ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

(ένα κείμενο Ορθόδοξης Κατήχησης)

Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου(χημικού-βιοχημικού)

Εισαγωγικά.
Το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου του βρέφους Αρτινών γονέων, πριν λίγες μέρες, είχε ως αποτέλεσμα αφενός μεν όλη η Ελλάδα να έχει στρέψει το βλέμμα και το ενδιαφέρον της στην Άρτα, αφετέρου δε να δημοσιευτούν διάφορα τόσο στον τοπικό όσο και στον Αθηναϊκό έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Φανερά σοκαρισμένη η τοπική κοινωνία ήρθε αντιμέτωπη με το πρόβλημα του θανάτου και μάλιστα ΑΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ. Είναι δε φανερό ότι απροετοίμαστοι βρέθηκαν και οι ιθύνοντες εκκλησιαστικοί, που προτίμησαν να μεριμνούν και να τυρβάζουν περί αλλότριων, παρά να διατυπώσουν ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΟ και ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ ΛΟΓΟ.Αρκέστηκαν μόνο στη υπόδειξη της νεκρώσιμης ακολουθίας που λέγεται σε τέτοιες περιπτώσεις και σε τίποτε άλλο.Έτσι τελικά την σκυτάλη της ενημέρωσης και της κατήχησης την πήραν οι διάφοροι στα πάνελ των τηλεοπτικών εκπομπών και διαμόρφωσαν στο χριστεπώνυμο πλήρωμα γνώμη δημοσιογραφίσκοι που απέδειξαν ότι είναι άσχετοι με την ορθόδοξη θεολογία του θανάτου. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τα σχετικά θεολογικά θέματα που ανέδειξε αυτή η τραγωδία,ευχόμενοι συγχρόνως: «υπέρ του διαφυλαχθήναι (…) από οργής, λοιμού, λιμού, σεισμού, καταποντισμού, …………και αιφνιδίου θανάτου…».

Η ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Είναι γνωστό, ότι στην Εκκλησία μας η Ακολουθία της ονοματοδοσίας του παιδιού γίνεται ΤΗΝ ΟΓΔΟΗ ΗΜΕΡΑ από την γέννησή του και δεν έχει καμία σχέση με το Μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο γίνεται, ώστε το παιδί,που φέρει ήδη το όνομά του, να εισέλθει στο σώμα της Εκκλησίας.
Ονοματοδοσία καλείται η Ιερή Ακολουθία που τελείται συνήθως στον Ναό κατά την ΟΓΔΟΗ ΗΜΕΡΑαπό τη γέννηση του παιδιού και με την παρουσία του.
Η ακολουθία αυτή περιλαμβάνεται στο Μέγα Ευχολόγιο της Εκκλησίας. Η πράξη αυτή της Εκκλησίας στηρίζεται στα όσα έγιναν την όγδοη ημέρα στο βρέφος Ιησού Χριστό, ο οποίος υπέστη τότε την περιτομή και «εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς »(Λουκ. 2. 21).
Η ονοματοδοσία δεν είναι μια απλή ληξιαρχική πράξη. Είναι εκκλησιαστική πράξη με την οποία δίνοντας Όνομα στο παιδί δοξολογούμε το Θεό για την ευεργεσία του.
Η εκλογή της όγδοης ημέρας, ως της ημέρας της ονοματοδοσίας έχει βαθύτερη θεολογική σημασία. Τοποθετώντας η Εκκλησία την ονοματοδοσία κατά την ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ επιθυμεί να καταστήσει το βρέφος κοινωνό της πληρότητας του Χρόνου της Βασιλείας Των Ουρανών πριν τη βάπτισή του. Έτσι το βρέφος γεύεται την όγδοη ημέρα της γέννησής του ως ημέρα πέρα από το χρόνο, πέρα απ ‘το επτά, ως συμμετοχή στην ανέσπερη ημέρα της Βασιλείας. Με την ακολουθία της ονοματοδοσίας η Εκκλησία θεωρεί το οκτώ ημερών βρέφος, ως oλοκληρωμένο άνθρωπο και το όνομα του δίνει Ταυτότητα Ως ΠΡΟΣΩΠΟ και διαβεβαιώνει μοναδικότητά του.

