις Μυριβήλη. Σε μια άλλη, περιγράφοντας μια Κυριακή, την ολοκλήρωνα με την παρακολούθηση μιας παράστασης στη Λυρική Σκηνή, «Τα παραμύθια του Χόφμαν». Καταλαβαίνεις τι έγινε στο… ακροατήριο. Συστηματικά και ενσυνείδητα, όμως, στα τριάντα μου. Το 1970 κυκλοφόρησε «Η Κατάκτηση», το πρώτο μου μυθιστόρημα. Άκου πώς προέκυψε. Είμαστε μια παρέα τότε, ο Γιώργος Χειμωνάς, η Κωστούλα Μητροπούλου, ο Φώντας Κονδύλης. Σε μια συζήτησή μας αποφασίσαμε να γράψουμε ένα κείμενο με δοσμένο θέμα. Ανταποκρίθηκα μόνο εγώ. Τώρα, όμως, δεν μπορώ να τους ζητήσω να ανταποκριθούν κι αυτοί στη νεανική μας απόφαση. Έχουν φύγει απ’ αυτή τη μάταιη ζωή. Κι εγώ, είμ’ εδώ, και τους θυμάμαι.

Πώς σας αντιμετώπισαν οι θαυμαστές σας όταν αλλάξατε ρόλο και υιοθετήσατε τον ρόλο του συγγραφέα;
Μάλλον συγκαταβατικά, νομίζω. «Α, είν’ αυτός που παίζει θέατρο». Όταν κυκλοφόρησε «Η Κατάκτηση», όπως είπα πριν λίγο, εκείνη τη χρονιά, το 1970, ήμουν στο Θίασο της Τζένης Καρέζη, ανέβαζε την «Ασπασία», του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μεταξύ άλλων, μια εντυπωσιακή κριτική είχε γράψει ο Βάσος Βαρίκας, στο κυριακάτικο «Βήμα». Στην πρόβα της Τρίτης που ακολούθησε ο Καμπανέλλης με ρώτησε: «Κύριε Πανώριε, εσείς είστε ο συγγραφέας που μας παρουσίασε ο Βαρίκας;» «Εγώ, κύριε Καμπανέλλη». Έκτοτε γίναμε φίλοι. Και συνεχίζουμε να παραμένουμε ακόμα και τώρα που έχει αναχωρήσει.

Από τα πρώτα σας βιβλία δείξατε μια προτίμηση στο φανταστικό μυθιστόρημα. Τι ήταν αυτό που σας κέρδισε;
Η ‘αναρχική’, με την καλή έννοια, φυσικά, της ελευθερίας της φαντασίας. Η υπαρξιακή διάσταση του «Αν», που ενυπάρχει στον πυρήνα του είδους. Πώς θα ήταν ο κόσμος, το σύμπαν, «Αν»… παραφράζοντας τον Ρήγα, θα έλεγα: Όποιος ελεύθερα φαντάζεται, φαντάζεται καλά – ο προικισμένος δημιουργικά.

Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας επηρέασαν στην φανταστική λογοτεχνία;
Τα λαϊκά παραμύθια, στην αρχή. Αργότερα ο Όμηρος, οι Τραγικοί, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Λουκιανός, ο Βιργίλιος, ο Δάντης, τα διάφορα έπη των λαών, με πρώτο το αραβικό έπος, «Χίλιες και Μια Νύχτες». Μετά ο Βερν, ο Ουέλς, ο Στόουκερ, η ΜέριΣέλεϊ, ο Ε.Α. Πόε, ο Μπράντμπερι, ο Κλαρκ, ο Ασίμοφ. Αλλά πέραν όλων, ο Φραντς Κάφκα.
Ποιο από τα μυθιστορήματά σας είχε την πιο μεγάλη αγάπη από το αναγνωστικό κοινό;
Δεν υπήρξα ποτέ διάσημος, ούτε ευπώλητος συγγραφέας. Θέλω να πω, λίγο πολύ όλα μου τα βιβλία είχαν την ίδια κυκλοφοριακή μοίρα σε έναν μάλλον περιορισμένο κύκλο αναγνωστών. Ανεξαρτήτως αν κριτικοί, όσοι δηλαδή ασχολήθηκαν με αυτά, αλλά και οι όποιοι αναγνώστες τους, έχουν πει τον καλό τους λόγο.

