Με την Τζουμερκιώτικη λαλιά

Ο οργωτής σκωμαΐδα

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Είναι μερικές φορές που σού τυχαίνουν κάτι λαχεία και πραγματικά την όσο δύσκολη κατάσταση κι αν βρίσκεσαι, σού την ομορφαίνουν. Θέλω να πω ότι κάποτε κάποτε τυχαίνει να συναντήσεις ανθρώπους οι οποίοι με τον τρόπο τους, τη συμπεριφορά τους, ενίοτε και την άγνοιά τους και τα ευφυολογήματά τους, σού απαλύνουν τον πόνο και σού ομορφαίνουν τη ζωή.

Έτυχε πρόσφατα να νοσηλευθώ σε Νοσοκομείο των Αθηνών προκειμένου να υποβληθώ σε εγχείρηση ουρολογικής φύσεως. Η νοσηλεία διήρκησε δύο ακριβώς ημέρες. Την τρίτη ημέρα το πρωί πήρα το εξιτήριο και … «στο σπίτι». «Την έβγαλα» τόσο ωραία και γέλασα τόσο που δεν θυμάμαι να μού έτυχε τέτοιο περιστατικό που να γέλασα και να ψυχαγωγήθηκα τόσο. Κυριολεκτώ.
Στο θάλαμο νοσηλείας ήμασταν τρεις άντρες. Και οι τρεις με προβλήματα ουρολογικής φύσεως. Ο κύριος Βαγγέλης, ένας σοβαρός, λιγομίλητος και ευγενής κύριος, εγώ και ο μπάρμπα Νίκος, παλιός οικοδόμος, ογδόντα έξι ετών, «ου, έκτισα εγώ τη μισή Αθήνα». Αυτό έλεγε συνεχώς. Δουλεμένος άνθρωπος. Φαινόταν από το πρόσωπό του και οι παλάμες του ήταν πολύ σκληρές. Είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους το φτυάρι και το μυστρί.

Μού ζήτησε να πάρει το ακριανό κρεβάτι, γιατί στη μέση του ‘ρχονταν αχαμνά, ένιωθε αγκούσα και θα γκοσομανούσε όλη νύχτα. Του παραχώρησα τη θέση ευχαρίστως και για έναν παραπάνω λόγο. Κατάλαβα ότι ήταν Ηπειρώτης. Η γενέτειρα λοιπόν μας έκανε μέσα σε λίγες ώρες δυνατά φιλαράκια. Είπαμε και τι δεν είπαμε. Ήρθαν και τα αγόρια του και δυο νύφες που τον κοίταζαν στα μάτια. Το βράδυ άρχισε η εξομολόγηση. «Άκου να σ’ πω. Η νύφη είναι νύφ’. Άμα την αφήσ’ ο άλλος αΐγγλωτ’, θα βατευθεί στο φτερό και σύ θα σκούζεις κι ο άλλος θα πίν’ τα σιορόπια».

Το πρωί, όταν «πέρασαν» οι γιατροί για να μας δώσουν οδηγίες είδα να γουρλώνουν τα μάτια του μπάρμπα Κώστα και να κατακοκκινίζει ολόκληρος. Η αιτία; Στην ιατρική ομάδα ήταν και μια γυναίκα. Δεν το θεώρησε απλά απαράδεκτο, αλλά και ανίερο. «Ντροπή της. Παντρεμένη γυναίκα και βλέπ’ τα παπάρια του καθενός;» Όσο κι αν προσπαθήσαμε να τον πείσουμε, αυτός είχε κολλήσει για τα καλά. «Α, πα, πα. Σόδομα και Γόμορα. Κι όταν πηγαίν’ στο σπίτ’, τι λέει στον άντρα της; Για το χαμπέρ’ του καθενός; Αφύσ’κα πράματα αυτά. Θα μας αποδοκιμάσ’ ο Θεός». Σήκωνε τα μάτια του προς τον ουρανό και εδέετο: «Σχώρα με Παναγία μ’».

Ώσπου ήρθαν οι νοσοκόμοι κι ένας ένας πήγαινε χειρουργείο. Πέρασε και το απόγευμα, χειρουργημένοι όλοι στο θάλαμο, μας πρόσεχαν, μην πονάμε, μην κοιμηθήκαμε πολύ, μην «πήραμε» λίγο οξυγόνο, τόσο που νιώθαμε άσχημα όλοι μας. Ξημέρωσε, μας έφεραν τα χάπια και περιμέναμε τους γιατρούς για το φευγιό μας. Περιμέναμε κάμποσο. Ώρα δέκα και μισή έρχεται ολόκληρο το επιτελείο. Μοιράστηκαν σε τρεις ομάδες. Δύο τρία άτομα η κάθε ομάδα. Στον μπάρμπα Κώστα ήταν επικεφαλής η γυναίκα. Όταν την είδε, έγινε άλλος άνθρωπος.

Μόλις η γιατρός τράβηξα την κουβέρτα, αυτός τουρμπίστηκε.
-Τι κάν’ς εκεί; Ντροπή σ’.
Η γιατρός συνέχισε τη δουλειά της.
-Ρε, μη τραβάς την κουβέρτα. Θα βγει όξω ο μαστράβελος.
-Τι είναι αυτό μπάρμπα;
-Τι είναι αυτό; Ο Βεζούβιος είναι. Άμα εκραγεί θα σ’ πω εγώ τι είναι.
-Καλά, καλά. Άσε να κάνω τη δουλειά μου.
-Και τι είναι η δουλειά σου, ναβγάζεις στο σιάδ’ τον μαστράβελο του καθενός;
Η γιατρός συνέχισε τη δουλειά της και με μια απότομη αλλά σταθερή κίνηση τράβηξε και έβγαλε τον καθετήρα από τον μπάρμπα Κώστα. Πόνεσε ο άνθρωπος, φυσικό είναι, το πάθαμε και μείς. Εκεί ήταν που γέλασε όλο το νοσοκομείο.

-Ουχ, μάνα μ’. Αυτή δεν είναι γ’ναίκα. Αυτή άμα σε βάλ’ κάτ’ θα σ’ μαζέψ’ τα κόκαλα στον ντρουβά.
Τον ρώτησε μόνο.
-Τι είναι ο ντρουβάς μπάρμπα;
-Τι να σ’ κάνω, έτσ’ που μού τον κάνατε τον Θεμιστοκλή, θα σού ‘λεγα εγώ κανονικά. Θα σ’ έκανα εγώ να θέλ’ς καζάν’ για να μαζώξεις τα σιορόπια. Δεν έφτανε ο ντρουβάς. Αλλά έχ’ς τυχερό που ο οργωτής είναι σκωμαΐδα…
Οι περισσότεροι δεν πολυκατάλαβαν. Ένας νεαρός γιατρός παρατήρησε ότι γελούσα συνεχώς. Μού ζήτησε μετάφραση. Δεν πίστευαν στα αφτιά τους…
(ίγγλα: ζώνη για το δέσιμο του σαμαριού στο ζώο)