Η ακολουθία της ονοματοδοσίας τελείται στο νάρθηκα του Ναού, όπου το παιδί το υποδέχεται ο ιερέας. Το παιδί εισάγεται στο νάρθηκα από τον πατέρα ή άλλο συγγενικό ή όχι πρόσωπο, πάντως όχι από τη μητέρα, η οποία για πρώτη φορά θα βγει από το σπίτι της την τεσσαρακοστή ημέρα. Σε περίπτωση απουσίας τέτοιου προσώπου, τότε η ακολουθία τελείται στο σπίτι του παιδιού. Η τέλεση της ακολουθίας την όγδοη ημέρα έξω από τον κυρίως Ναό γίνεται, διότι το παιδί θα πρωτοεισέλθει σ ‘αυτόν την τεσσαρακοστή ημέρα, οπότε θα γίνει και ο εκκλησιασμός του.
Η λαϊκή αντίληψη, ότι η ονοματοδοσία συνδέεται με το μυστήριο του βαπτίσματος ή ότι ο ανάδοχος χαρίζει το όνομα στο παιδί, με συνέπεια να θεωρείται, ότι το παιδί δεν έχει όνομα μέχρι να βαπτισθεί και ότι το λαμβάνει κατά τη βάπτισή του ή η συνήθεια να δίδονται κατά το βάπτισμα περισσότερα ονόματα έλκουν την προέλευσή τους από τον Παπισμό, είναι ξένα προς τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έχουν μεταφυτευθεί στον Ορθόδοξο χώρο, κυρίως λόγω της έλλειψης ποιμαντικής του πληρώματος της Εκκλησίας μας από τη Διοίκησή της.
Επειδή όμως η ακολουθία της ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑΣ έχει ατονήσει, το όνομα δίνεται με τον σαραντισμό του βρέφους.

Το βαπτισμένο και το αβάπτιστο νήπιο
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως νήπιο «λέγεται ο παις ο έχων ηλικίανμικροτέραν και του ΕΒΔΟΜΟΥ (7ου) ΕΤΟΥΣ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥ.(Μ.Ευχολόγιο).
Η διάκριση του βαπτισμένου παιδιού από το αβάπτιστο είναι συνήθης στα εκκλησιαστικά κείμενα, με την προτεραιότητα να δίνεται σαφώς στο πρώτο, το οποίο θεωρείται μέλος της Εκκλησίας και πλέον μη φορέας του προπατορικού αμαρτήματος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμα και η εκκλησιαστική κήδευση του αβάπτιστου παιδιού αντιμετωπίζεται από τον Ορθόδοξο κόσμο ως ένα ιδιαίτερο ζήτημα, ενώ στην Ελλάδα επετράπη μόλις το έτος 2001.(Εγκύκλιος της Διαρκούς Ιεράς Συνοδού υπ. αρ. 2716/3-7-2001, Περί ταφής αβαπτίστου τέκνου).
Θα αναφέρουμε τρεις σχετικές Πατερικές τοποθετήσεις καθώς και τη νεότερη επεξεργασία του θέματος.

α) Η κρατούσα πεποίθηση για τη θέση των θανόντων αβάπτιστων παιδιών εκφράζεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο (329-390), ο οποίος τα τοποθετεί σε μια μέση κατάσταση, αξιολογώντας την αθωότητά τους, αλλά και το γεγονός ότι δεν έχουν δεχθεί τη σφραγίδα του βαπτίσματος «…όσοι δεν ήταν άξιοι του βαπτίσματος στην παιδική ηλικία, δεν θα δοξαστούν, ούτε θα τιμωρηθούν από τον δίκαιο Κριτή, γιατί, αν και δεν σφραγίστηκαν, δεν είναι κακοί, και οι ίδιοι… Διότι δεν είναι ήδη άξιοι τιμής όλοι όσοι είναι ανάξιοι τιμωρίας, όπως δεν είναι ήδη άξιος τιμωρίας καθένας που είναι ανάξιος τιμής» (Σκ. επί του Αγίου Βαπτίσματος, – μέρος 3, σελ. 242-243, έκδ. 1889)
β) Στο αμφιβαλλόμενο έργο του Αγίου Αθανασίου «Διδασκαλία προς ΑντίοχονΔούκαν» εφαρμόζεται μόνο για τα βαπτισμένα η διαβεβαίωση του Χριστού ότι η βασιλεία των ουρανών ανήκει στα παιδιά. Για τα αβάπτιστα και για τα παιδιά των μη Χριστιανών υιοθετείται η συνήθης άποψη περί της μέσης κατάστασης• «τα δε αβάπτιστα και τα εθνικά ούτε εις βασιλείαν εισέρχονται, αλλ’ ούτε πάλιν εις κόλασιν• αμαρτίαν γαρ ουκ έπραξαν».
γ) Ο πατριάρχης Αντιοχείας άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης (6ος αι.) στο έργο του “Ερωτήσεις και Αποκρίσεις” θέτει την 81η ερώτηση: «Πού λέγομεναπέρχεσθαι τα παιδία τα άκακα, πενταετή ή τετραετή, Ιουδαίων, και αβαπτίστων, εις κρίσιν ή παράδεισον;»… Καταλήγει δε, ότι τα αβάπτιστα των μη Χριστιανών δεν πηγαίνουν στην κόλαση, χωρίς βεβαίως να διερωτάται για το αν μπορεί να πηγαίνουν στον Παράδεισο. Βασίζει τη θέση του τόσο στην αθωότητα, όσο και στη σημασία της ατομικής ευθύνης, η οποία, επειδή δεν υπάρχει στα παιδιά, που δεν επέλεξαν να πεθάνουν αβάπτιστα, δεν είναι δίκαιο να τα καθορίζει σε κανένα επίπεδο. Το πνεύμα του αγίου Αναστασίου, αλλά και της εκκλησιαστικής σκέψης γενικότερα, διαπνέεται από την ομολογία της αδυναμίας του ανθρώπου να προδικάσει την κρίση του Θεού, στον οποίο ανήκει η τελική απόφαση για τα αβάπτιστα παιδιά.