Ενώ είσαστε καθιερωμένος συγγραφέας έχετε και άλλες αναζητήσεις. Είσαστε ανθολόγος και έχετε ανθολογήσει πολλούς Έλληνες συγγραφείς. Μπορείτε να μου αναφέρετε αυτή την δράση σας;
Οι ανθολογίες μου είναι μια ματιά στο είδος, πώς χρησιμοποιείται το υπερβατικό σύμβολό του, ποια η φιλοσοφία του, ποιος ο προβληματισμός του, και κατά πόσο λειτουργεί λογοτεχνικά. Μία αγγλόφωνη επιστημονικής φαντασίας, περιλαμβάνει τους τόμους: Ιστορίες από φανταστικούς κόσμους 1989, Ταξίδια στο Χώρο και στο Χρόνο 1990, Όπερα του Διαστήματος 1990, Ερωτικές Ιστορίες Επιστημονικής Φαντασίας 1990, Το Νέο Κύμα 1998, η Χρυσή Εποχή 2001. Κι ακόμη, πιο εξειδικευμένες: Βραβευμένες Ιστορίες Επιστημονικής Φαντασίας με Νέμπιουλα 1993, Ελληνικά Διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας 1996, Metal-ικές Ιστορίες Φαντασίας και Τρόμου,1997. Η ανθολογία μου, «Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα (Από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα)» – τ. α’ 1987, τ. β’ 1993, τ. γ’ 1994, τ. δ’ 1997, τ. ε’ 2004, τ. στ’ 2011, είναι μια συνειδητή προσπάθεια αναζήτησης του είδους στο σώμα της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Γνωρίζοντας ότι δεν υφίσταται ανάλογη παράδοσή του στην περιοχή της, ήθελα να δω κατά πόσον υπήρχαν δείγματά του σ’ αυτήν. Τα αποτελέσματα της κοπιώδους έρευνας, μια και δεν υπάρχουν πηγές – σε όλη την ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, αρχαίας, μεσαιωνικής, νεώτερης, εκτός από μία σύντομη μνεία του είδους στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, των εκδόσεων Πατάκη, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά του – υπήρξαν μια θαυμαστή έκπληξη για μένα. Ο αναγνώστης που θα θελήσει να περιπλανηθεί στα τοπία της εν λόγω ανθολογίας μου θα το διαπιστώσει.

Με ποιο τρόπο συλλέγετε τα διηγήματα ή τα αποσπάσματα του κάθε τόμου της Ανθολογίας;
Η ανθολογία μου περιλαμβάνει μόνο διηγήματα του είδους, όχι αποσπάσματα ανάλογων μυθιστορημάτων. Τα αναζητώ σε συλλογές διηγημάτων, σε παλιά και νεώτερα περιοδικά, εφημερίδες και ποικίλα έντυπα, ακόμη και σε άλλες ανθολογίες διαφορετικής θεματικής. Το γεγονός στάθηκε αιτία να επικοινωνήσω για μια φορά ακόμη με την Ελληνικής Λογοτεχνία, μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Επιλέγω το διήγημα που χρησιμοποιεί το φανταστικό σύμβολο ως δεδομένο, και, κυρίως, για την λογοτεχνική διαπραγμάτευση της αφηγούμενης ιστορίας.

Πρόσφατα από τις εκδόσεις Αίολος κυκλοφόρησε «Το ελληνικό φανταστικό διήγημα», τόμος Στ’. Υπήρξε ανταπόκριση από τους αναγνώστες. Ποια θα είναι η συνέχεια;
Δεν το γνωρίζω. Πιστεύω όμως ότι μια κάποια ανταπόκριση θα υπήρξε. Το εικάζω από τα θετικά σχόλια. Η συνέχειά της είναι βέβαια δεδομένη, εφ’ όσον το είδος μετεξελίσσεται. Σε μια τέτοια ανθολογία δεν μπορείς να βάλεις τελεία. Δεν πιστεύω όμως ότι θα την κάνω πλέον εγώ.

Αγαπούν οι Έλληνες την Φανταστική Λογοτεχνία;
Ένας ορισμένος αριθμός εξ αυτών ενδιαφέρεται. Ο Πόε, ο Βερν, ο Ουέλς διαβάζονται ακόμη. ΄Ισως και ο Μπράντμπερι. Το μεγάλο κοινό όμως προσελκύεται από την σύγχρονη εμπορευματοποιημένη γραφή της. Ο Στίβεν Κίνγκ για παράδειγμα, παρ’ όλη την ακατάσχετη φλυαρία του, ανήκει στους παγκοσμίως ευπώλητους, ίσως γιατί διαπραγματεύεται, υποτίθεται, την αμερικανική φαντασίωση. Η ΣτέφανιΜέγερς, επίσης, μέσω της γελοιοποίησης και του διασυρμού του πλέον διάσημου συμβόλου της φανταστικής λογοτεχνίας, το βαμπίρ, καλλιεργεί τη νεανική αφέλεια, γεγονός που την οδήγησε στον παράδεισο του Χόλιγουντ, αλλά εκτός λογοτεχνικής κοινότητας.

