Μάρτυ Λάμπρου- Διήγημα για το ‘21

ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑ

Το τοποθέτησα πίσω και έβαλα μπρος για την εθνική οδό. Παρακάτω, μόλις πέρασα τα διόδια σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Μετέφερα το κουτί στο κάθισμα. Το κοίταξα. Από φτηνό ξύλο μ’ ένα μικρό σταυρό στην κορυφή. Συνέχισα στην εθνική οδό, προς Λαμία. Τουλάχιστον δε θα χανόμουν με ενεργοποιημένο τον πλοηγό στο κινητό. Πέρασα τα επόμενα διόδια. Πάλι σταμάτησα. Έφερα το κουτί στη θέση του συνοδηγού. Ξεκίνησα. Ο ήλιος τώρα στο κέντρο του παρμπρίζ λες κι ήταν ολόκληρος μπροστά μου. Δε θα καθυστερούσα άλλο. Θα το τελειώσω, και αμέσως στην Ύδρα. Μου το ανακοίνωσαν με μήνυμα στο αεροπλάνο. Θα παραλάμβανα το κουτί να το πάω στο χωριό που απέχει τρεις ώρες από την Αθήνα. Ύστερα από την πολύωρη πτήση Βοστώνη Αθήνα θα πήγαινα τα κόκκαλα της γιαγιάς εγώ; Αυτοί είχαν δουλειές που δεν αναβάλλονταν. Από τη γιαγιά αναθυμήθηκα μια μυρωδιά ή ίσως γεύση;

Μαζί με το κουτί παρέλαβα μια σακούλα με τη φωτογραφία της πλαστικοποιημένη και μια εικόνα, αγία Ειρήνη έγραφε. Και ένα βελονάκι με μια δακτυλήθρα, πράγματα που δεν είχα ξαναδεί. Η υπάλληλος που τα παρέδωσε είπε να μην τα πετάξω, έκαναν τέχνη κάποτε μ’ αυτά τα ψιλά πράγματα. Διόδια μπροστά μου. Δε θα κάνω στάση αυτή τη φορά, θα το πάω κατευθείαν. Λίγο παρακάτω οδήγησα μέχρι το πάρκινγκ ενός βενζινάδικου. Έγειρα το κεφάλι στο τιμόνι για λίγο θα έκλεινα τα μάτια μου, η μύτη μου πάντως το ίδιο κόκκαλο με της γιαγιάς…
Πουλάκι μου, καρδούλα μου! Σήκω! Μέχρι να βγει η ανατολή θα χαθείς ξανά στη δύση, μια τρυφερή φωνή, και ήμουν στον δρόμο με τη γιαγιά, στη Δημοσιά, όπως μου είπε. Κι ήταν σα να ήξερα αυτόν το δρόμο, σα να είχε υπάρξει σε άλλη στιγμή. Προχωρούσαμε ώσπου μπροστά μας μια στροφή όπου διακρίνονταν ίσκιοι, και κάνοντας τη στροφή, οι ίσκιοι φανερώθηκαν ολόσωμες γυναίκες. Αμέσως με πλησίασε μια ψηλή. Είχε τυλιγμένο το κεφάλι με μαντήλι απ’ όπου έβγαινε μια κοτσίδα από κόκκινα μαλλιά μέχρι το μηρό της. Με ρώτησε για πού είχα κινήσει ντάλα μεσημέρι, κορίτσι πράμα μες στην στράτα; Πού ‘ναι τα γονικά μου; Οι συγγενείς μου; Τ’ όνομά μου;

