«Παρμάρα και διαβολοπαρμάρα»
«Κακκορίζ’κη η νύφη, με παρμάρα το τραΐ, δεν βγαίν’ κούτσκο με τίποτε».
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Η «παρμάρα» είναι η ασθένεια των αιγοπροβάτων που χαρακτηρίζεται από δυσκολία ή αδυναμία ακινησίας των άκρων. Παράλληλα έχουμε και σταμάτημα παραγωγής γάλακτος. Είναι μια ασθένεια που προκαλεί μεγάλες ζημιές στην παραγωγή γαλακτοειδών καθόσον «διακόπτεται το γάλα». Παρουσιάζεται κυρίως στις γίδες και λιγότερο στα πρόβατα. Η θεραπεία σήμερα μπορεί να είναι καθορισμένη, συστηματική και, επομένως αποτελεσματική. Εκείνο τον καιρό λειτουργούσαν με τις «ορμήνιες» («όσοι έφταναν ορμήνευαν») και γι’ αυτό η θεραπεία ήταν δύσκολη και πολλά ζωντανά χάνονταν. «Τα πήρε η παρμάρα. Πάν’ καλλιά τους». Παράωρα τα έκοβαν.
Παράλληλα «παρμάρα» πίστευαν ότι πάθαινε ο άνθρωπος, αν έβγαινε έξω από το σπίτι του, τη νύχτα φρεσκολουσμένος. Οι διαβόλ’ παραμόνευαν και υπήρχε κίνδυνος να τους προκαλέσει και έτσι να κάνουν κακό και να του προξενήσουν «παρμάρα», ημιπληγία, παράλυση. Ακόμα ο κίνδυνος είχε σχέση μην τους δει κανένας «διάβολος» δηλαδή κακός, πανούργος άνθρωπος που τον ακολουθεί το πνεύμα του κακού «και κάνει τη ζημιά». Επιβάλλονταν να ληφθούν διαβολοαπωθητικά μέτρα. Το μόνο διαβολοαπωθητικό ήταν να πασπαλίσουν τα μαλλιά τους με αλάτι. «Λύσσα στην αλμύρα τα έκαναν τα μαλλιά τους». Η ερμηνεία είναι να μην παγώσουν. Ερμηνεία κατ’ αναλογία με το αλάτι που ρίχνουν το χειμώνα στους παγωμένους δρόμους. Εκεί που αλατίζουμε τους δρόμους.
Ο όρος «διαβολοπαρμένος» είχε διπλή σημασία. Αφορούσε αυτόν που «πάρθηκε» από τον διάβολο, διδάχτηκε από αυτόν όλες τις διαβολιές και τις κουτοπονηριές, τις μηχανορραφίες κι όλες τις «διαολοπράξεις», τις οποίες συχνά πυκνά κάνει.
«Διαολοπαρμένος, μια καλή πράξη δεν λέει να καν’». Μοχθηρός, επικίνδυνος και διαολοσατανάς. Παράλληλα ο χαρακτηρισμός αφορά τον τετραπέρατο άνθρωπο, τον πανέξυπνο τον καπάτσο, επιδέξιο και πανούργο. Τη λέξη «διαολοπαρμένος» δεν την έλεγαν για τα παιδιά. Γι’ αυτά είχαν τον όρο «διαολόσπερμα» ή και «διαολόσπαρμα» που σημαίνει η σπορά του διαβόλου (το σπέρμα του διαβόλου) κι ό,τι παράγονταν με τη σπορά αυτή… Ζαγάρ’, σατανάς, διάτανος, παλιοτόμαρο, παλιοτενεκές.
«Αχ, αυτό το παιδάκ’ της Βασίλαινας είναι μισό. Λες και έπαθε παρμάρα». Αυτή ήταν η διάγνωση για κάποιον που δεν ήταν σωματώδης. Επίσης αφορούσε και αυτόν που «δεν παίρνει τα γράμματα». Δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα. «Πού να πάει αυτός για Πανεπιστήμιο. Τον έχ’ πιάσ’ παρμάρα. Μισό είναι». Κι άκουγες χίλια δυο άλλα. «Μπα, είναι τεμπέλης, κοπρίτης σαν τον πατέρα του. Δεν καν’ για τίποτε. Παρμάρα έχ’ το πσλιοκουτάβ’».
Εκεί όμως που κυριολεκτούνταν η έννοια της παρμάρας ήταν επί ατεκνίας. «Κακκορίζ’κη η νύφη, με παρμάρα το τραΐ, δεν βγαίν’ κούτσκο με τίποτε». Πλήρης και αφοπλιστική η διάγνωση.
Μικτό κλιμάκιο από την Ευρωπαϊκή Ένωση κάποτε είχε καταφτάσει στα Τζουμέρκα προκειμένου να καταγράψουν τα επιδοτούμενα γιδοπρόβατα. (Ιταλός, Δανός και τρεις Έλληνες). Ειπώθηκε πως ήταν καρφωτή η υπόθεση, εμείς δεν το πιστεύουμε καθόσον «ξέρουμε» ότι έγραφαν επακριβώς, χωρίς καμιά αλχημεία, τα ζωντανά. Κινητοποιήθηκαν απαξάπαντες. Στο βουνό κλιμάκιο… Τράβηξαν τα πρόβατα στο γκρεμό εκεί όπου «άνθρωπος της πόλης» δεν μπορούσε να πάει. Την άλλη μέρα άρχισε η επιθεώρηση. Πού να φτάσουν οι επιθεωρητές. Από μακριά τα μέτρησαν». Μέτρημα να το κάνει ο Θεός.
Ζήτησαν να δουν, να μετρήσουν και τα άλλα του αλλονού ιδιοκτήτη. Τα είχε απέκια απ’ το βουνό. Θα πήγαιναν την άλλη μέρα. Όλο το βράδυ γινόταν η μεταφορά. Δεν έφταναν όμως. Ήθελαν κι άλλα. Τους πρόκαναν οι ελεγκτές. Ο Βαγγέλης ο τσομπάνος απάντησε: «Τα άλλα τα έχω στην καλύβα κάτω στη σάρα. Έπαθαν παρμάρα».
Ο Ιταλός πονηρός, όταν του μετέφρασαν τα λόγια του μπάρμπα Βαγγέλη, άρχιζε να λέει: «νο παρμάρα. Παλπάρε, παλπάρε». Κι όταν αυτός έμαθε ότι το παλπάρε σημαίνει χουφτώνω αγανακτισμένος φώναξε. «Ε, όχι δεν θα μας βάλουν χέρι οι ξένοι. Εμείς είμαστε σωστοί. Έχουμε καθαρό το κούτελο. Εγώ παρμάρα είπα…» Στο τέλος όμως το παραδέχτηκε. «Οι Ιταλοί είναι ίδιοι αταλαβαιμε μας!!!»