Επεξεργασία του ζητήματος επιχειρήθηκε και στα νεότερα χρόνια, με μια όμως ομολογουμένως μετατόπιση της επιχειρηματολογίας. Η απόρριψη των αβάπτιστων παιδιών από τον παράδεισο θεωρείται δεδομένη, με έμφαση στην αιτία της απόρριψης. Ως αίτια ορίζεται ο ρύπος του προπατορικού αμαρτήματος, που δεν ξεπλύθηκε με το βάπτισμα.
Η θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλου Στ’ (1769- 1821) και της περί αυτόν συνόδου του 1815 είναι ενδεικτική. Τα θανόντα αβάπτιστα νήπια «καίτοι ου κολάζονται, ως προαιρετικής αμαρτίας καθαρεύοντα, της γε μην ουρανίου βασιλείας ουκ αξιούνται, ως μη καθαρθέντα δια του θείου λουτρού από του ρύπου της προπατορικής αμαρτίας και μη τυχόντα της πνευματικής αναγεννήσεως».(Κωνσταντίνος Οικονόμος, Κατήχησις, Θέμιδος, Αθήνησι 1868, σσ. 14-15).
Ο Χρήστος Ανδρούτσος (1869-1935) στην Δογματική του -όπως και ο Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886-1977) που τον επαναλαμβάνει – υιοθετεί την παραπάνω αντίληψη και σημειώνει ότι τα αβάπτιστα νήπια «αποκλείονται της ουρανίου βασιλείας ως ένοχα του προπατορικού αμαρτήματος, δεν τιμωρούνται δε και δια θετικών ποινών, ή τιμωρούνται εν ελαχίστω μέτρω»( (X. Ανδρούτσος, Δογματική της Ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, Αστήρ, Αθήναι 19924, σ. 328).

Θα επιχειρήσουμε ένα σύντομο σχολιασμό στις προϋποθέσεις που δημιουργούν την αμφιβολία για τη σωτηρία του αβάπτιστου παιδιού, οι οποίες μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής:
Κατ’ αρχάς υιοθετείται η αντίληψη τού προπατορικού αμαρτήματος ως ρύπου που ξεπλένεται αυτόματα με το βάπτισμα, και δεύτερον εκφράζεται η εκκλησιολογική πεποίθηση ότι μόνον μέσα στα κανονικά όρια της Εκκλησίας, η οποία χορηγεί το μυστήριο του βαπτίσματος, είναι εφικτός ο ασφαλής λόγος για τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου, οπότε και του νηπίου.
Αναφορικά με το προπατορικό αμάρτημα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η πατερική θεολογία δεν το αντιμετωπίζει ως ενοχή και ρύπο που ξεπλένεται ακούσια, αλλά ως νόσο και απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό.
Επίσης η πατερική επεξεργασία του θέματος τονίζει τη λειτουργία, αλλά και την αξία του αυτεξουσίου του ανθρώπου. Ο Αδάμ αμάρτησε γιατί χρησιμοποίησε το αυτεξούσιο, την ελευθερία δηλαδή να επιλέγει ακόμα και το να ζει χωρίς τον Δημιουργό του. Το αυτεξούσιο μάλιστα, που επέτρεψε στον Αδάμ να αμαρτήσει, θεωρείται προτέρημα και όχι μειονέκτημα, αφού αποτελεί στοιχείο της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του. Η αξία του αυτεξουσίου, που προβάλλεται ιδιαιτέρως και στον περί βαπτίσματος λόγο της Εκκλησίας, είναι αυτή που θέτει εν αμφιβάλω θέσεις για ακούσιους μολυσμούς του παιδιού, οι οποίοι καθαίρονται ομοίως ακούσια και αυτόματα μέσω των μυστηρίων.

