Συνέντευξη του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου και Μιχάλη Ρέππα στον Ελπ. Ιντζέμπελη
Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος είναι ηθοποιός. Γεννήθηκε στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ και είναι εγγονός της Κατίνας Παξινού. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή Αθηνών. Για δεκαεφτά χρόνια παρουσίαζε το δελτίο ειδήσεων καθώς και ενημερωτικές εκπομπές στην κρατική τηλεόραση.
Έχει πάρει μέρος σε πολλές τηλεοπτικές σειρές, σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες και φυσικά, από το 1972 μέχρι σήμερα, έχει συνεχή παρουσία στο θέατρο (στο Εθνικό και στις περισσότερες αθηναϊκές σκηνές). Το βιβλίο Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας, το οποίο έγραψε σε συνεργασία με τον Μιχάλη Ρέππα και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, είναι η αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
O Μιχάλης Ρέππας γεννήθηκε στο Λουτράκι Κορινθίας. Πέρασε στο Μαθηματικό Αθήνας, το οποίο εγκατέλειψε σύντομα, γράφτηκε στη Σχολή Σκηνοθεσίας Σταυράκου, την οποία επίσης εγκατέλειψε. Τελείωσε μόνο τη Σχολή Υποκριτικής του Εθνικού Θεάτρου και από το 1987 συνεργάζεται με τον Θανάση Παπαθανασίου. Έχουν γράψει και σκηνοθετήσει μαζί 2 τηλεοπτικά σίριαλ, 4 ταινίες, 28 πρωτότυπα θεατρικά έργα και 12 διασκευές ξένων έργων. Το Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας, το οποίο έγραψε σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, είναι το τρίτο του βιβλίο.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Μην ενοχλείτε τη Μις Κάλλας;
Μ.Ρ.: Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει διαφόρων ειδών προβληματισμούς και εμπνεύσεις, αλλά η αλήθεια είναι πάντοτε πιο πεζή. Η αιτία ήταν οι πολλές άδειες ώρες της πρώτης καραντίνας για τον κορονοϊό.
Τι σας γοήτευσε από τον μύθο της Μαρίας Κάλλας;
Α.Α.: Εγώ προσωπικά δεν την είδα σαν μύθο, γιατί τη γνώρισα πολύ μικρός. Και τα μικρά παιδιά δεν ξέρουν από μύθους. Αργότερα έγινε μυθικό πρόσωπο στη συνείδησή μου και το βιβλίο που προέκυψε είναι η καταγραφή αυτής της μυθολογίας που με ακολουθεί μέχρι σήμερα.
Πώς προσεγγίσατε την προσωπικότητά της;
Μ.Ρ.: Εγώ μέσα από τις διηγήσεις του Αλέξανδρου, τις φωτογραφίες και τα βίντεο στο Youtube σχημάτισα σιγά σιγά μιαν εικόνα, που σίγουρα δεν είναι η εικόνα της πραγματικής Κάλλας – αλλά ποιος νοιάζεται; Νομίζω ότι σ’ αυτή τη ζωή αυτό που μετράει μέσα μας είναι η δική μας αλήθεια για τα πράγματα και τα γεγονότα. Τα αληθινά γεγονότα είναι φευγαλέα και ασύλληπτα. Εγώ προσπάθησα να πλησιάσω και να μιμηθώ την αλήθεια του Αλέξανδρου και όχι της Κάλλας.
Γιατί ονομάσατε το βιβλίο σας «μυθιστορηματική βιογραφία»;
Α.Α.: Γιατί διατηρώ κάθε επιφύλαξη για την ακρίβεια των λεγομένων μου. Το βιβλίο αυτό δεν είναι μια ακόμα βιογραφία της Κάλλας. Είναι η καταγραφή της εικόνας που έχω μέσα μου γι’ αυτήν. Μια εικόνα που πιθανότατα την εξιδανικεύει και που έχει υποστεί πάρα πολλές μεταλλάξεις με την πάροδο των χρόνων.
Το έτος 1958 σε μικρή ηλικία συναντάτε πρώτη φορά τη Μαρία Κάλλας.
Πώς νιώθει ένα μικρό παιδί όταν συναντά ένα διάσημο πρόσωπο;
Α.Α.: Ένα μικρό παιδάκι που έχει μεγαλώσει ανάμεσα σε διασημότητες δεν αντιλαμβάνεται τη λάμψη μιας ακόμα διασημότητας. Για μένα η Κάλλας ήταν μια κυρία που τραγουδούσε στα έργα του παππού μου. Στην αρχή τη φοβήθηκα κάπως, αλλά μετά με εξαγόρασε όταν μου χάρισε την πρώτη μου λευκή σοκολάτα.
Μέσα από τις μικρές αναφορές στην προσωπική σας ζωή μοιάζει σαν να προβάλλετε μια διαφορετική Κάλλας, πιο ανθρώπινη και πιο γήινη.
