Το ζεϊμπέκικο της Μαρούλας

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Όμορφο το δειλινό στο λευκό εκκλησάκι, με τη θάλασσα στα πόδια του σκούρα γαλάζια… Φθινόπωρο του 2023 κόσμος πολύς παρακολούθησε το μυστήριο του γάμου του εγγονού της. Μ’ αγνάντιο την απεραντοσύνη του πελάγους εύκολα ο νους σου σε πήγαινε απ’ την πολυφίλητη Κύπρο στη λεβεντομάνα Κρήτη. Η μια να κοιτά την Ανατολή κι η άλλη, στο νότο, την Αφρική. Είχε για τα καλά δύσει ο ήλιος, ξεκινώντας το ταξίδι του για τη χώρα των Αιθιόπων. Οπότε ο κόσμος, αφήνοντας στην ησυχία του τον ναΐσκο της Αγίας Θέκλας, με συντροφιά στην ερημία του τον παφλασμό των κυμάτων κι εν αναμονή του φεγγαριού που θα ’ρχόταν moment to moment μαζί με τ’ άστρα τ’ ουρανού να τη φωτίσει, άρχισε κι αυτός να προσέρχεται στον ναό της γαστριμαργίας, όπου τα πάντα συγκλίνουν και καταλήγουν στον επίγειο βίο του!
Στο Nissi Beats, ένα απ’ τα απευθυνόμενα στην ελίτ του χρήματος ξενοδοχεία της Αγια-Νάπας, θα δινόταν η δεξίωση. Τα γκαρσόνια στη σειρά και λεπτόκορμα, όπως τα κολονάτα πάνω στους δίσκους που κρατούσαν ποτήρια, υποδέχονταν τους καλεσμένους. Κι ύστερα εκείνοι με το ποτό τους στο χέρι, προσέχοντας μη σκοντάψει ο ένας πάνω στον άλλο, ισορροπούσαν, ακουμπώντας τον αγκώνα τους στα εφαρμοσμένα σε στύλους τραπεζάκια. Κατόπιν τούτου, υπό τους ήχους live ορχήστρας και την καθοδήγηση των γκαρσονιών, με τις λίστες των ονομάτων τώρα ανά χείρας, έπαιρνε τη θέση του στο τραπέζι έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Εν αφθονία τα πάντα προσέφερε στον κόσμο Του εν σοφία τα πάντα Ποιήσαντος, το χρήμα, που τον κυβερνά. Ενίοτε κι εν ονόματί Σου! Ήμαρτον Κύριε.

Ήταν τόσο όμορφη η βραδιά με τα επτά τον αριθμό παιδιά της, όπως τα εφτά θαύματα του κόσμου. Το μεγαλύτερο βέβαια είναι της γέννησης ενός παιδιού και η στιγμή που η μάνα το κρατά στην αγκαλιά της! Ωστόσο, ίσα που προλάβαινε να τα χαρεί και μεγάλα να τα δει, της τ’ άρπαζε ένα-ένα ζηλόφθονη η ξενιτιά. Έσω μου είχα μια φωλιά, , πουλιά ξεπουλιασμένα, μα εκάμασι ούλα φτερά κι ε μου ’μεινε ούτ’ ένα σιγοψιθύριζε κρυφά, ακόμα κι απ’ τον άνδρα της, λόγια του λαού, βγαλμένα απ’ την ίδια τη ζωή. Δεν ήθελε να τον πικραίνει. Μεγάλο το παράπονό της, ερμητικά κλεισμένο μέσα της! Αντ’ αυτού, διαλαλούσε όπου κι αν βρισκόταν, την πρόοδο και προκοπή τους στα ξένα. Σπουδές σε υψηλού επιπέδου πανεπιστήμια! Δουλειές προσοδοφόρες! Επενδύσεις σ’ ακίνητα, με την Κύπρο να κινδυνεύει να περάσει και η υπόλοιπη στου Τούρκου τα χέρια, για πιο σιγουριά στην Ελλάδα. Αυτά έλεγε περήφανη σε φίλους και συγγενείς. Και δεν ήταν ψέματα. Πρόκοψαν, η αλήθεια να λέγεται, και με το παραπάνω! Στην ξενιτιά δεν πας για περίπατο. Και δη στην άλλη άκρη της γης! Αμερική ο ένας, Αυστραλία ο άλλος, Αφρική, σκόρπια εδώ κι εκεί, όπου τ’ όνειρο και η ελπίδα…