Το δεύτερο επίπεδο του ζητήματος είναι αμιγώς εκκλησιολογικό. Ο αποκλεισμός από τη βασιλεία του Θεού αβάπτιστων παιδιών στοχεύει στο να καταδείξει την Εκκλησία ως τον ασφαλή και μοναδικό τόπο άσκησης της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Ο τονισμός αυτής της αποκλειστικότητας εκφράζει μια εκκλησιολογία που εισηγείται ότι εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, όπως είχε επισημάνει -σε άλλη βέβαια συνάφεια – ο άγιος Κυπριανός Καρθαγένης (210-258).
Ο αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου, άγιος Γρηγόριος Νύσσης, σε ειδικό έργο με τίτλο «Περί νηπίων που άρπαξεν πρόωρα ο θάνατος», δηλώνει ευθέως ότι τα νήπια, καθώς δεν έχουν διαπράξει κανένα κακό, τίποτα δεν τα εμποδίζει να συμμετέχουν στο Φως του Θεού. ” Το βρέφος που δεν έχει πειραστεί στο κακό, αφού καμία αρρώστια δεν εμποδίζει τα πνευματικά του μάτια στην κοινωνία του Φωτός, παραμένει σε φυσική κατάσταση, χωρίς να χρειάζεται κάθαρση για να αποκαταστήσει την υγεία του, γιατί στην αρχή δεν έλαβε αρρώστια στην ψυχή του.Γράφει ο Θεοφάνης ο Εγκλειστος: Και τα παιδιά είναι όλοι οι άγγελοι του Θεού. Οι αβάπτιστοι πρέπει να αφεθούν στο έλεος του Θεού. Δεν είναι θετοί γιοι ή θετές κόρες του Θεού. Επομένως, γνωρίζει τι και πώς να καθιερώσει σε σχέση με αυτά. Οι δρόμοι του Θεού είναι άβυσσος.

Ο Ιερομόναχος Αρσένιος( Άθως -19Ος αιώνας), γνωστός για την ασκητική του ζωή, όταν ρωτήθηκε για την τύχη των αβάπτιστων μωρών, απάντησε: Σχετικά με τα μωρά, για τα οποία καλείστε να μάθετε από εμάς, μπορούμε να πούμε ότι όσα βαπτίστηκαν . θα χαίρονται με το βάπτισμα και θα είναι ευλογημένοι στον ουρανό για πάντα, ακόμα κι αν έχουν λάβει έναν ακούσιο θάνατο. Δεν πρέπει όμως κανείς να απορρίψει εκείνα τα μωρά που γεννήθηκαν νεκρά, ή δεν πρόλαβαν να βαφτιστούν: δεν φταίνε που δεν έλαβαν τον Αγ. βάπτισμα και ο Επουράνιος Πατέρας έχει πολλές κατοικίες … Οι γονείς μπορούν να προσεύχονται γι ‘αυτούς με πίστη στο έλεος του Θεού».
Η άποψη για την ευλογημένη μοίρα των αβάπτιστων μωρών ανήκει στην περιοχή της «συμφωνίας των πατέρων» (Consensuspatrum) και η μόνη φωνή εναντίον της πλειοψηφίας ήταν η γνώμη του μακαριστού Αυγουστίνου, ο οποίος πίστευε ότι τα νεκρά αβάπτιστα μωρά κληρονομούν αιώνιο μαρτύριο.(αυτά πιστεύουν οι παπικοί).
Στο βιβλίο«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΛΟΓΟΙ Δ΄, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ» αναφέρεται η εξής διήγηση του Αγίου Παϊσίου. «Ένας μοναχός στον Άγιον Όρος ήταν από ένα χωριό που βρισκόταν στο βουλγαρικό έδαφος και υπήρχαν εκεί πολλοί αβάπτιστοι. Μου είπε λοιπόν, ότι, όταν ήταν λαϊκός και ακόμη αβάπτιστος, είδε στον ύπνο του το ανηψάκι του, που είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, να είναι έξω από ένα πολύ όμορφο περιβόλι και να κλαίει. Μέσα στο περιβόλι ήταν πολλά παιδάκια που έπαιζαν χαρούμενα. «Γιατί δεν πας κι εσύ μέσα;» το ρώτησε. «Πώς να πάω μέσα; Εγώ είμαι αβάπτιστο», απάντησε εκείνο. Μετά από αυτό πήγε αμέσως και βαπτίστηκε ο ίδιος και ύστερα διηγήθηκε στον παπά το όνειρο που είδε. Έτσι, οικονόμησε ο Θεός για να καταλάβουν και οι άλλοι τι αξία έχει το βάπτισμα. Έπειτα άρχισαν να βαπτίζουν τα παιδιά τους σ’ εκείνο το χωριό».