Ηχώ, απάντησα. Μαριώ, μου είπε εκείνη, αδερφή του γούμενου που με τις άλλες έχουν κινήσει από τη Λιβαδειά για την Αλαμάνα να συναντηθούν με τη μάνα του Διακου. Με πήρε αποφασιστικά απ’ το χέρι ως το κέντρο του κύκλου που σχημάτιζαν οι γυναίκες . Σε λίγο η Μαριώ πήγαινε μπροστά και την ακολουθούσαμε. Δεν έβλεπα γύρω τη γιαγιά μου παρά άγνωστες γυναίκες. Τι γυναίκες ήταν αυτές; αναρωτήθηκα. Τις έβλεπα όχι επειδή υπήρχαν αλλά σα να μην υπήρχαν. Χωρίς όμως να μου ήταν ξένες. Κι αυτές δεν παραξενεύονταν με εμένα; Τα ρούχα μου, τα μαλλιά, το κινητό μου που τις απαθανάτισα. Ήρθε πλάι μου μια γυναίκα, το όνομα της Αγγελική, με λεπτό σώμα παρόλο που ήταν κλεισμένο από μακριά σκούρα ρούχα. Τα μάτια της ανοιχτό γαλάζιο σχεδόν λευκό. φορούσε ράσα γιατί ήταν δώδεκα χρόνια παπαδιά και τους τελευταίους έξι μήνες χήρα. Εδώ στο κέντρο θα έμενα, είπε, με τις όμορφες και γενναίες που θα με προστάτευαν μη και με δει τούρκου μάτι και μ’ αρπάξει να με γλεντήσει, καρτερούσαν και οι παλιαρβανίτες.

Είχα συντονισμένο το βήμα μου στο δικό τους. Ο τρόπος που περπατούσαν, η ένταση κυρίως, ένιωσα σα να μου έδινε έναν χαμένο ρυθμό. Κινούνταν με τρία βήματα μπρος, μισό λοξό βήμα πίσω και ξανά τρία βήματα μπροστά. Ξαφνικά, σταμάτησαν. Ήμασταν σε σταυροδρόμι, μου είπε η Αγγελική, και έπρεπε να αφουγκραστούν για καμιά χωσιά. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, ήταν και ένας τσαγκρός γέρος καταμεσής, είπε. Ακούστηκε η Μαριώ να τον χαιρετίζει, Καλή σου μέρα, γέρο! Τον ρώτησε τι γύρευε στη μέση του δρόμου και να μην τις χασομερά γιατί βιάζονταν να πάνε στην Αλαμάνα πριχού χαλάσουν τον Διάκο οι Τούρκοι. Ο γέρος της είπε να γυρίσουν πίσω, γιατί να κάνουν τέτοια απόφαση γυναίκες ήταν μεγάλη απόνοια. Βρήκα ένα σημείο απ’ όπου μπορούσα να δω τον γέρο. Είδα ένα χέρι, της Μαριώς θα ήταν, που τίναζε χώμα από πάνω του. Έβγαλε κερί από τα μάτια του. Αν τον τίναζε κι άλλο δεν θα έμενε τίποτα, είπε, ω,χου! γέρο μου, ο τσαμπάς σου είναι καψαλισμένος απ’ το μπαρούτι και την κάπνα, τον μάλωσε. Άκουσε μέσα τις όμορφες, είπε αυτός, και της ζήτησε να μπει λιγάκι να τις δει και αμέσως γυρίζει πίσω. Πού τις άκουσες, ωρέ γέρο μου, τις όμορφες; γέλασε η Μαριώ και του έδειχνε τις γυναίκες που ήταν περιμετρικά του κύκλου.

