ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΣΣΑ

Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου

Μια κόρη Τζουμερκιώτισσα δεν δένει το μαντήλι,
στα σταυροδρόμια θέριζε όλο το μεσημέρι.
Κι εγώ επερνοδιάβαινα στο γρίβα καβαλάρης.
Κοντικρατώ το γρίβα μου και την καλημερίζω.
Γεια σου, χαρά σου κόρη μου, καλώς τον τον λεβέντη.
Κόρη μου το μαντήλι σου μου καίει την καρδιά μου.
Και μένα το μουστάκι σου μου τρώει τα σωθικά μου.
Πάαινε να δέσεις τ΄ άλογοι κι έλα ν΄ανταμωθούμε.

Ένα ακόμη λησμονημένο δημιούργημα του ποιητή λαού μας, το οποίο παλαιότερα είχε δισκογραφηθεί επιτυχώς. Το τραγούδι έχει δομηθεί στην περιοχή των υπερήφανων Τζουμέρκων και ο βίος του υπερβαίνει τα 200 χρόνια.
Ερμηνευτική και αισθητική προσέγγιση του τραγουδιού:
Κυρίαρχο στοιχείο του τραγουδιού είναι το μαντήλι. Το μαντήλι έχει ενεργή παρουσία στο δημοτικό τραγούδι. Εδώ και εκατοντάδες χρόνια σηματοδοτούσε και συμβόλιζε προσωπικές καταστάσεις για τον άνδρα, που το έφερε κυρίως στην τσέπη του (εσωτερικά ή εξωτερικά) ή την γυναίκα, που το έφερε στο κεφάλι ή στον λαιμό της. Το κεντημένο μαντήλι: Οι πρώτες απεικονίσεις παραστάσεων εμφανίζονται σε άρματα και ιδίως σε ασπίδες και από εκεί πέρασε σε ρούχα (μαντήλια κλπ.).

Ήταν σκηνές του ειρηνικού βίου και όχι του πολεμικού, δηλωτικές της βούλησης των πολεμιστών, να γυρίσουν γρήγορα στην ειρηνική ζωή. «Η βασιλίς» όλων των περιγραφών είναι αυτή της ασπίδας του Αχιλλέα, που έφτιαξε ο Ήφαιστος. Με εμπνευσμένη διασκευή του ο Κώστας Κρυστάλλης δόμησε «το κέντημα του μαντηλιού». Στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας, στίχους 442-617, έχουμε την αποθέωση της ειρήνης και της όμορφης ζωής. «…Βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια επάνω, / βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι, / κι όλα τ’ αστέρια, ως στεφανώνουνε τον ουρανό τρογύρω / … τις νύφες παίρναν απ’ τα σπίτια τους με φώτα, με λαμπάδες / … κι έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ χωράφι, / … Άγουροι εκεί κι ακριβαγόραστες παρθένες είχαν στήσει / χορό, κι ο ένας του αλλού εκρατούσανε πα στον αρμό τα χέρια…».

Στο μαντήλι διαχρονικά οι γυναίκες και ιδίως όσες αγαπούσαν έναν άνδρα, κεντούσαν παραστάσεις από την όμορφη ζωή. Στίχοι της δημοτικής ποίησης επιβεβαιώνουν αυτό: «Πέρα σ’ εκείνη την καρυά, την αστραποκαμένη, / οπόχει στην κορφή σταυρό, στη ρίζα το πηγάδι, / κι έσκυψα να πιω νερό, μα τον άσπρο της λαιμό, / να πιω και να γιομίσω, την καρδιά μου να δροσίσω. / Κι έπεσε το μαντήλι μου, καημόν πούχε τ’ αχείλι μου, / γιε μ’, το χρυσοκεντισμένο, μια χαρά ήταν το καημένο. / Στίντος μου το κεντούσανε, όλο το τραγουδούσανε, / τρίγ’ απάρθενα κοράσια, σαν του Μάη τα κεράσια. / Η μια κεντούσε τον αητό, μαύρ’ είν’ τα μάτια π’ αγαπώ, / γιε μ’ κι η γιάλλη τον πετρίτη, μια Παρασκευή και Τρίτη».

– Το λερωμένο μαντήλι: Αναφέρεται στους ξενιτεμένους. Αυτοί βρίσκονται πολύ μακριά από τις γυναίκες, τις οποίες αγαπούν (σύζυγο, αδελφή, μνηστή, ερωμένη) και οι οποίες θα το έπλεναν. «Γιάννη μου, το μαντήλι σου, τι το ’χεις λερωμένο; / Το λέρωσε η ξενιτειά, τα έρημα τα ξένα. / Πέντε ποτάμια το ’πλυνα κι έβαψαν και τα πέντε…». Σε άλλο τραγούδι για τον ξενιτεμένο, που λείπει χρόνια από το σπίτι του, έχουμε: «…Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου παραγγείλω; / Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, / να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι / τα δάκρυα είναι καυτά και καίνε το μαντίλι».

-Το πλύσιμο του μαντηλιού: Τα ρούχα στα παλαιά χρόνια πλένονταν από τις γυναίκες στις βρύσες ή στα πηγάδια. Εκεί άναβαν φωτιές και ζέσταιναν νερό στα καζάνια. Για καθαριστικό υλικό χρησιμοποιούσαν το σαπούνι ή την αλισίβα (σκόνη από τη στάχτη των ξύλων). Συνήθως πήγαιναν πολλές γυναίκες μαζί και έστηναν συν τοις άλλοις μικρή γιορτή. Όταν εδιάβαινε ένας ξένος άνδρας, συνήθως σταματούσε στη βρύση, για να πιεί δροσερό νερό και να ξεκουραστεί. Έδινε το μαντήλι του στην κόρη που έπλενε τα ρούχα της, να του το πλύνει. Σημειολογικά ήταν ερωτική πρόταση. Εάν η κόρη εδέχετο να πλύνει το μαντήλι, εσήμαινε αυτό αποδοχή της προτάσεως.

Ένα τραγούδι έμμεσης αποδοχής μιας τέτοιας προτάσεως, αλλά στο τέλος πικρής απορρίψεώς της, επειδή η κόρη ήταν παντρεμένη, είναι αυτό «της Γιούλας», που επιχωριάζει κυρίως στην Ήπειρο, είναι δε αρτιότατο και λυρικότατο. «Εξέφεξε η ανατολή και πάει η πούλια γιόμα. / Παίρνω κι εγώ το γρίβα μου και πάω να τον ποτίσω. / Βρίσκω την κόρη που ’πλενε τ’ ανδρός της τα μαντήλια. Σαράντα σίκλους έριξε και στους σαράντα ένα / έκλαψα πικρά για μένα…». Σε μια άλλη περίπτωση ενδοτικότητος γυναίκας για το πλύσιμο του μαντηλιού, έχουμε τη δολοφονία της από τον άνδρα της. Το περιστατικό έχει συμβεί στα χωριά της Βορείου Ηπείρου γύρω στο 1840. Ο Μενούσης, Αλβανός ληστής, διασκεδάζει με τον Μπιρμπίλη, επίσης Αλβανό λήσταρχο και τον Μεμέτ-αγά. Γνωρίζουμε ότι ο Μπιρμπίλης συνελήφθη, δικάστηκε στα Γιάννενα και εκτελέστηκε εκεί απ’ τους Τούρκους γύρω στα 1850. «Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεμέτ-αγάς.

/ Σε κρασόπουλο πηγαίναν, για να φάν’, να πιουν. / «’Κεί που τρώγαν, ’κεί που πίναν και κουβέντιαζαν / κάπως ’πέσαν σε κουβέντα για τις όμορφες. / Όμορφη γυναίκα οπού ’χεις, βρε Μενούση αγά. / Πού την είδες, πού την ξέρεις και την ’μολογάς; / Χθες την είδα στο πηγάδι που ’παιρνε νερό / και της ’ριξα το μαντήλι μ’ και μου το ’πλυνε. / Ο Μενούσης μεθυσμένος πάει τη σκότωσε, / το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαιγε. / Σήκω, ρούσα μ’, σήκω πάπια μ’, σήκω ερωταριά μ’. / Σήκω, ντύσου και χτενίσου κι έμπα στο χορό. / Να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, / να σε ιδώ κι εγώ, ο καημένος, να σε χαίρομαι».

-Το δέσιμο του μαντηλιού: Η σεμνότητα επέβαλλε οι γυναίκες, που φορούσαν μαντήλι να το έχουν δεμένο. Το λυμένο μαντήλι στην γυναίκα ήταν ένδειξη απειθαρχίας και τοτινού προώρου φεμινισμού. Μία τέτοια γυναίκα ήταν και η Μαρία η Πενταγιώτισσα, η οποία πήγαινε ακόμη και στην Εκκλησία με λυμένο μαντίλι. Ακόμη και όταν οι βασιλείς (Όθων και Αμαλία) επισκέφθηκαν την περιοχή της ( Σάλωνα ) και η ξακουστή Μαρία έσυρε πρώτη το χορό.

-Το μαύρο μαντίλι: Ένδειξη πένθους για τις γυναίκες. Σε πολλά τραγούδια χαροντικά ή μοιρολόγια, έχουμε στίχους που αναφέρονται στα μαύρα μαντήλια.
-Κόκκινο μαντίλι: Κόκκινο, το χρώμα της χαράς και του βαθέος έρωτος. Πλείστοι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού σχετικοί με το θέμα αυτό.

-Χρυσό μαντήλι: Το πολύ ακριβό μαντήλι, συνήθως μεταξωτό και ομορφοκεντημένο, χρησιμοποιούμενο σε ειδικές περιστάσεις (αρραβωνιάσματα, γάμος, επιστροφή ξενιτεμένου, καθαρισμός πληγής αγαπημένου κ.ο.κ.). «Αυτά τα μάτια σ’, Δήμο μ’, τα όμορφα, τα φρύδια σ’ τα γραμμένα, / αυτά με κάνουν κι αρρωστώ και πέφτω και πεθαίνω. / Για πάρε Δήμο μ’ το σπαθάκι σου και κόψε το λαιμό μου / και μάσε και το αίμα μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι. / Και πάαιενε, Δήμο μ’ στα εννιά χωριά, στα δέκα βιλαέτια. / Κι αν σε ρωτήσουν τι είν’ εκεί, το αίμα της αγάπης».
Και στο τραγούδι ετούτο η κόρη των Τζουμέρκων εμφαίνεται απείθαρχη και με την συμπεριφορά της συγκρούεται με τις καθεστηκυΐες αντιλήψεις και επισκοπεί διαφορετικά τη ζωή, αναζητώντας διαύλους χαράς.

-“ Στα σταυροδρόμια θέριζε όλο το μεσημέρι”. Οι γονείς απέφευγαν να στέλνουν τις κόρες του για σπορά, σκάλισμα, πότισμα και θερισμό, σε χωράφια τους κοντά στα σταυροδρόμια. Από εκεί περνοδιάβαιναν διαβάτες, ληστές, κοσμογυρισμένοι και υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος ερωτικής συνομιλίας. Εδώ η Τζουμερκιώτισσα κόρη λειτουργεί έξω από τα ειωθότα και ολημερίς θερίζει στα σταυροδρόμια.
-“ Κόρη μου το μαντήλι σου μου καίει την καρδιά μου”. Είναι αξιοσημείωτο ότι τον νέο, ο οποίος αντίκρισε την Τζουμερκιώτισσα κόρη, δεν τον έκαμψε η ομορφιά ή η παρουσία της, αλλά το μαντήλι της, δηλαδή η άρνησή της να το έχει δεμένο. Του άρεσε δηλαδή η εναντίωσή της στις κατεστημένες αξίες και η τάση της για ανεξαρτησία της και απόλαυση της ζωής.

Κατά τα άλλα το τραγούδι αυτό είναι γλυκύτατο, λυρικότατο και βρίσκεται στο αξιακό επίπεδο των καλυτέρων δημοτικών μας τραγουδιών.