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε χαρακτηριστικά: «Καλύτερα να πεθάνουν χίλια παιδιά βαπτισμένα παρά ένα αβάπτιστο», τονίζοντας έτσι την σημασία του μυστηρίου του βαπτίσματος, ως το μυστήριο που σηματοδοτεί την ανάκληση του Αδάμ (ανθρώπου) από τη φθορά κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Το ενδεχόμενο να βαπτίζονται νεκρά βρέφη, να ονομάζονται και να μνημονεύονται οι αβάπτιστοι στη λειτουργία δεν συζητείται, γιατί ο Κύριος διέταξε τους Αποστόλους να βαφτίζουν ζωντανούς ανθρώπους και όχι νεκρούς (Μάρκος 16:16), γιατί πώς μπορεί ένα άψυχο πτώμα να ακούσει ένα κήρυγμα και να πιστέψει σε Εκείνον για τον οποίο θα είχαν διακηρυχτεί; Με τον 26ο κανόνα της Συνόδου της Καρχηδόνας, η Αγία Εκκλησία αποφάσισε ότι όσοι πέθαιναν δεν έπρεπε να βαπτίζονται ή να τους δίνονται Θεία Μυστήρια.

Τέλος ας μην ξεχνάμε ότι ΑΒΑΠΤΙΣΤΑ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΕΦΗ που πεθαίνουν ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΕΚΤΡΩΣΕΩΝ.Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος γράφει: «Όποιος πέθανε στη μήτρα και δεν μπήκε στη ζωή, ο Κριτής θα τον ενηλικιώσει την ίδια στιγμή που θα αποκαταστήσει τη ζωή στους νεκρούς. Το μωρό, του οποίου η μητέρα πέθανε μαζί του κατά τη διάρκεια της κύησης, κατά την ανάσταση θα εμφανιστεί ως τέλειος άντρας και θα αναγνωρίσει τη μητέρα του και θα αναγνωρίσει τους απογόνους της. Όσοι δεν έχουν δει ο ένας τον άλλον εδώ, θα δουν ο ένας τον άλλον εκεί, και η μητέρα θα ξέρει ότι αυτός είναι ο γιος της, και ο γιος θα ξέρει ότι αυτή είναι η μητέρα του… Ο Δημιουργός των γιων του Αδάμ θα αναστηθεί εξίσου. όπως τους δημιούργησε ίσους, έτσι θα τους ξυπνήσει ίσους από τον θάνατο. Στην ανάσταση δεν υπάρχει ούτε μεγάλο, ούτε μικρό. Και οι πρόωρα γεννημένοι θα αυξηθούν το ίδιο με τον ενήλικα. Μόνο με πράξεις και τρόπο ζωής θα υπάρξει υψηλός και ένδοξος και άλλα θα γίνουν σαν φως, άλλα σαν σκοτάδι». (Κεφ. 4, σ. 105, έκδ. 1900).

ΑΕΡΟΒΑΠΤΙΣΜΑ
Κάθε βαπτισμένος Ορθόδοξος Χριστιανός συμμετέχει στη ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (όχι στην ειδική των κληρικών) και μπορεί να τελέσει αεροβαπτισμό οποιουδήποτε νεογέννητου/μωρού εάν υπάρχει κίνδυνος ξαφνικού θανάτου του τελευταίου.
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Ο ΑΕΡΟΒΑΠΤΙΣΜΟΣ
Στα μωρά:ΑΝΥΨΩΝΕΤΑΙ το παιδί ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ φορές, ενώ αναφωνεί ο Χριστιανός που το βαπτίζει “Βαπτίζεται ο δούλος/η του Θεού (ΛΕΓΕΤΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ), εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”. Εάν το παιδί επιβιώσει, θα τελεστεί ακολούθως το μυστήριο του βαπτίσματος.
Η ΚΗΔΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΤΑΦΗ ΤΩΝ ΑΒΑΠΤΙΣΤΩΝ ΒΡΕΦΩΝ
Η Εκκλησία πάντοτε πορεύεται έχοντας ως οδηγό της τους κανόνες των Συνόδων και των Πατέρων, οι οποίοι και αποτελούν τα αναγκαία πλαίσια που ορίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων και εφαρμόζουν τα δόγματα της Εκκλησίας. Στόχος των ιερών κανόνων και της εφαρμογής τους είναι να οδηγούν τον άνθρωπο στην πνευματική ωρίμανση και στην εσωτερική ελευθερία από τα πάθη, στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό και τους συνανθρώπους του.
Οι κανόνες εφαρμόζονται ή κατά ακρίβεια ή κατ’ οικονομία. Βέβαια η κατ΄ οικονομία εφαρμογή των κανόνων μπορεί να είναι είτε προς το αυστηρότερο, είτε προς το επιεικέστερο. Η οικονομία όμως της Εκκλησίας έναντι περιπτώσεων, οι οποίες χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης, είναι πάντοτε δεδομένη.Μεταξύ αυτών των περιπτώσεων συγκαταλέγεται το ζήτημα της εκκλησιαστικής ταφής των αβάπτιστων, η οποία κανονικώς απαγορεύεται.