Σε τούτη δω λείπουν δάχτυλα απ’ τα χέρια, Άλλη έχει μισό βυζί. Αυτή κουτσαίνει. Ετούτη ρούκισσα, η ακριανή τσιτσίνα. Αμ, αυτές εδώ, χάρβαλα. Μέσα είναι οι όμορφες, επέμενε, ο γέροντας, και η Μαριώ του ένευσε να εισχωρήσει. Όταν ο γέρος βγήκε και καθώς απομακρυνόταν γύρισε ξαφνικά λέγοντας, ότι μία εκεί μέσα δεν έμοιαζε καθόλου με τις άλλες μουδέ και μ’ αυτόν. Από πούθε έπεσε αυτή; ρώτησε. Αυτή θα τα μαρτυρήσει όσα γενούν γέρο μου, αλλιώς στο βρόντο όλα! απάντησε η Μαριώ.
Μας είχε αργήσει ο γέροντας γι’ αυτό αποφάσισαν να συνεχίσουμε το δρόμο χωρίς να ξαποσταίνουμε ούτε στις βρύσες θα σκύβαμε για νερό ούτε για να ξεζαλωθούν τις γριές αλλάζοντας, ώσπου να φτάσουμε στον Σπερχειό ποταμό. Τότε, πρόσεξα πως οι όμορφες στους κόρφους τους έκρυβαν ξίφη και δίκοπα μαχαίρια, κάτω από τις μακριές φούστες είχαν δεμένα στα πόδια τους σκαλιστήρια και τσεκούρια. Βάδιζε πλάι μου τώρα μια γυναίκα κάπως μεγάλη που όμως δεν σκοτείνιαζε η όψη της. Ήταν η γυναίκα του Αντρέα και η μάνα του Οδυσσέα, μου είπε, και αν είχα ακούσει να τους θυμούνται όπως τους αξίζει; Τη διέκοψε η Μαριώ λέγοντας, πως από δω και πέρα θα αφήσουμε τη δημοσιά και θα κόψουμε δρόμο μέσα από τα λαγκάδια και τα βουνά. Όταν η Μαριώ πήγε στη θέση της η γυναίκα με ρώτησε αν γνώρισα την Πανάγιω;

Αυτή ήταν που έδωσε την ιδέα να πάνε στην Αλαμάνα. Αλλά η Μαριώ ήταν εκείνη που μπορούσε να το κάνει να γίνει. Προχωρούσαμε ενώ είχε νυχτώσει με μόνο φως των αστεριών. Αθόρυβα, για να ακολουθούμε με τα αφτιά η μία την άλλη. Από το έδαφος συμπέρανα ότι ήμασταν σε γκρεμό. Ήταν τραχύ και πέτρες κατρακυλούσαν, πιανόμουν απ’ τους βράχους, άκουγα τα χορτάρια να σπάζουν όπου υπήρχε χώμα. Για μια στιγμή το σώμα μου σύρθηκε λοξά κι αμέσως τραβήχτηκε προς τα πάνω, γιατί το πόδι ήταν που στηριζόταν και μου έδινε από πού να πιαστώ και που να πατήσω. Ξαναβρήκα μια χαμένη δύναμη αναλογίστηκα, καθώς τώρα χωνόμασταν στα σοκάκια των χωριών μες στο πυκνό σκοτάδι έβλεπα φλογίτσες πίσω από τζάμια που συχνά έτριζαν. Τα πόδια αυτών των γυναικών δε λάθευαν στα σταυροδρόμια ούτε σκόνταφταν, σα να ήξεραν από μόνα τους αυτούς τους παλιούς δρόμους. Μόνο οι γυναικείες καρδιές καταλαβαίνουν τέτοια μυστήρια, συλλογίστηκα και πως ήμουν τυχερή που τις είχα βρει. Έτρεχες τόσο γρήγορα για αυτό δεν μας έβρισκες, μου είπε κάποια που αμέσως άλλαξε θέση.