Από πού πήγαζε αυτή η απλότητα;
Α.Α.: Πολύ αργά συνειδητοποίησα το μεγαλείο της Κάλλας. Όπως πολύ αργά συνειδητοποίησα το μεγαλείο της γιαγιάς μου και του παππού μου. Για τα παιδικά μου μάτια ήταν κι αυτή μια απλή γυναίκα, όπως και η γιαγιά μου.
Διαβάζοντας τις σελίδες της μυθιστορηματικής βιογραφίας, γοητευόμαστε από τη Μαρία Καλογεροπούλου. Μοιάζει σαν να κυνηγά το όνειρο.
Τελικά, πώς ένιωσε όταν πραγματοποίησε όλα τα όνειρά της και έγινε διάσημη;
Α.Α.: Ποιος να ξέρει πώς ένιωσε; Φαντάζομαι όπως νιώθει κάθε άνθρωπος που πετυχαίνει στη ζωή του κάποιο στόχο.
Ήταν μελετηρή, διάβαζε και δούλευε πολύ. Φτάνουν όμως μόνο αυτά για να προχωρήσει κάποιος στην Τέχνη;
Μ.Ρ.: Σαφώς όχι. Την εργασία τη βάζουν οι άνθρωποι. Το ταλέντο ο Θεός.
Οι παραστάσεις που έδωσε έμειναν μοναδικές. Ο κόσμος τη λάτρευε.
Εκείνη την εποχή, ποια ήταν η απήχηση της όπερας στον κόσμο;
Μ.Ρ.: Η αλήθεια είναι ότι η Κάλλας μαζί με μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών έκαναν τον κόσμο να επιστρέψει στην όπερα.
Α.Α.: Η Κάλλας σίγουρα είναι επικεφαλής όλων αυτών, γιατί αυτή έκανε την όπερα ξανά θέατρο: Ιεράρχησε την υποκριτική και την ερμηνεία του ρόλου πάνω από την απλή επίδειξη της φωνητικής δεξιοτεχνίας.
Ελληνίδα, Αμερικανίδα ή Ιταλίδα; Γιατί όλοι τη διεκδικούσαν ως δική τους ως προς την καταγωγή;
Μ.Ρ.: Τίποτα απ’ όλα και όλα μαζί. Αυτό την έκανε ξεχωριστή, μοναδική και ανεπανάληπτη.
Στην προσωπική της ζωή συνάντησε δυσκολίες. Μήπως και ο χαρακτήρας της έκανε αυτές τις δυσκολίες πιο μεγάλες και πιεστικές;
Α.Α.: Πιθανότατα. Οι κακοδαιμονίες δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά και μόνο στην κακή συγκυρία.
Μια σημαντική σχέση της ζωής της ήταν αυτή με τον Ωνάση. Τι ήταν για κείνη ο εφοπλιστής Ωνάσης;
Μ.Ρ.: Ποιος ξέρει; Υποκατάστατο του πατέρα; Ο απόλυτος εραστής; Αυτός που θα την απελευθέρωνε από την όπερα και θα την έκανε μια κανονική γυναίκα; Αλλά γιατί να κάνουμε εύκολη ψυχανάλυση του ποδαριού! Ο Ωνάσης υπήρξε γι’ αυτήν ο απόλυτος και παντοτινός έρωτας. Ή, τέλος πάντων, έτσι το βλέπω εγώ.
Πέθανε νέα και, ακόμη και σήμερα, γράφονται βιβλία για κείνη και γίνονται τιμητικές εκδηλώσεις στη μνήμη της. Πού οφείλεται αυτό;
Α.Α.: Στο γεγονός ότι άλλαξε την όπερα. Ανέσυρε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας μεγάλα έργα, που στις μέρες της είχαν ξεχαστεί. Και που χάρη σ’ αυτήν εξακολουθούν και παίζονται και δημιουργούν τις καινούργιες ντίβες.
Αναλογιζόμενος το παρελθόν, ποια εικόνα από τις συναντήσεις σας έχει μείνει στη μνήμη σας;
Α.Α.: Σίγουρα η πρώτη. Η Μήδεια.
Πώς είναι να γράφουν ένα βιβλίο δύο συγγραφείς;
Μ.Ρ.: Πολύ απλό. Το έγραψα εγώ, αφού άκουσα προσεκτικά τον Αλέξανδρο. Κατόπιν του διάβαζα τα κείμενα και τα διόρθωνε αυτός.
Σχεδιάζετε να συνεχίσετε αυτή την επιτυχημένη συνεργασία γράφοντας και άλλο βιβλίο για την τέχνη στο μέλλον;
Μ.Ρ.: Μαζί; Δεν μπορώ να ξέρω. Ελπίζω να μην έχουμε καινούργιο ιό και καινούργια καραντίνα.