Τα γκόρτσα

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Είχα ακούσει κάποτε, μικρός-πολύ μικρός τη συζήτηση, «πολιτισμένη» ασφαλώς, μεταξύ δύο γυναικών.
-Μην απθών’ς εδώ τα παλιοαπίδια σ’. Θα τα φάει η κατσίκα. Τι το πέρασες εδώ; Απλουταριά είναι; Να τα πας και να τα ξαπλώσεις στην αυλή σ’.
-Σιγά μην είναι παλιοαπίδια. Όταν τα κλέβ’ς, τα σουφρών’ς από κάτ’ απ’ την ποδιά σ’, είναι καλά;
-Εγώ τα κλέβω; Τι να τα κάνω; Αυτά είναι παλιογκόρτσα. Ούτε τα ζωντανά τα τρών’. Μουδιάζ’ το στόμα τ’ς μια βδομάδα.
-Δε μουδιάζ’ το στόμα απ’ τα ζωντανά. Το δικό σ’ μούδιασε πού ‘φαγες τα κλεμμένα. Που να σ’ κάτ’ στον καρδυλάγγο. Ούτε απίδ’ ούτε γκόρτσο ξερκόαφήν’ς.
-Τι να σ’ πω; Καλύτερα τα απίδια παρά τα κλαπατάρια του καθενός που εξυπηρετείς εσύ.
Έγινε «της γκορτσιάς το κάγκελο». Δεν έμεινε μαλλί σε κεφάλι…

Αυτή πράγματι ήταν η «πρώτη επαφή» μου με τα γκόρτσα.

Αργότερα έμαθα πως η γκορτσιά περιέχει πολλά οξέα και χημικές ουσίες και οι καρποί της έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ειδικότερα για τη διάρροια. Είχαμε κάνει μια επίθεση στα κεράσια του μπάρμπα Γιώργου. Είχε, ο άγιος αυτός άνθρωπος, δυο μεγάλες κερασιές. Έφερναν πολύ καρπό κάθε χρόνο. Αυτός ουσιαστικά δεν δοκίμαζε τίποτε. Τα παίρναμε εμείς. Σε μία, σε δύο, σε τρεις το πολύ επιθέσεις, δεν έμεινε δείγμα από κεράσι. Έτσι σε μια «όψιμη» επιδρομή, μετά από πολλές βροχές , φάγαμε τα «σκουληκιασμένα κεράσια». Μιλάμε για διάρροια. Τότε επενέβη η γιαγιά μου, η «γιατρός» του χωριού. Ούτε που ξέρω πόσα γκόρτσα μας έδωσε και φάγαμε. Μούδιασε το στόμα μας για τα καλά. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω.

Μεγαλώνοντας δυσκολεύτηκα πολύ να ερμηνεύσω πώς και γιατί βγήκε η φράση «δεν τα παίρνει τα γράμματα. Γκόρτσο ντιπ είναι». Απαξιωτική εκατό τοις εκατό φράση που οπωσδήποτε περιέγραφε κάποιον χαμηλής νοητικής στάθμης. Τότε για το παραμικρό άρπαζες τον τίτλο. «Γκόρτσο». Μάλλον επειδή, αλήθεια μούδιαζε για τα καλά το στόμα κι ούτε θέλαμε να ακούσουμε γι αυτά. Περισσότερο να τα γευτούμε.
Παρά ταύτα όμως τον Οκτώβριο οι γυναίκες τα μάζευαν. Τα καλύτερα τα έκαναν πετιμέζι. Τα άλλα τα έριχναν και τα έτρωγαν τα ζωντανά. Ιδιαίτερα οι οικόσιτοι χοίροι. Ακόμη είναι αλήθεια πως –το έχω ακούσει από τη μάνα μου- στην Κατοχή τα αλέθανε και τα έκαναν αλεύρι για ψωμί.

Από λαογραφικής απόψεως. Μια ιατρική πράξη που χάθηκε πια.
Τότε στο χωριό, ξύλινα τα σπίτια, έπεφταν και πολλές βροχές, άκμαζαν για τα καλά οι σκορπιοί. Ήταν να μην σε τσιμπήσει κανένας. Γινόταν ολόκληρη ιεροτελεστία για να αντιμετωπιστεί το τσίμπημα του σκορπιού. Για να μην πάθει κακό το παιδί έπρεπε να καταπιεί το χυμό από 40 ακριβώς γκορτσόφυλλα. Όχι έτσι απλά. Χρειαζόταν διαδικασία. Μέγαλη. «Τον έδεναν πισθάγκωνα με αργανέλλα και το οδηγούσαν στην γκορτσιά. Εκεί, ο συνοδός του τραβούσε ένα κλωνάρι, το έφερνε μπροστά στο στόμα του και εκείνος έκοβε με τα δόντια του ένα-ένα φύλλο, το μασούσε, έπινε το ζουμί του, έφτυνε το σαρκώδες μέρος του φύλλου και επαναλάμβανε το ίδιο μέχρι να πιει το ζουμί και από το τεσσαρακοστό φύλλο! Έτσι δεν κινδύνευε από το δηλητήριο του σκορπιού!» (Χρήστος Α. Παπακίτσος, Από την Τζουμερκιώτικη Λαλιά στη Λαϊκή μας Παράδοση).