Ένιωσα λαχάνιασμα στο μάγουλο μου. Την έλεγαν Παγώνα, μου ψιθύρισε μία, χήρα από τα δέκα τέσσερα της είχε έγνοια αν η κόρη της έξι χρονώ πράμα θα κοίταζε το παιδί που άφησε στην σαρμανίστα, αν έσβησε καλά τη φωτιά στην πυροστιά; Και άλλες εδώ είχαν εγκαταλείψει πίσω τα παιδιά τους ταϊσμένα στα στρωσίδια, πήραν κοντά αυτά που ήθελαν βυζί, τους άντρες τους καλοτάισαν, τους καλοπότισαν με κρασί και τους έριξαν στο κρεβάτι αφού τους φίλησαν πολύ στο στόμα. Για να μην τις εμπόδιζαν αν λάβαιναν γνώση για το ξεσηκωμό τους, γιατί θα τις σταματούσαν να μην μπουν στα στόματα του κόσμου που απόκοτες θα τις μολογούσαν μέχρι τα εγγόνια τους και βάλε. Αλλά και οι γυναίκες που έμειναν πίσω δε θα τις καταλάβαιναν, δε θα τις σέβονταν μήτε θα τραγουδήσουν την πράξη τους για ηρωική, αναστέναξε η Παγώνα, συνεχίζοντας πως η Πανάγιω σύλλαβε την ιδέα και όλες μαζί έκαναν την γνώμη, γιατί μπορεί να έχουν διαφορετικά μάτια και μύτες αλλά ήταν όμοιες στην ψυχή, και η γλώσσα της συνέχιζε, πως είχαν μείνει πίσω και αυτές που δεν άφηναν τους καθρέφτες, τα χτένια και τα στολίδια και αυτές με τους ντουχνιέδες στα μάτια, γιατί θα ησύχαζαν τους άντρες αν θα ξυπνούσαν και δεν έβρισαν τις γυναίκες τους στις θέσεις, και η γλώσσα της συνέχιζε, αυτή την στρουμπουλή μαυριδερούλα την είχα προσέξει; ήταν νιόπαντρη με το νυφικό ήρθε στα μισά όμως έκανε φασαρία να λακίσει να τρέξει στον άντρα της μιας και… την έκοψε η Μαριώ που μας έκανε χειρονομία να σταματήσουμε. Παγώνα, της είπε, εκτός από το να κρυφοτρώς και να κρυφακούς, κρυφομιλάς με την ίδια όρεξη. Άχνα, τώρα!

Το φεγγάρι όπως μας φώτισε όλες είδα τα πρόσωπά τους ολόκληρα και καμιά δεν ήταν για μένα μια από τις πολλές. Βλέποντας τες μία προς μία ήταν σα να ξαναγινόμουν ό, τι ήμουν από πολύ παλιά Τότε, φανερώθηκε η Πανάγιω. Ήταν όμορφη, αλλά την έβλεπα όμορφη με τη λογική. Το βλέμμα της άγριο μα καθαρό με παρηγορητική δύναμη. Κρατώντας ένα βρέφος, κοριτσάκι ήταν, στο ένα της χέρι και το τουφέκι στο άλλο. Στο βλέμμα της μεγάλο θάρρος με δάκρυα που δεν έτρεχαν. Έλεγε ότι έκαναν κρίση να πάνε στην Αλαμάνα και δε θα κιοτέψουν μέχρι να γίνει. Μόνο η τύχη έχει δυο κεφάλια. Το έργο για το οποίο έλαβαν την απόφαση, αν έφευγε έστω και μία τους, η απόφαση δε θα ήταν από κοινό νου. Οι γυναίκες της δήλωσαν ομόφωνα σύμφωνες. Στην στιγμή ξύπνησε μια γριά που την είχε ζαλωθεί μια νεότερη και ψήφισε κι αυτή μουρμουρίζοντας πως είδε στον ύπνο της και στ’ όνειρό της ένα φίδι με φτερά και δυο κεφάλια, το χτύπαγε, το ξαναχτύπαγε μα αυτό έπεφτε πάνω τους. Φτάσαμε στον Σπερχειό που ήταν μόνο ήχος. Πέσαμε στο νερό να περάσουμε τον ποταμό πιασμένες, το ρεύμα έτυχε να είναι ήρεμο και μας έσυρε αργά απέναντι. Βγήκαμε και ήμουν ξυπόλητη νιώθοντας ξανά κάτι χαμένο ακόμα και κάτω από τα πέλματά μου τους σπόρους στο χώμα.