Στο σπίτι μόνη άφηνε τον καημό της να ξεθυμάνει σε δάκρυα και μονολόγους με φωτογραφίες. Δεν υπήρχε τραπέζι, τραπεζάκι χωρίς κάποιες κορνιζαρισμένες απ’ τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής τους, πριν τα παιδιά της πετάξουν και φύγουν, σαν τα μεταναστευτικά πουλιά. Εκείνη όμως στάθηκε τυχερή, αν σκεφτεί κανείς πόσες μάνες είχαν χάσει τα δικά τους στον a priori χαμένο πόλεμο του ’74. Σύγκρυο την έπιανε στη σκέψη και μόνο πως θα μπορούσε να ’ταν μία από εκείνες τις χαροκαμένες μάνες! Τον πόλεμο όμως και να ’θελε, πώς μπορούσε να τον βγάλει απ’ το μυαλό της, αφού κοιμόταν και ξύπναγε με την εικόνα της τούρκικης σημαίας να κυματίζει – περήφανη, τρομάρα της – στην κορυφή του κοντινού λοφίσκου και τον Τούρκο στρατιώτη με τ’ όπλο επ’ ώμου καραούλι στη σκοπιά, απ’ τη μια πλευρά του σπιτιού. Απ’ την άλλη τεράστια και ξεδιάντροπη σε μια πλαγιά του Πενταδάκτυλου ζωγραφισμένη. Ως και τις νύχτες ολόφωτη ν’ αναβοσβοσβιέται κάρφος στα μάτια της! Πού ’σαι, καημένε Διγενή, να δεις πώς κατάντησαν την πατρίδα σου οι προδότες! Το σπίτι της μόνο που δεν ακουμπούσε, τόσο κοντά στην Πράσινη Γραμμή, με τους κυανόκρανους να σουλατσάρουν πάνω στο τείχος της ντροπής!

Ωστόσο, συνήθισαν να ζουν και να πορεύονται μ’ αυτές τις εικόνες, όπως και με τον καημό της ξενιτιάς. Μήπως υπάρχει και κάτι που δε συνηθίζεται; Κι αυτό ακόμα το Αϊ-Ποτέ, που γίνεται το κάποτε για πολλούς της διασποράς. Με τον καιρό λιγόστεψαν και τα δάκρυα, σχεδόν στέρεψαν. Κι ό, τι της απέμεινε ήταν το τηλέφωνο, η προσμονή και η αιώνια ελπίδα του γυρισμού. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, μέχρι οι μονόλογοι με φωτογραφίες να γίνουν διάλογοι με τα παιδιά της στο κινητό. Κάποια μάλιστα, κυρίως τα καλοκαίρια, αφήνοντας τον παγωμένο μουσκεμένο Βορρά, επέστρεφαν, αναζητώντας το άπλετο φως ανάμεσα ουρανού και γης του αιγαιοπελαγίτικου γαλάζιου! Πότε το ένα και πότε το άλλο, ήταν κι αυτό μια παρηγοριά. Παρατούσαν για λίγο στην ξενιτιά τη δεύτερη πατρίδα τους – μάγισσα η παμπόνηρη, σ’ αλλάζει κι ας λες πως δεν… Όπως τον Οδυσσέα η Κίρκη. Μα η Ιθάκη σου και μια μάνα που σε περιμένει, όσο ακόμα ζει κι αναπνέει, δεν ξεριζώνεται και με τα χίλια καλά της. Αυτό το καλοκαίρι όμως του ’23 ήταν όλα εκεί! Στον εν Κύπρω γάμο του εγγονού της, σαν το εν Κανά θαύμα Του Χριστού, παρευρίσκονταν και τα επτά παιδιά της, νύφες κι αγγόνια.
