Συνέντευξη της Βασιλικής Ηλιοπούλου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Βασιλική Ηλιοπούλουγεννήθηκε στην Κοζάνη το 1948. Σπούδασε κινηματογράφο. Έχει σκηνοθετήσει δύο ταινίες μεγάλου μήκους (Το πέρασμα, 1990 και Με μια κραυγή, 1995), μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ, και έχει επιμεληθεί εκπομπές για το Β΄ και το Γ΄ Πρόγραμμα της κρατικής ραδιοφωνίας. Για τις ταινίες της έχει τιμηθεί δύο φορές με το βραβείο FIPRESCI.
Το 2000 κυκλοφόρησε η νουβέλα της Η Λιούμπα και άλλα αρώματα, από τις εκδόσεις Εστία. Το 2005 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Η καρδιά του λαγού και το 2009 το μυθιστόρημα Σμιθ (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2010), από τις εκδόσεις Πόλις. Το 2013 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Η άσκηση του Ροτ και, το 2017, η συλλογή διηγημάτων της Το τέρας στο μετρό, από τις εκδόσεις Πατάκη.
Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες.

Πώς ξεκινά ο προγραμματισμός της συγγραφής ενός βιβλίου;

Όσον αφορά εμένα, ξεκινώ ακριβώς σαν να πρόκειται για ένα ταξίδι προς το άγνωστο. Με μια διαφορά όμως: Αφήνω έξω από τις αποσκευές μου τη λογική. Σταματώ να σκέφτομαι. Οπότε, στην περίπτωσή μου, δεν ξέρω αν πρέπει να μιλάμε για «προγραμματισμό». Ξεκινώ κάθε πρωί το γράψιμο της ιστορίας, με την ίδια περιέργεια και ανυπομονησία που θα είχα αν τη διάβαζα. Τρία πράγματα γνωρίζω εξαρχής: Τον τίτλο, την αρχή και το τέλος. Το οποίο τέλος όμως είναι πάντα υπό αμφισβήτηση.

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το μυθιστόρημα «Το αθώο», εκδόσεις Πόλις;

Είχε έρθει προφανώς η ώρα να «μοιραστώ» τα πάγια και αναπάντητα δικά μου ερωτήματα γύρω από την αθωότητα, την ενοχή, και το νόημα της εκδίκησης.

Ο τίτλος «Το αθώο», είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Ο τίτλος παραπέμπει στην κυριολεκτική αθωότητα της Εύας και της αδελφής της, της Ειρήνης, αλλά όχι μόνο αυτών, καθώς όλοι λίγο πολύ εκεί μέσα -όπως και παντού άλλωστε-, έχουν ένα μερίδιο στην αθωότητα.

Στο προσκεφάλι του άρρωστου συζύγου της Χρύσανθου, μέσα στην ψυχρή νύχτα του νοσοκομείου, η Εύα φέρνει στο νου της στιγμές του παρελθόντος. Γιατί όταν απογοητευόμαστε καταφεύγουμε στην ενθύμηση του παρελθόντος;

Στο παρελθόν βρίσκουμε ζωντανούςακόμα, καιανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μας, τους ανθρώπους που κάποτε μας κανάκεψαν και μας παρηγόρησαν. Το παρελθόν επίσης προσφέρει την ασφάλεια της γνώσης ότι όλα κάποτε τελειώνουν, μαζί τους και τα άσχημα. Όμως η Εύα δεν νιώθει την ανάγκη να καταφύγει στο παρελθόν. Το παρελθόν έρχεται να τη συναντήσει. Ίσως έρχεται ακριβώς την στιγμή που η Εύα είναι σε θέση ν’ ασχοληθεί μαζί του. Έρχεται σαν μια εκκρεμότητα που πρέπει να κλείσει.

Η Εύα θυμάται την αδελφή της, που ήταν πνευματικά ανάπηρη. Πότε εξαφανίστηκε η αδελφή της;

Η αδελφή της εξαφανίστηκε από προσώπου γης, όταν ήταν και οι δύο πολύ μικρές. Η Εύα δεν ξέρει τι απέγινε η αδελφή της. Ξέρει μόνο ότι η μητέρα της έθαψε τότε ένα άδειο φέρετρο.

Ο άντρας της είναι άρρωστος. Σκέπτεται πως θα νιώσει όταν πάει στο νησί για να γίνει η ταφή του άντρα της. Για ποιο λόγο άραγε;

Η Εύα σκέφτεται ότι ο επαναπατρισμός του νεκρού συζύγου της μπορεί να είναι η αφορμή για την δική της επιστροφή στο νησί. Δεν δυσανασχετεί γι’ αυτό. Αντιθέτως, το προκαλεί. Η Εύα επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της για να κλείσει παλιούς λογαριασμούς.

Έχει αναμνήσεις από τη διαμονή της στο Ίδρυμα που έζησε από την ηλικία των έξι ετών, μετά την αυτοκτονία της μητέρας της. Μπορεί το Ίδρυμα, το ορφανοτροφείο να αναπληρώσει το κενό της απώλειας της μητέρας;

Όχι βέβαια. Πόσο μάλλον για ένα παιδί που προέρχεται από μια οικογένεια που «διαφέρει» και που αυτή η διαφορά το ακολουθεί παντού και με κάποιο τρόπο το στιγματίζει, καθιστώντας το συχνά εύκολο θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς.

Και έπειτα η Εύα παντρεύεται ένα μεγάλο σε ηλικία άνδρα που είναι λογιστής. Μπορεί ένα ανδρόγυνο να ζήσει αρμονικά σε ένα γάμο όταν έχει διαφορά ηλικίας;

Ίσως μερικές φορές η διαφορά ηλικίας να είναι ένα πρόβλημα για την έτσι κι αλλιώς δύσκολη επιχείρηση συμβίωσης δύο ανθρώπων. Δεν νομίζω όμως ότι είναι και το πιο σοβαρό.

Σήμερα εκδίδονται πολλά μυθιστορήματα τα οποία είναι δύσκολα να διαβαστούν από τους αναγνώστες. Ποιοι είναι οι λόγοι που αυτά τα βιβλία δεν φτάνουν ποτέ στα χέρια των αναγνωστών;

Αν όντως εκδίδονται πολλά μυθιστορήματα, όπως επισημαίνετε, τότε, και δεδομένων των συνθηκών οικονομικής κρίσης, το αναγνωστικό κοινό δυσκολεύεται ν’ ανταποκριθεί στη μεγάλη προσφορά τίτλων. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογισθούν, όπως, π.χ. η ακατάλληλη εποχή που βγαίνει ένα βιβλίο, οι ατυχείς συγκυρίες, και ενίοτε, κυρίως όσον αφορά τις αυτοεκδόσεις, η ελλιπής προώθησή του.

Ποια είναι τα κριτήρια που σας κάνουν να επιλέξετε ένα βιβλία για να το αγοράσετε και να το διαβάσετε;

Θα αγοράσω το νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που ήδη γνωρίζω και εκτιμώ. Θα δοκιμάσω όμως -ξεφυλλίζοντάς το στα όρθια, μέσα στο βιβλιοπωλείο- κι έναν άγνωστό μου που με κάποιον τρόπο θα με δελεάσει. Με το θέμα του, ή με τη γραφή του, ή και με τα δυο. Κι όταν κιόλας βγαίνει κι από έναν εκδοτικό οίκο που εμπιστεύομαι, τόσο το καλύτερο.