Τα περισσότερα χρόνια της ζωής σας τα έχετε ζήσει στο Αιγάλεω. Ποιες είναι οι μνήμες σας από το Αιγάλεω;
Γεννήθηκα στην Κεφαλονιά, αλλά εγκατασταθήκαμε σε ένα βουκολικό Αιγάλεω αμέσως μετά το τέλος του Β’ Πολέμου, οπότε μου αρέσει να ονομάζομαι Αιγαλιώτης-Κεφαλονίτης. Το Δημοτικό Σχολείο, που έκανα τις τρεις τελευταίες τάξεις, βρισκόταν απέναντι από την είσοδο του θρυλικού Μπαρουτάδικου, στην σημερινή πύλη προς το Άλσος. Πριν μερικά χρόνια κατεδαφίστηκε, γεγονός που σηματοδότησε συμβολικά και όχι μόνο, την κατεδάφιση του παραδοσιακού Αιγάλεω, αλλά και όλης εκείνης της μυθικής εποχής. Πριν λίγες μέρες επισκέφτηκα το παλιό μου Γυμνάσιο, που βρίσκεται πίσω από την οδό Σμύρνης και Θηβών – η Θηβών τότε δεν υπήρχε, υπήρχαν γραφικά σπιτάκια και δέντρα και χωράφια, πίνακας του Παπαλουκά – ένα κακόγουστο αρχιτεκτονικά συγκρότημα σήμερα. Αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν να μαθητεύσουν τα παιδιά σε ένα τέτοιο απωθητικό περιβάλλον. Τότε ήταν ένα ξύλινο κτήριο, μια Παραγκούλα, όπως θα το ονόμαζε ο Παπατσώνης, με παράθυρα μεγάλα που έμπαιναν μέσα κι ο ήλιος και το φως κι ο αέρας. Ολόγυρα το αγκάλιαζε η χωμάτινη αυλή του με ευκάλυπτους και άλλα φυτά. Εκεί αρχίσαμε να συλλαβίζουμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και να σχεδιάζουμε τα όνειρά μας. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει μείνει. Έφυγα ένας μάταιος φτωχός του σήμερα για να παραμείνω ο πλούσιος εκείνης της εποχής. Που την στόλιζαν οι κινηματογράφοι μας. Το Ηραίον, με χαλικάκι κάτω, περικοκλάδες γύρω και στην οθόνη ο Κλέφτης της Βαγδάτης να φεύγει για τις Χίλιες και Μία Νύχτες, το Τιτάν, εξίσου λουλουδιασμένο, στην οθόνη του ακόμα τρέχει μέσα στη μαγική του ζούγκλα ο Ταρζάν, ο Ζορό, ο Υπεράνθρωπος, κι η Βέρα βέβαια, λίγο πιο κομψή, και πάραπάνω από το Μπαρουτάδικο, επί της Ιεράς, ο Ερμής, ο ωραιότερος θερινός κινηματογράφος, πνιγμένος στο πράσινο, με χωνάκι παγωτό, γκαζόζα και στραγάλια. Απέναντί του «Ο Βλάχος», αυθεντική λαϊκή ταβέρνα. Είχα σχεδιάσει την προμετωπίδα του. Τραπεζάκια με ρετσίνα, ψητό, σαλάτα, και μπουζούκια με λαϊκή τραγουδίστρια, χωρίς μικρόφωνο φυσικά – εκείνη την εποχή το Αιγάλεω δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί ακόμα, ούτε και υδροδοτηθεί. Ο παγοπώλης άφηνε την κολώνα του πάγου στο κατώφλι, κι αν δεν την έπαιρνες εγκαίρως απλώς μετά σκούπιζες το νερό. Όλες τις ημέρες, αλλά τις Κυριακές κυρίως, ο κόσμος έβγαινε περίπατο, ένα πολύχρωμο ποτάμι που άρχιζε από το ύψος του εργοστασίου ‘Εριουργεία Σιγάρα΄, – κι αυτό έχει κατεδαφιστεί και στη θέση του υπάρχει σήμερα ένα σούπερ μάρκετ, δεν το χαρακτηρίζω- λίγο πριν στρίψει ο χωματόδρομος για Αγία Βαρβάρα, κι έφτανε μέχρι τον Κηφισό. Δεν υπήρχε αποχαυνωτική TV, ποδοσφαιρική υστερία, κινητή τηλεφωνία, σταθερό, κινητό, υπήρχαν μόνο οι άνθρωποι που μιλούσαν μεταξύ τους, γελούσαν, χαίρονταν τον εαυτό τους και βίωναν μια οπωσδήποτε πολύ πιο φυσιολογική πραγματικότητα, από την σημερινή εικονική. Η αφετηρία της συγκοινωνίας προς το κέντρο της Αθήνας, ήταν στη συμβολή Ιεράς Οδού και Θηβών. Τα λεωφορεία, τα αξέχαστα γκαζοζέν, έγραφαν στην προμετωπίδα τους: Αθήναι-Πυριτιδοποιείον. Ο Κηφισός, που μνημόνεψα πριν λίγο, ήταν ένα πραγματικό ποτάμι με χωματένιες όχθες κατάφυτες και το νερό του βέβαια, γελαστό το καλοκαίρι, θυμωμένο το χειμώνα. Σήμερα έχει τσιμεντοποιηθεί, όπως και η ζωή εξάλλου. Το σπίτι μας ήταν στην κορυφή των χαμηλών υψωμάτων, πάνω από τη Συνοικία Λιούμη. Ολόγυρα απέραντα λιβάδια, σπαρμένα χρυσό στάρι το καλοκαίρι, ένα χαλί κόκκινες παπαρούνες την άνοιξη. Πάνω στο ύψωμα υπήρχε ένα τεράστιο σιδερένιο κανόνι, μνήμη της φρίκης που πέρασε. Εκεί πάνω παίζαμε καουμπόιδες, και τ’ απογεύματα χαζεύαμε την Ακρόπολη, μακρινή και μόνη, όπως θα την έλεγε και ο Λόρκα, κι ακούγαμε τα καράβια του Πειραιά, που έφευγαν για τόπους μακρινούς κι ονειρεμένους, που τους επισκεφτόμαστε κι εμείς μαζί με τον Οδυσσέα και τον Σεβάχ τον Θαλασσινό. Κάποιοι από μας, όλοι πες καλύτερα, δεν ξαναγύρισαν. Όσοι έχουμε απομείνει, δυο τρεις δηλαδή, τους θυμόμαστε και τους αποχαιρετάμε. Χαιρετάμε και το Αιγάλεω της νιότης μας. Έφυγε κι αυτό και δεν ξαναγύρισε.