Η Νεκρώσιμος Ακολουθία είναι η προσευχή με την οποία η εκκλησιαστική κοινότητα αποχαιρετά το πρόσωπο που «έζησε» τον θάνατο. Με αυτήν η Εκκλησία προσεύχεται ως κοινότητα για την ανάπαυση της ψυχής του νεκρού και προβάλλει την αγάπη ως το μοναδικό απομεινάρι, ως το βασικό όπλο της κατά της κόλασης. Αν κόλαση είναι η μη βίωση της αγάπης, η αγάπη μέσω της προσευχής για τους νεκρούς είναι έμπρακτα η μάχη κατά της κόλασης, όπως σημειώνει σύγχρονος επίσκοπος της Εκκλησίας. Η Νεκρώσιμη Ακολουθία αναδεικνύει την εκκλησία ως αγαπητική ολότητα, όπου η σχέση των νεκρών και των ζωντανών εξακολουθεί να υπάρχει. Προβάλλεται με τον τρόπο αυτό η πίστη για την ύπαρξη του ανθρώπου που επιβιώνει ακόμα και μετά την επέλευση του θανάτου.
Για το αβάπτιστο νήπιο τα πράγματα είναι διαφορετικά από όσα ισχύουν για το συνομήλικό του βαπτισμένο. Βασικό κριτήριο αποτελεί η ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας, την οποία το αβάπτιστο στερείται. Το βάπτισμα αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την συμμετοχή του πιστού στην Εκκλησία. Η ιδιότητα του μη μέλους της εκκλησίας σε συνδυασμό με την αρχή της φιλανθρωπίας και της οικονομίας αποτελούν τους άξονες πέριξ των οποίων έχουν στοιχειοθετηθεί τα σχετικά κείμενα για τα αβάπτιστα θανόντα νήπια.
Η Εκκλησία λοιπόν κάνοντας χρήση της κατ’ οικονομίαν εφαρμογής των ιερών κανόνων και για λόγους φιλανθρωπίας επιτρέπει την τέλεση ειδικής νεκρώσιμης ακολουθίας για τα αβάπτιστα νήπια, υπό την απόλυτη προϋπόθεση τουλάχιστον ο ένας γονέας είναι χριστιανόςορθόδοξος και ότι εξαντλήθησαν όλες οι υπό της Εκκλησίας παρεχόμενες διευκολύνσεις (βάπτισμαανάγκης / αεροβάπτισμα). Η Εκκλησία όμως ακόμα και σε περιπτώσεις, όπως αυτή, που υπήρξε η αφορμή αυτών των γραμμών, εκφράζουσα την αγάπη της επιτρέπει την τέλεση τρισαγίου, προσευχομένη για την ανάπαυση του βρέφους, καθώς και την ευλογία του Δικαιοκρίτου Κυρίου. Ο θάνατος είναι φυσική ακολουθία της θνητότητας και της κτιστότητας, ως συνέπεια της πτώσης, που δεν οδηγεί όμως πλέον τον άνθρωπο στον αφανισμό, αλλά λειτουργεί ως μετάβαση στην όντως Ζωή. Η Εκκλησία στηρίζει τα μέλη της να αντιμετωπίσουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου μέσα από την αναστάσιμη προοπτική της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στο θρίαμβο του αναστημένου Χριστού πάνω στον θάνατο.