Πρώτο τραπέζι πίστα οι γονείς των νιόπαντρων και η γιαγιά Μαρούλα, πέντε τον αριθμό – ο άντρας της είχε φύγει πλήρης ημερών. Εκ Σιγκαπούρης ορμώμενοι οι συμπέθεροι, οι διάλογοι διεξήγοντο στ’ αγγλικά. Ήταν της τύχης του το γραμμένο εκεί όπου τον έστειλε, κατ’ εντολή της μοίρας, η υπηρεσία του για δουλειές, να γνωρίσει τη μέλλουσα να γίνει γυναίκα του. Λουλούδι της Άπω Ανατολής, μάγεψε την καρδιά του. Αν κι ο έρωτας έχει τη δική του γλώσσα, ωστόσο κατά την τέλεση του μυστηρίου, ενώ ο παπάς απάγγελλε το Πιστεύω, ο γαμπρός μετέφραζε στ’ αγγλικά το δόγμα της ορθοδόξου ημών πίστεως στη νεοφώτιστη χριστιανή. Και το όνομα αυτής: Σωτηρία αναφώνησε ο παπάς την ώρα που μέσα στην κολυμβήθρα η Τάο περιβεβλημένη λευκό ποδήρη χιτώνα, με το λαδόνερο να κυλά απ’ την κορυφή της διαφωτιζόμενης κεφαλής της ως στα δάκτυλα των ποδιών της, δεχόταν για χάρη του αγαπημένου της, το χρίσμα της καινούργιας της θρησκείας. Στο τέλος του μυστηρίου μετέφραζε και τις πατερικές περί συμβίωσης και οικογενείας συμβουλές. «Και μιας που διαλέξατε εδώ να παντρευτείτε, τέκνα μου», τους είπε ο ιερέας, δείχνοντας με το βλέμμα του τη μισοταραγμένη απ’ το φύσημα του ανέμου θάλασσα, «σας συμβουλεύω τα θεμέλια της οικογένειάς σας να τα στηρίξετε στον βράχο που είναι Ο Χριστός. Πάνω του θα σπάζουν και θα διαλύονται οι δυσκολίες της συμβίωσής σας, όπως τα κύματα τώρα σ’ αυτόν εδώ όπου είναι θεμελιωμένο το εκκλησάκι».

Όλα εξελίσσονταν κατ’ ευχήν, κι όπως υπαγορεύει το εθιμοτυπικό της ελληνοκυπριακής παράδοσης, να κλείνει ένας γάμος με τρικούβερτο γλέντι. Η νεαρή τραγουδίστρια κομψότατη στην κόκκινη της φωτιάς τουαλέτα της έκανε φιλότιμες προσπάθειες ν’ ακουστεί η φωνή της. Μες στην οχλοβοή, απ’ το συνονθύλευμα φωνών ανθρώπων που ’χαν χρόνια να βρεθούν, συνέχιζε να τραγουδά και η ορχήστρα να παίζει. Η πολυώροφη γαμήλια τούρτα, στο κέντρο του τραπεζιού, για την κοπή της περίμενε το νιόπαντρο ζευγάρι, που, ωστόσο, αργούσε να κάνει την εμφάνισή του. Εν τω μεταξύ, όπως συμβαίνει στα γεγονότα σταθμούς της ζωής, τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν. Γονείς, συνοδεύοντας υποψήφιες νύφες και γαμπρούς, τελούσαν κι εν αναμονή, μπας και χάραζε και γι’ αυτούς η ευλογημένη μέρα. Της μόδας οι πολιτικοί γάμοι ή γάμος και βαφτίσια τα δύο σε ένα. Στην εκκλησιά ή στο δημαρχείο, αδιάφορο… Εκείνο που τους κάνει να καμαρώνουν είναι να γεννούν τα παιδιά τους κι εκείνοι να μεγαλώνουν τ’ αγγόνια τους. Για τη Μαρούλα όμως τα μοδίτικα τερτίπια ήταν απαράδεκτα. Μοντέρνα κατά τα άλλα, η ίδια, τα παιδιά της και τα παιδιά των παιδιών της ήταν της παλιάς σχολής.

