Συνέντευξη του Νίκου Μηλιώνη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Μεγαλωμένος στην ελληνική επαρχία ( Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας, 1959 ), ο Νίκος Α. Μηλιώνης σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά τη φοίτησή του στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης διορίστηκε δικαστής στο Ελεγκτικό Συνέδριο, έως ότου ανέλαβε θέση εκπροσώπου της χώρας στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο. Με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και παρακολούθηση μαθημάτων ιστορίας της τέχνης και φιλοσοφίας άρχισε από νωρίς να δημοσιεύει λογοτεχνικά δοκίμια και να καταγίνεται με την κριτική των εικαστικών τεχνών. Εκτός από τις επιστημονικές του δημοσιεύσεις έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: «Επισημάνσεις», «Χαράξεις και Παλίμψηστα», και «Προσωπογραφίες, καθρέφτες και είδωλα καλλιτεχνών».

Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Την παιδική μου ηλικία είχαν συνεπάρει οι βιογραφίες του ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης και των μεγάλων εφευρετών. Διατηρώ ακόμη τα βιβλία αυτά στη βιβλιοθήκη μου με ιδιαίτερη φροντίδα. Τα καλοκαίρια χαιρόμουνα τις περιπέτειες του Ιουλίου Βερν, τις δραματικές ιστορίες του Έκτορος Μαλό, του Μαρκ Τουέιν κ.ά. Λίγο αργότερα ήρθαν τα πιο “σοβαρά” αναγνώσματα, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, πολιτική φιλοσοφία, ιστορία της τέχνης, η ενασχόληση με τα οποία κορυφώθηκε στα φοιτητικά μου χρόνια και στονστρατό.

Και η πρώτη επαφή σας με τα γράμματα;
Στα φοιτητικά μου χρόνια κρατούσα ένα είδος “ποιητικού” ημερολογίου (που έχω χάσει τα ίχνη του), κάνοντας “pastiches”, μιμούμενος δηλαδή τους ποιητές που αγαπούσα (τον Σεφέρη τον Καβάφη, τον Σινόπουλο κ.ά.). Ήθελα να εξασκώ καθημερινά τη γραφή, καθώς καταλάβαινα ότι ο επαγγελματικός μου προσανατολισμός θα μου στερούσε τη δροσιά της λογοτεχνικής γραφής, οδηγώντας με στη χρήση μιας υποχρεωτικά ακριβόλογης γλώσσας. Εμένα όμως η ψυχή μου ποθούσε την ποιητική έκφραση, τη γεμάτη υπονοούμενα, δισταγμούς και πολλαπλές αναγνώσεις.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Συνειδητά άρχισα να γράφω σαν από αντίδραση σε κάτι που είχα διαβάσει για τον Καβάφη. Και έτσι προέκυψε το πρώτο μου κείμενο: “Η καβαφική ειρωνεία”. Κατά τύχη, το έστειλα για δημοσίευση στο περιοδικό “Ευθύνη”, που υπό την σοφή καθοδήγησητου αείμνηστου Κώστα Τσιρόπουλου, αποτέλεσε για μένα το εφαλτήριο πολλών δημοσιεύσεών μου, που όλα σχεδόν τα συγκέντρωσα σε δύο τόμους, στις “Επισημάνσεις”(2005) και τις “Χαράξεις και Παλίμψηστα” (2009).

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο σας “Προσωπογραφίες” (εκδόσεις Αρμός);
Οι “Προσωπογραφίες” είναι συλλογή δημοσιευμένων κειμένων στα περιοδικά “Νέα Ευθύνη” και “Φρέαρ”, καθώς σε συλλογικούς τόμους, που λόγω των συνθηκών έκδοσής τους είναι πλέον δυσεύρετα. Το περιεχόμενο των κειμένων αυτών δεν είναι μόνο η κριτική θεώρηση του έργου των δημιουργών, αλλά και μια περαιτέρω προσέγγιση και κατανόηση της προσωπικότητάς τους , όπως υποδηλώνει ο υπότιτλος του βιβλίου “Καθρέφτες και είδωλα δημιουργών”.

Αν και οι σπουδές σας και η εργασία σας είναι διαφορετικές από τα συνηθισμένα, εντούτοις ασχοληθήκατε με την τέχνη. Τι είναι αυτό που σας γοητεύει από την τέχνη;
Πάντα και διαρκώς η τέχνη ήταν μέρος της ζωής μου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολουθούσα συστηματικά μαθήματα ιστορίας της τέχνης, ενώ αργότερα και για πολλά χρόνια σπούδασα ζωγραφική με δάσκαλο τον Γιώργο Ρόρρη. Εκείνο που βρίσκω στην Τέχνη είναι ότι με την ομορφιάτης μάς εισάγει σ’ έναν κόσμο επέκεινα των αισθήσεων, μας κάνει να βλέπουμε με τον νου και να επικοινωνούμε με τον άρρητο λόγο.