ΣΧΟΛΙΑ
1.Όταν ο γράφων πριν από χρόνια ( περίπου το 1996 σε ιερατική σύναξη) ρώτησε τον μακαριστό πλέον Μητροπολίτη Νικοπόλεως κυρό Μελέτιο Καλαμαρά για το θέμα της κήδευσης και ταφής αβάπτιστου νηπίου, του δόθηκε η εξής απάντηση: Να ακολουθείτε σε τέτοιες περιπτώσεις το τυπικό της ακολουθίας ΣΕ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟ, όπως γράφεται στο μικρό ευχολόγιο. Η ακολουθία αυτή περιλαμβάνει: ΤΟΝ ΑΜΩΜΟ (118 ψαλμό- Άμωμοι εν οδώ…»), ΑΠΟΣΤΟΛΟ – ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (στην περίπτωση των νηπίων από την ακολουθία των νηπίων) -ΑΠΟΛΥΣΗ χωρίς αιτήσεις και εκφωνήσεις. Και η ταφή να γίνει επιλέγων ο ιερεύς «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής».
2.Από το 2001 έχει διαμορφωθεί άλλη ειδική ακολουθία από την Ιερά Σύνοδο, που περιλαμβάνει τα εξής:
-ΤΟΝ ΑΜΩΜΟ («Άμωμοι εν οδώ…», άνευ αιτήσεων και εκφωνήσεων).
-Ακολούθως λέγονται τα τροπάρια «Μετά πνευμάτων…» και Απόστολος και Ευαγγέλιον εκ της Νεκρωσίμου Ακολουθίας εις Νήπια.
Και επισυνάπτεται η Ευχή «Ο φυλάσσων τα νήπια…» εκ της Νεκρωσίμου Ακολουθίας εις Νήπια, ως και η κάτωθι ευχή (βλ. Νεκρώσιμοι και επιμνημόσυνοι ακολουθίαι, Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας, 1998, σελ. 94) και τέλος λέγεται και ειδική ευχή εις Πενθώντας.
Επομένως ΔΕΝ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΚΑΜΜΙΑ ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ, όπως γράφτηκε επανειλημμένα στον τύπο.Όμως προκύπτουν τα εξής αντιφατικά.
-Η ευχή «ο φυλάσσων τα νήπια Κύριε» απαιτεί την εκφώνηση ονόματος (όταν όμως δεν έχει γίνει εκκλησιαστική ονοματοδοσία τι όνομα λέγεται; ).
-Τα τροπάρια «μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων…» απαιτούν εμμέσως πλην σαφώς το βάπτισμα του βρέφους, γιατί αναφέρονται σε κεκοιμημένους βαπτισμένους (δηλ. που βρίσκονται εντός των ορίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας). Αυτοί βρίσκονται «εις την κατάπαυσιν του Κυρίου όπου πάντες οι Άγιοι αναπαύονται».
Το θέμα που θίγεται είναι πολύ σοβαρό, γιατί η νεκρώσιμη ακολουθία είναι ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ και απευθύνεται στον Θεό «των πνευμάτων και πάσης σαρκός» και δεν επιτρέπονται θεατρινισμοί.
3.Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι ΟΥΤΕ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ αβάπτιστων ανθρώπων, ΟΥΤΕ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ.

Τι μπορούμε να κάνουμε για τα αβάπτιστα νήπια
Σε σχετική ερώτηση του γράφοντος σε Αγιορείτη Γέροντα δόθηκε η εξής απάντηση:
«Ενεργοποιούμε τον Άγιο Άγγελο του παιδιού, για να μεταφέρει τις προσευχές μας στον Θεό. Βέβαια ουσιαστικά ο Άγιος Άγγελος ενεργοποιείται ως φύλακας του κάθε βαπτισμένου με το μυστήριο του Βαπτίσματος.Εμείς τον ενεργοποιούμε λίγο νωρίτερα με το κομποσκοίνι. Του κάνουμε κομποσκοίνι του αβάπτιστου παιδιού. Τα αβάπτιστα παιδιά χριστιανών γονέων ανήκουν στην τάξη των Κατηχουμένων.Είναι κατηχούμενα και η Εκκλησία βέβαια βλέπετε, εφόσον τα παιδάκια μας τα αβάπτιστα είναι κατηχούμενα, έχει τις συγκεκριμένες αιτήσεις στη Θεία Λειτουργία.