Και ξαφνικά τυμπανοκρουσίες και παλαμάκια ανήγγελλαν την έλευση των πρωταγωνιστών της βραδιάς. Σαν αιθέρια ζωγραφιά παραμυθιού, κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου, χαμογελαστοί και υπό τους ήχους τώρα του γαμήλιου εμβατηρίου, διασχίζοντας την αίθουσα πήγαν κι ανέβηκαν στο βάθρο, όπου τους περίμενε επί του δικού της βάθρου, περίοπτη η γαμήλια τούρτα. Μαζί, αλλά έχοντας το πάνω χέρι ο άνδρας συμφώνως του προηγηθέντος στην εκκλησία …και η γυνή να τον φοβείται, την έκοψαν κι απ’ το πρώτο κομμάτι της τη γεύτηκαν πρώτοι εκείνοι. Κι ακολούθησε το μοίρασμά της στους ανυπομονούντες, υπομένοντας, ωστόσο, ευγενικά, προσκεκλημένους. Κι ενώ τα γκαρσόνια με τα κομμάτια της στους δίσκους ελίσσονταν στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους της αχανούς αίθουσας, εξαιρετικά εξασκημένα γι’ αυτή τη δουλειά, ο γαμπρός, ο αδερφός του και η νύφη, ό ένας μετά τον άλλο βάλθηκαν να εκφωνούν λογύδρια στην αγγλική, απευθυνόμενοι προφανώς στους ελάχιστους γνωρίζοντες τη γλώσσα της εσπερίας. Οι ομιλούντες την κυπριακή διάλεκτο, με βαθιές τις ρίζες της στη γλώσσα του Ομήρου, αν εξαιρούσες τις ελάχιστες, κατάλοιπο της αγγλικής κατοχής λέξεις, γρι δεν κατάλαβαν απ’ όσα είπαν κι ελάλησαν. Η προτίμηση της ξένης έναντι της μητρικής των εγγονών της γιαγιάς Μαρούλας ίσως ήταν απόρροια της φιλόξενης συμπεριφοράς προς τους ξένους, για την οποία φημίζονται οι Κύπριοι αδελφοί μας.
Μετά τον Ησαΐα στην εκκλησία, ακολούθησε ο χορός στην πίστα, που άνοιξαν οι νιόπαντροι μ’ ένα τσικ του τσικ του έρωτα ταγκό. Οσονούπω η πίστα ξεχείλισε από ζευγάρια όλων των ηλικιών, αναδευόμενα σε αργούς ρυθμούς ήπιας μουσικής. Σκοντάφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, με τα «συγγνώμη», «παρακαλώ» και το χαμόγελο της ευγένειας, συνέχιζαν την προσπάθεια, ενδίδοντας στη νοσταλγία της παρελθούσης νιότης μεσήλικες, ως και υπέρ… Αχ αυτή καρδιά που δε λέει να γεράσει, ενώ το σώμα, λες και κάνει τα πρώτα του βήματα, μόλις που… Και οι νέοι να μην εννοούν να εγκαταλείψουν την αγκαλιά του κορμιού ο ένας του άλλου. Αν και η ελευθερία στον έρωτα αποδεκτή στις μέρες μας, η βραδιά τους άγγιζε ως κάτι το ξεχωριστό απ’ τις καθημερινές, Σάββατα και Κυριακές.

