«Σκουπίζ’ η νύφ’»

Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος

«Κατούρ(η)σε η νύφ’, σχόλασε ο γάμος». Εννοούσαν, όπως έλεγαν το τέλος της γαμήλιας τελετής. Βάρεσαν σχόλασμα τα βιολιά, ε, τότε ο καθένας στο σπίτι του. Έφυγαν δηλαδή όλοι κατά το κονάκι τους. Προηγήθηκε φυσικά ο αποχαιρετισμός με έντονη συναισθηματική φόρτιση,-τραγούδια, φιλιά και σκουσμό- και έμειναν, όσοι έμειναν, στο σπίτι. Αυτοί λέγονται «σπιτίσιοι». Ξημέρωσε η Δευτέρα «ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».

Και βέβαια δεν μιλάμε για ύπνο της νύφης. Όχι ύπνο αλλά ούτε για λεπτό καθισιό. «Το απαγόρευε το πρωτόκολλο». Είχε ακόμα δουλειά. Πολλή δουλειά. «Είχε μαλλί ακόμα να ξάν’». Έπρεπε να αποδείξει την νοικοκυροσύνη της. Και σ’ αυτό δεν χωρούσε καμιά αναβολή. Αν ήταν κουρασμένη; Δικό της το πρόβλημα. Δεν μπορούσε ούτε να το σκεφτεί. Νύφ’ ήταν… Όφειλε να αποδείξει την νοικοκυροσύνη της. Και ο κανόνας ήταν απόλυτος. Δεύτερος λόγος δεν χωρούσε!

Ειδικότερα η νοικοκυροσύνη της θα φαινόταν από το σκούπισμα. Ανάλογα με την εποχή. Αν ήταν Άνοιξη ή Καλοκαίρι θα σκούπιζε την αυλή, αν ήταν χειμερινοί μήνες σκούπιζε το εσωτερικό του σπιτιού. Υπήρχαν και περιπτώσεις που την έβαζαν τη νύφη να σκουπίσει ολόκληρο το αλώνι! Δείγμα λοιπόν της νοικοκυροσύνης της. Στο σημείο ακριβώς άλλαζε ο ρόλος της. Δεν ήταν απλά η νύφη. Ήταν η νοικοκυρά. Απαξάπαντες έπρεπε να διαπιστώσουν-ιδίοις όμμασι- τις ικανότητές της. Και το μάτι το είχαν γαρίδα για όλες τις κινήσεις της νύφης. Άτεγκτοι κριτές. «Ετούτο τόκανε καλά, το άλλο το πίστρωσε απλά και το τρίτο το γόμωσε με τη στάχτ’».

Εκεί στο αλώνι ήταν όπου «τράβαγε των παθών της τον τάραχο». Δεν έφτανε το σπίτι, ήθελαν να έχουν μεγάλα απλωσιά, απλωταριά ολόκληρη, για να είναι σίγουροι για την νοικοκυροσύνη της. Μην σφάλλουν. Έτσι, «για να της τινάξουν τα πέταλα στον αέρα!», όπως έλεγαν. Τι στάχυα να μαζέψεις και πώς να τα μαζέψεις. Αυτό δεν είχε σημασία. Επιβάλλονταν να διαπιστωθούν οι ικανότητες σκουπίσματος της νύφης. Κι άρχιζε ο πόλεμος. Ρίξε σκουπίδια, μάζεψέ τα νύφη, ξαναρίξε από πίσω απ’ τη νύφη για να γυρίσει. Και φτου από την αρχή.

Μιλάμε για ένα έθιμο που από το 1950 χάθηκε. Το έσβησε πλέον ο χρόνος… Βάρβαρο; Ανάλογα. Αν είχε την αποκομιδή του, το κέρδος, έβγαζε δηλαδή η νύφη το κατιτίς, γέμιζε η τσέπη της ποδιάς της, ήταν καλό. Πολύ καλό. Οικονομικό το όφελος; Και κωλοτούμπες έπρεπε να κάνει η νύφη. Διαφορετικά; Άστα να πάνε… Να ήταν μόνο αυτό!!!
«Το νερό στο σπίτ’». Δεν έφτανε που τη Δευτέρα «η νύφ’ έπρεπε να μαζέψ’ όλα τα σκούπρα», μόλι; Τέλειωνε από αυτή τη δουλειά έπρεπε με τη βαρέλα και το τσουκάλι στο χέρι να πάει στη βρύση, «να φέρει νερό στο σπίτ’».

Το νερό αυτό ήταν «άκρεντο», δηλαδή η νύφη κατά τη διαδρομή από το σπίτι στη βρύση και από τη βρύση στο σπίτι δεν έπρεπε «να μιλήσει με κανέναν», όποιος και να της μίλαγε στο δρόμο «ίτς κρίσ’» αυτή. Τη βαρέλα την έβαζε στη θέση της, το τσουκάλι με το νερό το έδινε στην πεθερά, που περίμενε όρθια στην πόρτα του σπιτιού. «Κέρασμα». Η πεθερά έριχνε το νόμισμα ως ανταπόδοση και έπινε νερό από το τσουκάλι, ενώπιον όλων των παρευρισκομένων. Από δω και πέρα τις δουλειές τις αναλαμβάνει η νύφη και η πεθερά θα επιβλέπει. Λέμε τώρα. Θα επιβάλλει, αν λέγαμε, θα ήταν πιο δίκαιο.