Στην ερώτηση, «πώς να προσευχόμαστε για τους νεκρούς και όσους δεν έχουν τιμηθεί με την Αγίανηπιοβάπτιση;” Ο Στέφανος του Θαβώρ, αρχιεπίσκοπος της μονής Βηθλεέμ, δίνει την εξής απάντηση: «Όσοι έλαβαν τον Αγ. Το βάπτισμα θα χαίρεται και θα είναι ευλογημένο στον ουρανό για πάντα, ακόμα κι αν έχουν λάβει έναν ακούσιο θάνατο, ομοίως, εκείνα τα μωρά που γεννήθηκαν νεκρά και δεν είχαν χρόνο να βαφτιστούν δεν πρέπει να απορριφθούν. Δεν φταίνε αυτοί που δεν έλαβαν το άγιο βάπτισμα, και ο Πατέρας της Ουράνιας Κατοικίας έχει πολλούς, μεταξύ των οποίων υπάρχουν, φυσικά, εκείνα στα οποία θα αναπαυθούν τέτοια μωρά για την πίστη και την ευσέβεια των πιστών γονιών τους, αν και αυτοί οι ίδιοι, σύμφωνα με τα ανεξιχνίαστα πεπρωμένα του Θεού, δεν έλαβαν άγιο βάπτισμα. δεν είναι αντίθετο με τη θρησκεία να το πιστεύεις…..Οι γονείς μπορούν να προσεύχονται για αυτούς με πίστη στο έλεος του Θεού. Κάθε μητέρα που κλαίει για τέτοια παιδιά της μπορεί, χωρίς αμφιβολία, να φωνάξει στον Κύριο, που αγαπά την ανθρωπότητα, με τα ακόλουθα λόγια: «Κύριε, ελέησον τα παιδιά μου που πέθαναν στην κοιλιά μου, για την πίστη και τα δάκρυά μου, για το χάριν του ελέους Σου. Κύριε, μην τους στερήσεις το Θείο Φως Σου! (Από το φύλλο Παλαιστίνης της μονής Βηθλεέμ).

4. «Εις περίπτωσιν θανάτου νηπίου, καρπού γαμικής σχέσεως των γονέων μετά τέλεσιν υπό τούτων πολιτικού αντί θρησκευτικού γάμου, η Εκκλησία δια λόγους φιλανθρωπίας, αλλά και ιεραποστολικούς, επιβάλλεται, πάντοτε καθ’ ημάς, να κηδεύη τούτο, και όταν δεν έχηευλογηθή διά των Ευχών υπό του ιερέως κατά την προσφοράν εις τον ναόν του νηπίου, δι’ ειδικής Ακολουθίας μόνον, εφ’ όσον τούτο ήθελε ζητηθή γραπτώς, αν ουχί και υπό των δύο, τουλάχιστον υπό του ενός των γονέων, προς αποφυγήν ποικίλων σχολίων εις βάρος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας ποικίλου περιεχομένου.

Και διά το θανόναβάπτιστοννήπιον αγάμου γυναικός, έστω και μη ευλογηθέν διά των Ευχών της Εκκλησίας, νομίζομεν ότι πρέπει να κηδεύηται και τούτο δι’ ειδικής Ακολουθίας, εφ’ όσον όμως υπάρχει έγγραφος επιθυμία της μητρός του αποθανόντος νηπίου ή των στενών συγγενών αυτού (εις περίπτωσιν θανάτου της μητρός), όσων τουλάχιστον δύναται να είναι γνωστοί, δια λόγους πρωτίστως μεν φιλανθρωπίας και αποφυγήν αφ’ ετέρου ποικίλλων σχολίων εις βάρος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
Και η πράξις σήμερον, τουλάχιστον εις την Λακωνίαν, τα Κύθηρα και την Ρούμελην, εξ όσων γνωρίζομεν προσωπικώς, καθ’ ην τα αβάπτιστα θανόντα νήπια θάπτονται ή εις την άκρην του ιερού κοιμητηρίου της ενορίας ή παραπλεύρως του ιερού βήματος των εξωκκλησίων, εκτός του χώρου του ιερού ναού, νομίζομεν ότι ενισχύει την άποψιν ημών, ουχί, μόνο περί του επιτρεπτού , αλλά και περί του επιβεβλημένου της Εκκλησιαστικής κηδεύσεως των θανόντωναβαπτίστων βρεφών, ως ανωτέρω ετονίσαμεν».(Ξενοφώντος Παπαχαραλάμπους, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.Μέλους της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, της Εκκλησίας της Ελλάδος.).

5.Τέλος είναι επιτακτική ποιμαντική ανάγκη να τονιστούν στο χριστεπώνυμο πλήρωμα και ιδιαίτερα σε μελλόνυμφους:
-η αξία της εκκλησιαστικής ονοματοδοσίας και η επαναφορά της ακολουθίας αυτής
-η αξία του βαπτίσματος.(Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια “καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα“, προστίθεται σε αυτά « αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία και είναι μέλη της αδελφότητας του Χριστού).
-ό,τι αναγράφτηκε προηγουμένως, για να μην βρεθούμε προ εκπλήξεων ως γονείς και ως πνευματικοί πατέρες εν ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΗΜΕΡΑ.