ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Ο Μάντακας, πρώην βιομήχανος πιλοποιός, διασκέδαζε την γεροντική του ανία λιθοβολώντας αδέσποτες γάτες και θηλυκά μη έχοντα στον ήλιο μοίρα. Τα καμώματά του στη γειτονιά μέσες άκρες γνωστά. Κι ως εκ τούτου, με το που έσκασε η βόμβα, έσπευσαν την ώρα της δίκης ν’ ακούσουν το πώς και το γιατί το πράγμα έφτασε ως εκεί. Και η στρουμπουλή, με το ξανθό καρέ μαλλί στο εδώλιο της κατηγορουμένης, προσπαθούσε ν’ αναπαραστήσει το ζοφερό του βίου της στο πλάι του αφεντικού της.
«Τριάντα δύο σκαλοπάτια, κύριε πρόεδρε, ούτ’ ένα λιγότερο. Τριάντα δύο μ’ έβαζε ν’ ανεβοκατεβαίνω τρεις και τέσσερις φορέςτ ’ν ημέρα. Κι αυτός καθ’σμένος με τη ρόμπ ντι σαμπρστο μπαλκόν’ απολάμβανε το θέαμα. Κάθε απόγεμα φουρτωμέν’ μια λαστ’χένια τσάντα γεμάτ’ κοτρώνες ανέβαινα τον Γολγοθά μ’. Για μένα μάλιστα, κύριε πρόεδρε, σωστόςΓολγοθάς, ψυχ’κός κυρίως,ήταν το μακελειό. ‘‘Άσε, χρ’στιανέ μ’, τ’ς γατούλες ήσ’χες!’’ τον παρακάλαγα, ‘‘Έχ’νε και τα ζώα ψ’χή.

Δεν τα λ’πάσαι;’’ Όμως ικειός το χαβά τ’.
»Τι να ’κανα κι εγώ η έρ’μη! Να ’φευγα; Να πάαιναπού! Πεντάρφαν’ στους πέντε δρόμ’ς. Και οι δυογονιοί μ’πεθαμέν’, η μάνα μ’ σντ’ Κατοχή απ’ ντ’ πείνα κι ο πατέρας μ’ καιτ’ αδέρφια μ’ στον Εμφύλιο. Όσο για τ’ς συγγ’νείς, μην τα ρωτάτε! Απ’ τον ένα στον άλλο στύφτ’κα σαν το λεμόν’ για ένα ξεροκόμματο», είπεμε την απόγνωση ζωγραφισμένη στα μάτιακι ανοίγοντας τα χέρια, σαν να ’θελε να πετάξει. Να πήγαινε όμως πού!
»Έτσι κι εγώ απ’ το να ’βγαινα στου κλαρί, προτίμ’σα ένα τίμιο μερουκάματο. Και μπήκα υπηρέτρια στου σπίτ’ τ’ παλιόγερ’, π’ ούτε τα παιδιά τ’ ούτε τ’ αγγόνια τ’ τουν άντεχαν. Έρχονταν μοναχά να τον αρμέξ’νε κι όπ’ φύγ’ φύγ’, κύριε πρόεδρε. Σάμπως έμπαινε κι άλλος κανένας στο σπίτι τ’. Η τσιγγουνιά τ’ δεν είχε όρια. Τώρα πώς τον κατάφερναν και τ’ τα μάσαγαν οι δ’κοί τ’,ανεξήγ’το!

»Τέλος πάντων. Είχα, που λέτε, ένα μικρό μηνιάτ’κο και τ’ν ελπίδα, πως άμα του ’κανα και τα «χατίρια», είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της και κοιτάζοντας με ύφος ένοχο τον πρόεδρο, «το σπιτάκ’ στ’ν αυλή θα γ’νόταν δ’κό μ’, όπως μου υπόσχονταν».
Το σπίτι της υπηρεσίας, που χτιζόταν ως προέκταση του πλουσιόσπιτου σε ένα μέρος του οικοπέδου του, με την αλλαγή των συνθηκών της μετακατοχικής περιόδου, αποτελούσε ένα επιπλέον πρόσοδο εκ του ενοικίου για τον φιλάργυρο ιδιοκτήτη του. Κι επιπλέον ήταν και το δέλεαρ για τ’ «αδέσποτα» που ξέπεφταν στην υπηρεσία του.
«Τελ’κά, όπως αντιλαμβάνεστε, δε γλύτωσα το κλαρί. Θα ’χαμε όμως με τον Θωμά μ’ μια στέγ’ ν’ απαγκιάσουμε,σαν παντρευόμασταν. Όμως άλλαιαι βουλαί του Κυρίου».
Η καθαρεύουσασκόρπισε χαμόγελα στους δικαστές. Ωστόσο η υπηρέτρια παραδομένη στον ειρμό της αφηγήσεώς της συνέχισε:

»Όλα τ’ άντεξα, κύριε πρόεδρε, όλα! Δε φανταζόμ’να όμως πως το μακελειό με τ’ς γατούλες θα μου ’φερνε τα πάν’ κάτ’. Ήταν υπεράνω των δυνάμεών μ’. Ούτε και ξέρω πώς έφτασα στο έγκλημα.
»Εκείνο το γιόμα το ’χε παρακάν’, λες και πήγαινε γυρεύοντας να ξεκάν’ και μένα μαζί τ’ς. Μια τ’ν άφ’κε στον τόπο, μιανάλλ’ ανάπηρ’…».
«Σαν να μη μας τα λες καλά, κατηγορουμένη», τη διέκοψε ο πρόεδρος. «Πώς γίνεται να πετροβολιέται και να σκοτώνεται η μια και να μένουν ή να μαζεύονται οι άλλες στον τόπο του εγκλήματος;»
«Ένια σας, κύριε πρόεδρε. Είχε λάβ’ τα μέτρα τ’ και γι’ αυτό. Κάθε τόσο έβγαζε απ’ ντ’ τσέπη τ’ μια σαρδέλα και τ’ς τ’νε πέταγε. Κι έτσ’ ξανάρχονταν τα κακόμοιρα. Ψαροσακούλα τ’ν είχε κάνει ντ’ τζέπη τ’», εξήγησε η κατηγορουμένη και συνέχισε:

«Κειο δεν έβλεπες και καμιά σώα κι άβλαφτ’ στ’ γειτονιά. Στραβές και κ’τσές σεργιάναγαν στα σοκάκια και στ’ς αυλές οι περ’σσότερες», είπε και στράφηκε προς το ακροατήριο, επιζητώντας την επιβεβαίωση των ισχυρισμών της. Μάταια όμως αφού ο λόγος της εκεί παρουσίας των γειτόνων δεν ήταν άλλος από το «πώς και το «γιατί το πράγμα έφτασε ως εκεί». Το «πώς», γνωστό μέσω του τύπου, έδωσε και πήρε. Ανυπομονούσανόμως νατο απολαύσουν εκφωνούμενο και διά στόματος της ιδίας της δράστιδος. Και το θύμαέβαλε τα δυνατά του, μπας και αποδεικνυόταν κατώτερο των προσδοκιών τους:
»Πόλεμος σας λέω! Πόλεμος! Θόλωσε το μυαλό μ’.Η καρδιά μ’ξεχείλ’σε από μίσος. Ήθελα να τον εκδικ’θώ για τ’ άμοιρα τα ζωντανά. Βούιζαν τ’ αυτιά μ’ απ’ τα νιαουρίσματα. Δεν άντεξα. Έπεσε να κοιμ’θεί κι όπως με φώναξε για τα «συνηθ’σμένα», πήγα κοντά τ’ με το τραπεζομάχαιρο πίσω απ’ ντ’ πλάτη μ’. Και ντ’ κατάλληλ’ στιγμή του ’κοψα τ’ αχαμνά τ’», είπε, οπότε η αίθουσα σείστηκε απ’ τα χαχανητά, με τους δικαστές να προσπαθούν μάταια ν’ αυτοκυριαρχηθούν και τον πρόεδροπιο ψύχραιμο να χτυπά με το σφυράκι την έδρα, για να επιβάλει την τάξη.

Η γυναίκα έστεκε τώρα μπρος του αμήχανη κι εκείνος, αφού κατάφερε να ηρεμήσει το πλήθος, αποβάλλοντας απ’ την αίθουσα τους ασυμμόρφωτους, στράφηκε προς το μέρος της:
«Συνέχισε», της είπεμε σοβαρότητα και μια έκφραση συμπάθειας στον τόνο της φωνής του.Κι η κατηγορουμένη,σαν ν’ απευθυνόταν σε δικό της άνθρωπο, ξανάρχισε με αναπτερωμένο το ηθικό:
»Δε φαντάζεστε, κύριε πρόεδρε, τι ανακούφισ’ αισθάνθ’κα! Λευτρώθ’κα απ’ το βάρος που ’χα μέσα μ’ όλα τα χρόνια που ’μνισκα στο σπίτι τ’. Μέχρι τότες, για να μπορώ να ησ’χάζω κάπως απ’ τ’ς τύψεις που δε μ’ άφ’ναν να κοιμ’θώ, πάαινα κρυφά και τ’ς έθαβα. Ολόκλ’ρο νεκροταφείοείχα κάν’ σ’ ένα απόμακρο μέρος τ’ς αυλής. Τ’ς Κυριακές σαν ανταμώναμαν στου Ζάππειο με τον Θωμά, του ’λεγα το βάσανό μ’ κι αυτός με συμβούλευε να κάνω υπομονή. Ως πόσο, όμως; Κι η υπομονή έχ’ τα όριά τ’ς!»
Ο πρόεδρος από περιέργεια τη ρώτησε αν είχε μετανιώσει, αφού μαζί με τις γάτες έθαψε και τα όνειρά της.

«Ούτε λεπτό, γιατί ακόμη και μες στ’ φυλακή θα μπορώ να κ’μάμαι ήσυχ’ τα βράδια, χωρίς το βουητό απ’ τ’ς κραυγές των ζώων. Ξικ’ και το σπίτ’. Στα κουμμάτια να πάει ο παλιόγερος».
Το δικαστήριο λαβόν υπόψη τα υπέρ, με κυρίαρχο την ευαισθησία της κατηγορούμενη ςέστω και την τελευταία στιγμή να καλέσει το πρώτων βοηθειών, επέβαλε στο θύματριών ετών φυλακή άνευ αναστολής.
«Λύεται η συνεδρίαση», είπε ο πρόεδρος και το ακροατήριο, γυρίζοντας την πλάτητου στην καταδικασθείσα, απεχώρησε από την αίθουσα. Κανείς απ’ τους γειτόνους δεντην πλησίασε, να της ψιθυρίσει δυολόγιαπαρηγοριάς. Αντιθέτως,αφού απόλαυσανένα απ’ ταδίκην θεάτρου δωρεάν προσφερόμενα δράματα, απεχώρησαν ο καθείς για τ’ αναγκαία και καθημερινά. Ορισμένοι αποσύρθηκαν σε κάποιο ήσυχο καφενεδάκι να σχολιάσουν την υπόθεση του έργου. Στην κατηγορούμενη έσπευσαν δύο χωροφύλακες κι αφού της φόρεσαν τις χειροπέδες την συνόδευσαν εκτός της αίθουσας, όπου πριν λίγο είχε πέσει η αυλαία, για ν’ ανοίξει χαοτική η άλλη εκτός δικαστηρίου.

Κανείς απ’ τους συγγενείς του Μάντακα δεν παραβρέθηκε στη δίκη. Όσο για την κατηγορούμενη πλην του Θωμά δεν είχε και κανέναν άλλο να της συμπαρασταθεί. Με την έκταση όμως που πήραντα γεγονότα δεν περίμενε να τον βρει μπροστά της. Ωστόσο στην έξοδο μαζί με την κλούβα που θα την μετέφερε στη φυλακή των Βούρλων την περίμενεκι εκείνος.Και μη έχοντας μάτια να τον αντικρύσει, με κατεβασμένο το κεφάλι της καθώς τον προσπερνούσε τον άκουσε να της ψιθυρίζει:
«Μη φοβάσαι. Εγώ είμ’ εδώ». Να λοιπόν και κάποιος που τη νοιαζόταν. Και όχι όποιος όποιος! Μεγάλο όνομα στην πιάτσα των νταβαντζήδων ο Θωμάς. Ήταν ποτέ δυνατόν να ’φηνε τ’ αδέσποτό του στην τύχη του; Τα μεροκάματα της δύστυχης με τον ένα και τον άλλο τρόπο τής τα ροκάνιζε ως υποψήφιος γαμπρός και μέλλων σύζυγος. Και τώρα; Δυο δρασκελιές η Τρούμπα απ’τα Βούρλα. Σιγά την απόσταση! Την περίμενε πώς και πώς!