Ύστερα από ένα μεγάλο break, με τα γκαρσόνια τώρα σε ρόλους «τροχονόμων» στις δύο μακροσκελέστατες ουρές, στο «δρόμο» για τον μπουφέ με τα εκλεκτά εδέσματα, ακολούθησε λουκούλλειο φαγοπότι. Και ξανά η πίστα, όπου σ’ ένα δεύτερο ημίχρονο οι νέοι τα ’δωσαν όλα υπό την καθοδήγηση του «ντι τζέι». Ο ξέφρενος χορός τους έμοιαζε με θεατρική αναπαράσταση της φρενήρους ροής των πραγμάτων στη ζωή, όπως το συνεχές τρέξιμο του αείμνηστου Θανάση Βέγγου στον κινηματογράφο, αλλά και στην προσωπική του διαδρομή. «Πέρασα μεγάλο λούκι», είχε εξομολογηθεί στο αφιέρωμα σ’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, στις «Βραδιές Πολιτισμού» στον Βύρωνα.
Η γιαγιά Μαρούλα, όπως και όσες παραβρισκόμενες γιαγιές, καμάρωνε γιους, νύφες κι αγγόνια. Κατά διαστήματα παρατώντας την πίστα πήγαιναν κοντά της, την αγκάλιαζαν και μ’ ένα φιλάκι στο καλοδιατηρημένο μάγουλό της την άφηναν, για να συνεχίσουν τον χορό τους. Δε θ’ αργούσε να τον διαδεχτεί του Ησαΐα, όπως έδειχναν τα πράγματα. Κάποτε-κάποτε της ξέφευγε ένα δάκρυ, που μέσα στον απαλό φωτισμό κανείς δεν το ’παιρνε είδηση. Άλλωστε τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στην πίστα, όπως και τα δικά της. Πλημμύριζε από συναισθήματα χαράς, ικανοποίησης κι ευγνωμοσύνης για τη ζωή της. Μια ζωή ενδιαφέρουσα, όπως η φύση. Η ποικιλομορφία και η ενότητα των αντιθέσεών της. Τα βουνά, η θάλασσα, τα ποτάμια, οι λίμνες, οι εξοχές, τα χωράφια σπαρμένα σιτάρι. Κοπάδια, λουλούδια, χρώματα και μυρουδιές. Αυτή ήταν η ζωή της. Και μ’ ευλάβεια στον Θεό, το μόνο σημείο αντιπαράθεσης με τον άντρα της. «Μη ρωτάς τι υπήρξε πριν τον Θεό. Δεν μπορεί ο ανθρώπινος νους να το φτάσει. Όλα αυτά όμως ποιος τα ’φτιαξε με τόση αρμονία; Μόνα τους γίναν;» του ’λεγε σε κάποιους μοναχικούς περιπάτους τους στα δρομάκια του όμορφου χωριού τους άνοιξη ή καλοκαίρι, και συνέχιζε: «Μπορεί κάποιος να σταματήσει τον ήλιο να βγει;» «Ο ήλιος είσαι εσύ», της απαντούσε εκείνος κι η κουβέντα σταματούσε μ’ ένα φιλί…

Οι νεόνυμφοι και πότε οι γονείς του γαμπρού, περνώντας απ’ τα τραπέζια, χαιρετούσαν πανευτυχείς, ευγενέστατοι και υποχρεωτικοί εκείνους που μοιράζονταν τη χαρά τους τρώγοντας και πίνοντας. Και η πίστα στα όρια σχεδόν της εξαλλοσύνης, υπό την επήρεια των κατάλληλα επιλεγμένων τραγουδιών…. Κι ήρθε η στιγμή να γυρίσει σελίδα το πεντάγραμμο. Και λίγη ηρεμία δεν θα ζημίωνε. Επιβαλλόταν κιόλας. Κι έτσι ο ντι τζέι, μελετημένος και εμπειρότατος περί τα τοιαύτα, το γύρισε στα μπλουζ.
Ώσπου μέσα στο μεσονύχτι και με την πίστα σχεδόν αδειανή, όπως οι έρημοι τέτοια ώρα δρόμοι, ακούστηκε βραχνή η φωνή του Βαμβακάρη, που κρούοντας με το μπουζούκι του τις καρδιές των μερακλήδων τη γέμισε ξανά: Όλ’ οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα αγαπούνε, μόλις θα μ’ αντικρίσουνε, θυσία θα γενούνε. Κι αρχίζουν κάτι ζεϊμπεκές! Και να τα σφυρίγματα, τα παλαμάκια, επιφωνήματα κι ονόματα… Θεέ και Κύριε! Να κάνεις το σταυρό σου μπροστά στο θαύμα της καρδιάς της μέσης και βάλε ηλικίας. Και η νέα γενιά γύρω τους σχεδόν γονατιστή, σαν σε υπόκλιση στο θαύμα της ζωής! Εγώ φτωχός γεννήθηκα, τον κόσμο έχω γνωρίσει, μέσ’ απ’ τα φύλλα της καρδιάς εγώ έχω μαρτυρήσει συνέχιζε αυτοβιογραφούμενος ο Βαμβακάρης, εξηγώντας πώς, όπως κι άλλοι σαν κι αυτόν, έγραψε τα τραγούδια του. Απ’ τα ωραιότερα του ρεμπέτικου ρεπερτορίου, που, απαγορευμένα, άφησαν τα ίχνη τους στα ύποπτα, κατά την κρίση της εξουσίας, στέκια Αθήνας, Θεσσαλονίκης κι ένας Θεός ήξερε πού αλλού. Ώσπου ο Μάνος Χατζηδάκης τα ’βγαλε απ’ την αφάνεια στο φως του Ηρώδειου, αποδίνοντάς τους τα πρέποντα.
Και τότε έτσι, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει πώς, βρέθηκε στην πίστα. Η μόνη γυναίκα, ανάμεσα στους άνδρες, που, βλέποντάς την μ’ ανοιχτά τα χέρια, φτερά γερακίνας, σταμάτησαν κι έκαναν στην άκρη. Μες στο επίσημο δαντελένιο μαύρο φουστάνι της και τις χαμηλοτάκουνες γόβες της χόρευε, κορίτσι έλεγες είκοσι χρονών.

Ίσιο το κορμί και βήματα στακάτα, πότε το ένα, πότε το άλλο χέρι πάνω, κτυπώντας τα δάχτυλα, μεσαίο μ’ αντίχειρα. Έκανε τις γυροβολιές της κι ύστερα λύγιζε τα γόνατα, ως εκεί που ’φταναν τα χρόνια της, κι έσκυβε σαν να προσκυνούσε τη γη, που δε θ’ αργούσε να την σκεπάσει! Πάντα κομψή, αντιστεκόταν στη φθορά του χρόνου. Κι ευκίνητη. Χόρευε τον ζεϊμπέκικο, όπως καμία στα νιάτα της στα κέντρα που πήγαιναν δεν ήξερε να τον χορεύει τόσο ωραία, όσο εκείνη. Ο άντρα της την καμάρωνε. «Να μου ζήσεις, Μαρούλα μου» και δος του τα παλαμάκια. Τώρα «Μπράβο, μαμά» «Μπράβο, γιαγιά». Παιδιά κι αγγόνια σ’ έναν κύκλο γύρω της την επευφημούσαν. Κι έτσι με την εικόνα των ξαναμμένων από τη χαρά πρόσωπων τους και τις αγαπημένες φωνές τους στ’ αυτιά της να την ξεπροβοδίζουν, σε στιγμές υπέρτατης ευτυχίας, την πήρε η νύχτα, πριν το χάραμα μονάχη…

Επιμύθιο: …η δε μήτηρ περιχαρής εύχετο Κλέοβί τε και Βίτωνι τοίσι τέκνοισι, την θεόν δούναι το ανθρώπω τυχείν άριστον εστίν. Μετά ταύτην δε την ευχήν, ως έθυσαν και ευωχήθηκαν, κατακοιμηθέντες (…)ουκέτι ανέστησαν. (Ηροδότου Ιστορία, 1.31.4). Ο Ηρόδοτος μέσα απ’ τον διάλογο του Σόλωνα περί ευτυχίας με τον βασιλιά Κροίσο δίνει σ’ όλη την ανθρωπότητα ένα μάθημα για την ανθρώπινη ευτυχία.