Ποια είναι τα στοιχεία που σας κάνουν να επιλέγετε μια προσωπικότητα ώστε να την κάνετε προσωπογραφία.
Όπως κάθε προσωπικότητα έχει φωτεινές και σκοτεινές πλευρές, αμφότερα τα στοιχεία αυτά με προκαλούν να προσεγγίσω έναν καλλιτέχνη. Αλλού τον βλέπω μέσα από έναν “καθρέφτη” και τον παρατηρώ σαν το “είδωλο” που ο ίδιος έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του κρίνοντάς τον. Το να ενασχολείται κανείς με τις πολλαπλές εκφάνσεις του έργου ενός καλλιτέχνη είναι αυτονόητο ότι αναδεικνύει την ανθρώπινη πλευρά του. Κι αυτό, πιστεύω, κάνει την επιλογή μου πιο ενδιαφέρουσα.Η επιλογή μπορεί να στηρίζεται σε ποικιλία κριτηρίων: την επικαιρότητα, τη σημαντικότητα ή τηντυχαιότητα.

Μεγάλα ονόματα περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου: Βαν Γκογκ, Αϊζενστάιν, Μπαλτίς. Πως νιώθετε, όταν μελετάτε, παρακολουθείτε και γράφετε γι’ αυτούς τους διάσημους καλλιτέχνες;
Πρωτίστως ένα έργο υψηλής πνοής δημιουργεί δέος. Η ζωή κάθε ανθρώπου, και μάλιστα ενός καλλιτέχνη, είναι η πρώτη ύλη της δημιουργίας του. Σε καλλιτέχνες με μια ζωή βασανισμένη, που η μοίρα τους ήταν φειδωλή, σχεδόν άδικη, όπως ο Βαν Γκογκ, η υπέρβαση της καταφοράς της τύχης τους μέσω της δημιουργίας ήταν η δικαιολόγηση της ύπαρξής τους. Ο Αϊζενστάιν, μέσα στην ορμή της επανάστασης των μπολσεβίκων και τον ριζοσπαστισμό των εικαστικών πειραματισμών της σοβιετικής νέας πραγματικότητας (μέχρι να γίνει και αυτή αρτηριοσκληρωτική), χρησιμοποίησε τη ζωγραφική σαν πρώτη ύλη για τη δημιουργία των κινηματογραφικών του πλάνων. Στον Μπαλτίς θαυμάζω την τόλμη να επιμείνει στην παραστατικότητα μέσα σε μιαθριαμβεύουσαανεικονικότητα των καιρών του και στην επαναφορά της αθωότητας της γυμνότητας του κοριτσίστικου κορμιού.

Μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως Μπουζιάνης, Μόραλης, Φασιανός, γιατί θεωρούνται πρωτοπόροι;
Πρώτα απ΄ όλα γιατί δημιούργησαν ένα έργο που δεν κολακεύει τη βαλκανική μας συντηρητική αισθητική. Ο Μπουζιάνης άφησε μια καριέρα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου και ήλθε παρασυρμένος από μεγάλες και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις εκ μέρους του επίσημου κράτους, για να τεθεί στο περιθώριο ως δυσνόητος έως και ακατανόητος. Ο Φασιανός πήρε τις εικόνες από τα αρχαία αγγεία, τους έβαλε χρώματα ζωηρά και τις ενέταξε στην εποχή μας. Ο Μόραλης, ο μεγάλος αυτός Ηπειρώτης, ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο, καθώς είδε την εποχή μας μέσα από το πρίσμα των αττικών ληκύθων.

Η αναφορά σας γίνεται και σε νέους ζωγράφους. Τι διαφορετικό κομίζει η νέα γενιά από τις προηγούμενες στη ζωγραφική;
Η νέα γενιά καλλιτεχνών, αν δεν τυποποιηθεί σε ευκαιριακές επιτυχίες ή αν δεν παραμείνει αβοήθητη μέσα στο χαοτικό περιβάλλον, έχει τις εγγενείς δυνατότητες να δημιουργήσει πρωτότυπο και δυνατό έργο. Δυστυχώς, στην τεχνοκριτική (όπως και στην κοινωνική και πολιτική κριτική) μας χρειάζεται ένα ευθύβολο μυαλό, σαν εκείνο του Ροϊδη.