Τι σχέση έχει το σημερινό Αιγάλεω με το Αιγάλεω της νιότης σας;

Το σημερινό Αιγάλεω δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το Αιγάλεω της εποχής μου. Εκείνο το βουκολικό Αιγάλεω έχει γίνει σήμερα ένα απρόσωπο αστικό τοπίο. Καθώς περπατάω στους παραμορφωμένους δρόμους του αισθάνομαι ξένος σε ξένη χώρα. Κυρίως γιατί μου λείπουν τα πρόσωπα, που είναι πια, είτε υπάρχουν είτε όχι, χαμένα σαν τους πεθαμένους, όπως το λέει κι ο Καβάφης. Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος, που όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο ερημώνει.

Κατά πόσο ο γενέθλιος τόπος ή το μέρος που ζούμε μπορεί να αποτελέσει την γενεσιουργό αιτία για να μας κινήσει και να μας κάνει να γράψουμε ή να εκφραστούμε μέσα από την Τέχνη;
Η γενέθλια γη, η γονική πατρίδα, ως φυσικό τοπίο με συγκεκριμένους κατοίκους, μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως αρχικό ερέθισμα για να κάνεις Τέχνη. Αν και επί της ουσίας, η όποια ‘μεταχείριση’ της είναι αποτέλεσμα της φιλοσοφίας του καλλιτέχνη. Αυτή ‘επιχρωματίζει’ την πραγματικότητα. Η Πράγα του Κάφκα, για παράδειγμα, αποκτά τερατώδεις διαστάσεις ως αντανάκλαση ενός τερατώδους σύμπαντος. Ούτως ή άλλως δεν πρέπει να υποτιμάται ούτε και η φωτογραφική απεικόνισή της.

Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν την συνέντευξή σας;
Θερμές ευχές για μια καλύτερη ζωή, κι ακόμη: Να αρχίσουν να διαβάζουν τον εαυτό τους, κι ύστερα να επιχειρήσουν συνομιλία μαζί του. Διότι κάποτε θα συνειδητοποιήσουν ότι μόνο ο εαυτός είναι ο πραγματικός συνομιλητής μας, και κανείς άλλος. Τέλος ένα εγκάρδιο ευχαριστώ στο Περιοδικό Vakxikon.gr, της γειτονιάς μου για την τιμή της φιλοξενίας.