Συνέντευξη του Τηλέμαχου Κώτσια στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

O Τηλέμαχος Κώτσιας γεννήθηκε το 1951 στα Βρυσερά της περιοχής Δρόπολης, στον χώρο της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Ήρθε στην Ελλάδα το 1991. Έχει εκδώσει διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, ενώ έχει ασχοληθεί και με λογοτεχνικές μεταφράσεις. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως μεταφραστής στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ερ.: Τι σας ώθησε να γράψετε το μυθιστόρημα «Στη δίνη του ψυχρού πολέμου», εκδόσεις Νίκας;
Απ.: Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μια πραγματική ιστορία, με πραγματικά πρόσωπα από τον περίγυρό μου, περίπλοκη όμως σαν μυθιστόρημα. Η μυθοπλασία χρειάστηκε ελάχιστα, όσο για να δέσει το θέμα και να γίνει ελκυστικό, ή επειδή έτσι ξέρω να γράφω. Δεν θα ήθελα, άλλωστε δεν θα ήμουν σε θέση να γράψω μια ιστορική μονογραφία. Τα ιστορικά γεγονότα παρατέθηκαν προσαρμοσμένα μέσα στο κείμενο. Όλα τα πρόσωπα είναι πραγματικά. Εκείνα που δεν ήθελα να κατονομάσω, επειδή δεν ήθελα να πληγώσω τους απογόνους και τους συγγενείς τους, τα αναφέρω με τα αρχικά, κι αυτά παραποιημένα, αν και πολλοί συντοπίτες μου ίσως καταλαβαίνουν για ποιους μιλάω.
Πάνω στα σύνορα όπου είχα ζήσει για σαράντα ολόκληρα χρόνια, αυτές οι ιστορίες κατασκοπίας μεταξύ των δυο χωρών είχαν πάρει μυθικές διαστάσεις κι εγώ προσπαθούσα να βρω τη σχέση ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα. Άκουγα τις διηγήσεις διάφορων γνωστών. Ήθελα να ξεχωρίσω τις ιστορίες συνωμοσίας από τα πραγματικά γεγονότα. Όταν έπεσα πάνω στη συγκεκριμένη ιστορία, σκέφτηκα: γιατί να μην γράψω τα γεγονότα όπως πραγματικά συνέβησαν; Για μένα, αλλά και για τον καθένα, αυτές οι ιστορίες έχουν τεράστιο ενδιαφέρον. Οι συγγραφείς γράφουν συνήθως ιστορίες μυθοπλασίας προσπαθώντας να φαίνονται σαν αληθινές και για εκείνους που θέλουν να γράψουν κατασκοπευτικά μυθιστορήματα, κάτι τέτοιες ιστορίες είναι πραγματικό χρυσορυχείο. Εγώ έχω μια αληθινή ιστορία και δεν χρειάζομαι μυθοπλασία, ή έχω ανάγκη για πολύ λίγη, όπως ο χτίστης που χρειάζεται και λίγη λάσπη για να δέσουν μεταξύ τους οι πέτρες στον τοίχο.

Ερ.: Ο τίτλος «Στη δίνη του ψυχρού πολέμου», είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Απ.: Ο τίτλος βρέθηκε την τελευταία στιγμή, κάτι σαν μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας. Προβληματίστηκα γιατί δεν επρόκειτο ούτε για καθαρή μυθοπλασία, ούτε για καθαρή ιστορία. Πιστεύω ότι αυτός ο τίτλος ταιριάζει περισσότερο σε ιστορικό βιβλίο και μάλιστα ως κοινός τίτλος για πολλά βιβλία. Ως υπότιτλος στην ιστορία αυτή υπάρχει το όνομα του ήρωα: Βαγγέλης Δήμος.

Ερ.: Ο Βαγγέλης Δήμος είναι ο ήρωας του βιβλίου που μπλέκεται στα δίκτυα της αράχνης. Από πού αρχίζει η πραγματικότητα και πού μας πάει η φαντασία;
Απ.: Όπως είπα, όλη η ιστορία είναι πραγματική. Ο Βαγγέλης Δήμος, είναι πραγματικό πρόσωπο του οποίου εγώ αφηγούμαι τη ζωή σύμφωνα με μαρτυρίες, με τα αλβανικά αρχεία που πλέον αποχαρακτηρίστηκαν. Έκανα μια προσπάθεια να τον βγάλω από την αφάνεια. Ήταν πράγματι ένας ήρωας, αγαθός όπως όλοι της ηλικίας του, πόσο μάλλον που ήξερε, ή το διαισθανόταν, ότι μια μέρα θα τον έπιαναν. Γι’ αυτό και περισσότερη τιμή του άξιζε, όπως έγραφε και ο Καβάφης για τους εκείνους “όπου στη ζωήν των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες… Και περισσότερη τιμή τους πρέπει, αφού προβλέπουν και πολλοί προβλέπουν – πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος…”. Είναι γνωστό το ποίημα.