Μέσα από το άρθρο σας για τον σκηνοθέτη κινηματογράφου Σεργκέι Αϊζενστάιν έμαθα για τις εικαστικές του παρεμβάσεις. Γιατί για κάθε καλλιτέχνη γνωρίζουμε μόνο μια πλευρά του;

Ένα πρωτότυπο έργο είναι η συνισταμένη πολλών αφανών παραμέτρων, που αν τις παρατηρήσει κανείς με περισσότερη προσοχή κάνουν εμφανή την παρουσία τους. ΣτονΘόδωρο Αγγελόπουλο ή τον PeterGreenaway η ζωγραφική είναι πίσω από κάθε πλάνο τους, διακριτική και χαμηλόφωνη, γνωρίζοντας ότι επιτελεί ρόλο συμπληρωματικό στον κύριο πρωταγωνιστή που είναι ο κινηματογράφος. Στον MarcelProust η ζωγραφική είναι πάντοτε παρούσα και η μουσική στον PaulKlee. Είναι μοιραίο, νομίζω, ότι η κατανόηση ενός ανθρώπου και συνακόλουθα ενός έργου να είναι μονομερής και ατελής, γιατί ο χαρακτήρας είναι ένα παλίμψηστο εμφανών και αφανών στοιχείων.

Διακρίνω μια αγάπη για τον Βαν Γκογκ. Πώς προσεγγίσατε το έργο του;
Στον Βαν Γκογκαναγνωρίζω τη μεγάλη υπέρβαση ενόςανθρώπου που παλεύοντας με τον εαυτό του και την ψυχική του νόσο, έψαχνε τον εαυτό του μέσα από τη θρησκεία και τη λογοτεχνία και που τη βρήκε τελικά μέσα στη μοναξιά της ζωγραφικής, που τη διακόνησε μόνο για μια δεκαετία (1880-1890), με εφόδιο με ισχυρή του θέληση και τη υψηλή ηθική του συγκρότηση. Η αλληλογραφία του, όπου φανερώνεται η βαθιά πνευματική του καλλιέργεια, συμπληρώνει την εικαστική ποιότητα του έργου του.

Παρακολουθείτε εκθέσεις ζωγραφικής και διαβάζετε βιβλία για την τέχνη. Στα μουσεία και τις γκαλερί συναντάται νέους ανθρώπους που αγαπούν την τέχνη;
Η αγάπη για την τέχνη είναι το μεγάλο ζητούμενο στους ανθρώπους και μάλιστα στους νέους. Αυτή η γνώση και η αγάπη είναι κάτι που (πρέπει να) καλλιεργείται. Η πλημμυρίδα των εικόνων και των ήχων -καθότι ζούμε στην εποχή της εύκολης διάχυσης ήχου και εικόνας (βλ.USBstick, Instagram κ.λπ.)- αδυνατίζει το κριτήριο αξιολόγησης τού τι βλέπουμε. Και δεχόμαστε ακρίτως τα πάντα. Βέβαια, οι νέοι είναι φυσικό να έχουν και άλλα πεδία ενδιαφερόντων. Αντί, λοιπόν, η τέχνη να περιορίζεται στα Μέγαρα Μουσικής ή στα μουσεία και τις γκαλερί, θα πρέπει να βγει στους δρόμους για να συναντήσει τη νεολαία και να την μυήσει. Η streetart και οι υπαίθριες συναυλίες κλασικής μουσικής, ιδίως δε οι “αυθόρμητες” παραστάσεις όπερας σε σταθμούς μετρό ή σε άλλους χώρους συνάντησης πλήθους ανθρώπων, μπορεί να γίνει η πρώτη απόπειρα για τη μύησή τους.

Ποια έκθεση ζωγραφικής σας εντυπωσίασε από αυτές που έχετε επισκεφθεί την τελευταία δεκαετία;

Είναι παρά πολλές. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η έκθεση Picasso και ElGreco στη Βασιλεία της Ελβετίας, όταν “ένας καλός Θεός” (όπως μου είπε μια παλιά φίλη) είχε την ιδέα να συμπαραθέσει σε κοινή έκθεση τον μεγάλο Ισπανό με το ίνδαλμά του, τον μεγάλο Κρητικό. Την έκθεση του Αϊζενστάιν στο Metz της Γαλλίας την είδα πολλές φορές, γιατί για μένα η σχέση του σκηνοθέτη με τη ζωγραφική ήταν κάτι πρωτόγνωρο.

www. diastixo. gr