Εκεί ήταν οι Τούρκοι μαζί με τους πεσλήδες και τους μπουλαμπασάδες. Δε μας άφησαν να κάνουμε βήμα. Όμως ακούγαμε τη φωνή που έλεγε πως είναι η μάνα του Διάκου. Θα χάσει τα λογικά της η καψομάνα, είπε η Μαριώ, και έσπρωξε τρεις πεσλήδες ανοίγοντας χώρο. Έβλεπα τη μάνα του Διάκου να γυρίζει από δω κι από κει. Δυο άντρες την κυνηγούσαν. Ο ένας την έσπρωξε κι έπεσε κάτω. Σέρνοντας τα χέρια της στη γη ούρλιαξε να πάνε τον γιο της στο δικαστήριο. Τότε, ο άντρας έπιασε τα χέρια της και τα ‘στριψε πίσω. Ο άλλος πήγε να της δέσει τα μάτια αλλά η μάνα τινάχτηκε πάνω, οι άντρες σάστισαν από την βροντερή φωνή της που έλεγε, Τι μέρα είσαι εσύ; Πιάσε βοριά, χαλάζι, χιόνι! Ήλιε, γιατί κάνεις ήλιο! Ήλιε, κρύψου! Στην στιγμή δύο κοντοί γεροδεμένοι έριξαν τον γιο της μπρούμυτα με δεμένα τα χέρια του πίσω. Η Μαριώ που ήταν χειροδύναμη έτρεξε και πήρε τη μάνα από εκεί όταν ό ένας από αυτούς που είχαν μπρούμυτα τον Διάκο κάθισε πάνω του. Ένας τρίτος, γύφτος, κρατούσε την ξύλινη σούβλα. Ένας τέταρτος κοντός και ωμός έφερε τη σιδερένια σφύρα. Ο γύφτος μόλις έσκυψε πίσω από τον Διάκο. ΩωωουΑ! Τι στέκεστε έτσι γυναικούλες με μισή καρδιά, θ’ αφήσουμε το παλικάρι μου να το κατασπαράξουν, έχουμε δόντια, έχουμε νύχια. Πού το χρωστάμε; Φώναξε σπαραχτικά η μάνα του Διάκου.
Ακούστηκε μια σφυριά.

Ωχ! ούρλιαξε η μάνα ότι έχει το καλό του πουκάμισο με τα χρυσά κουμπιά να του φορέσει, να του ξεπλέξει τα μαλλιά του, χτυπιόταν στο σώμα της Μαριώς που δεν την άφηνε φωνάζοντας δυνατά προς τις άλλες, Ορμάτε τους, γυναίκες ψυχωμένες! Με απόφαση δεν ήρθαμε εδώ!
Μαριώ, άλλα παιδιά εμείς θα κάνουμε, αν χάσουμε την πατρίδα άλλη δεν θα ‘χουμε, φώναξε η μάνα του Οδυσσέα.
Ω! Ως πότε οι σκοτωμοί, πήρε το λόγο η Αγγελική,φτάνει!
Ακούστηκε άλλη σφυριά.
Επικρατούσε άκρα ησυχία. Ύστερα οι γυναίκες κοίταζαν η μία την άλλη κι αμέσως ο ήχος απ’ τα φουστάνια τους που παραμέριζαν για να εμφανιστεί η Πανάγιω. Με το βρέφος στο βυζί. Πέταξε το βρέφος πίσω βγάζοντας απ’ τον κόρφο της το σπαθί.

Βιογραφικό
Η Μάρτυ Λάμπρου γεννήθηκε στη Λιβαδειά Βοιωτίας και ζει στην Αθήνα.
Σπούδασε παιδαγωγικά. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα βιβλία της
“Με λυμένο χειρόφρενο” (ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2014, ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΗ,
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ, Βραχεία λίστα THE ATHENS PRIZE FOR LITERATURE, περ.
(ΔΕ)ΚΑΤΑ 2014) και “Ενοικιάζεται το παρόν” (Μικρή Λίστα των
«Λογοτεχνικών Βραβείων του Αναγνώστη 2017».