Ερ.: Μεγαλώνει σε μικρό χωριό στην Αλβανία. Σε μια εποχή του ψυχρού πολέμου. Τι συνέβαινε αυτά τα χρόνια στα χωριά που έμεναν οι Έλληνες;
Απ.: Ο ήρωας δεν πρόλαβε να δει ποιο από τα δυο αντίπαλα πολιτικά συστήματα δικαιώθηκε από την Ιστορία, γιατί το 1952 εκτελέστηκε. Συνέβηκαν στη συνέχεια όλα εκείνα που συνέβηκαν στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Ορισμένοι ήταν οπαδοί του καθεστώτος, ορισμένοι όχι. Αυτοί οι δεύτεροι το έκρυβαν ότι δεν ήταν οπαδοί του. Εκεί ήσουν οπαδός υποχρεωτικά. Αλίμονο αν ανακάλυπταν το αντίθετο! Τώρα αν προσθέσει κανείς ότι οι Έλληνες ήταν μειονότητα, που πολύ βαθιά στο πίσω μέρος του μυαλού τους υπήρχε η αίσθηση του ελληνισμού και ζούσαν κοντά ή πάνω στα σύνορα με τη χώρα του έθνους τους που ήταν θανάσιμος εχθρός του καθεστώτος, όλα αυτά έκαναν την κατάσταση εφιαλτική.

Ερ.: Ο Βαγγέλης θα γίνει κατάσκοπος. Ποιος είναι ο ρόλος του κατασκόπου και τι επιδιώκει να κάνει για να πετύχει το σκοπό του;
Απ.: Οι κατάσκοποι πριν εκπαιδευτούν στα όπλα και στις κατασκοπευτικές ενέργειες, έχουν εμποτιστεί με το μίσος για τον αντίπαλο και νιώθουν πρόθυμοι να θυσιαστούν για την πατρίδα. Είναι κάτι το σπάνιο η προθυμία για αυτοθυσία.
H µοίρα των κατασκόπων όλου του κόσµου είναι να µην τους αναγνωριστεί ποτέ καµιά θυσία, ακόµα και µετά τον θάνατό τους. Τι τους κάνει όμως να πιστεύουν και να αγαπούν τη δουλειά τους;
Το ότι δεν θα αναγνωριστεί ποτέ το έργο τους και οι θυσίες τους, εκείνοι δεν το ξέρουν. Ζουν με την ελπίδα ότι θα επιζήσουν. Υπάρχουν ιστορίες απογοήτευσης πολλών που επέζησαν από τα κάτεργα της σαραντάχρονης δικτατορίας, οι οποίοι όταν ήρθαν στην Ελλάδα μετά το ’90, αντιμετώπισαν την αγνόηση. Δεν υπήρξαν, δεν ήταν τίποτα. Μαζί με τον πρώην χαφιέ τους έπαιρναν το ίδιο επίδομα στα ίδια γραφεία. Αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο η λογοτεχνία δεν έχει ασχοληθεί όσο θα έπρεπε. Οι πρώην κατάσκοποι είναι ταγμένοι να μείνουν στην αφάνεια. Γιατί η κατασκοπεία είναι μια ανέντιμη πράξη μεταξύ των χωρών και κανείς δεν θέλει να τη χρεωθεί. Η κάθε χώρα προσπαθεί να κρύψει τα ίχνη της.

Ερ.: Το μυθιστόρημα μοιάζει σαν ένα κατασκοπικό θρίλερ. Γι’ αυτό έχει και μυστήριο και αγωνία;
Απ.: Ασφαλώς. Και όταν ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι έχει να κάνει με πραγματική ιστορία, το ενδιαφέρον του κορυφώνεται πολύ περισσότερο από όσο όταν ξέρει ότι διαβάζει μια μυθοπλασία. Έτσι νομίζω.

Ερ.: Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου γιατί οι κυβερνήσεις είχαν σκληρή αντιμετώπιση όταν συλλάμβαναν τους κατασκόπους;
Απ.: Γιατί οι δικτάτορες μπορούσαν να βγάλουν πάνω τους όλο το μένος για τους εχθρούς τους. Να ξεσπάσουν σε αυτούς. Στην ιστορία μου αυτό είναι και το βασικό ερώτημα: Έπρεπε να δοθεί η εσχάτη των ποινών σε ένα παιδί είκοσι ετών; Και δεν αρκέστηκε το καθεστώς με την εκτέλεση του νεαρού κατάσκοπου – συν τα φοβερά βασανιστήρια δυο ετών στα κρατητήρια – αλλά ύστερα από μερικά χρόνια φυλάκισε και τον πατέρα του καταδικάζοντάς τον με δεκαπέντε χρόνια κάθειρξης και καταναγκαστικής εργασίας, χωρίς καμιά αιτία, σαν για να συμπληρώσει την εκδίκηση που δεν αρκέστηκε με μια ζωή παρμένη.

Ερ.: Έχετε γράψει πολλά βιβλία για τη Βόρεια Ήπειρο. Ποια είναι η σημασία του γενέθλιου τόπου στο έργο σας;
Απ.: Κάποτε νόμιζα ότι θα τελειώσω με τα θέματα αυτά και θα αλλάξω θεματολογία, τώρα πιστεύω ότι μόνο αυτά μπορώ να γράψω. Τα άλλα τα γράφουν κι άλλοι. Και δεν είναι μόνο επειδή είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, αλλά κυρίως επειδή τα σύνορα έχουν συσσωρευμένες τραγωδίες, πόνους, συναισθήματα, λειτουργούν σαν τεράστιος πυκνωτής μέσα στην οποία η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σωματίδιο που του ορίζουν την τύχη και το προσανατολίζουν οι δυνατοί μαγνήτες των διαφορετικών πόλων.

Ερ.: Είστε ικανοποιημένος από την διαδρομή που έχετε κάνει ως συγγραφέας στα ελληνικά γράμματα;
Απ.: Είμαι μερικώς, αν και η ικανοποίηση δεν τελειώνει ποτέ. Όταν τελειώσει νομίζω ότι θα πάψω να γράφω, αν και δεν είμαι σίγουρος. Σας ευχαριστώ.