Το Ηπειρώτικο πανηγύρι

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Τα πανηγύρια πρέπει να είναι αυθεντικά, ατόφια και αγνά. Είναι;
«Η νύχτα θερίζει με χρωματιστό δρεπάνι τους ακίνητους ανέμους της ψυχής».
Το ηπειρώτικο πανηγύρι. Η ηπειρώτικη παράδοση
Αληθινά κακοποιημένες λέξεις.

Μαζί με την καλοκαιρινή ραστώνη, μακριά από το Αυγουστιάτικο Αθηναϊκό καύμα, στα χωριά, κάτω από τα πλατάνια, τα ελάτια και τα δασόσκιωτα ισκιώματα, -πέρα από τα καθιερωμένα- στήνονται και έκτακτα πανηγύρια, όπου αχολογούν οι ρεματιές από την κλαρινόπληκτη Ιτιά και τον παραπονιάρη Σελήμπεη.
Κι όλα αυτά τα ονομάζουμε παράδοση! Τακτικά και έκτακτα πανηγύρια αποκτούν και τον προσδιορισμό του “Παραδοσιακού”. Το παραδοσιακό πανηγύρι τ’ Άι ‘Λιος, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας.
Τα σουβλάκια των 80 ή 60 γραμμαρίων -ανάλογα με το φιλότιμο των διοργανωτών-, τα νάιλον τραπεζομάντιλα, οι πλαστικές καρέκλες, οι μπίρες Ουαλίας, όλα αυτά συμφυρόμενα με τους ήχους του “παραδοσιακού άσματος” “πώς χορεύουν τα καγκέλια τα κορίτσια με τα μέλια» καθαρή συνέχεια του ντιπιντάει, ντιπιντάει, ντιπιντάει, συνθέτουν το παραδοσιακό τζέρτζελο των πανηγυριών.

Κι όσο κι αν θέλουμε να δικαιολογήσουμε την κατάσταση αυτή η σύγχρονη πραγματικότητα δεν αφορά το φαρμάκι που μας πότισε -άδολα πολλές φορές- το μελαχρινάκι ή και οι απειλές του εκασταχού καψούρα:
«Κάτω απ’ το σπίτι του θα ‘ρθω και θα σε πάρω μακριά του
Δε σ’ αγαπάει όπως εγώ τι θέλεις μες στην αγκαλιά του».
Κι όλα αυτά ενίοτε γίνονται με τη συμμετοχή, τη διοργάνωση ή και την ανοχή διάφορων πολιτιστικών συλλόγων, αρκούντως χρηματοδοτούμενων από τους Δήμους, ανάλογα φυσικά με το cone κάθε Προέδρου και κάθε παράγοντα.
“Ήμουνα νιος και γέρασα κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου”.

Και τα μαλλιά μου άσπρισαν και την παράδοσή μας την μαύρισαν… Γιατί η παράδοση έχει ασφαλώς σχέση με τον πολιτισμό. Και πολιτισμός είναι η νίκη κατά των αδυναμιών του ανθρώπου. Μια από τις αδυναμίες είναι και η ψυχαγωγία. Τα πανηγύρια, εκτός των άλλων υπηρετούσαν και αυτό το σκοπό.
Υπηρετούσαν… Δεν υπηρετούν. Εξυπηρετούν.
Με μικρές φωτεινές εξαιρέσεις τα πανηγύρια κατάντησαν “αιτία κονόμας” και μέθοδος απόκτησης κέρδους.

Κι ας φωνάζουν, όσοι έζησαν και υπηρέτησαν σ’ όλη τη ζωή τους την παράδοση.
«Παράδοση και τραγούδι τα καλύτερά μας όπλα”
Προκειμένου να εξαρθεί «κοσμολογικά» η γυναικεία ομορφιά στο δημοτικό τραγούδι τότε συγκρίνεται με τα δυο άστρα. Ήλιο και Φεγγάρι.
Εσύ είσαι ένας ήλιος,
φεγγάρι λαμπερό,
που θάμπωσες το φως μου
και δεν μπορώ να διω.
Να δούμε και τα εμπορικά κατασκευάσματα:
Λάι, λάι, λάι, λάι, λάι,
λάι, λάι, λάι, λάι, λάι.
Αγαπώ ένα μωρό,
νταχτιρντί, νταχτιρντί και πω πω πω,
τ’ αγκαλιάζω, το φιλώ, το φιλώ, το φιλώ.

Παίζονται, ακούγονται και χορεύονται αβέρτα στα πανηγύρια μας…
Εκεί, κάτω από τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας, του αρμόνιου, του ντραμς κ.ο.κ., σε μια ατμόσφαιρα τσικνισμένη πανταχόθεν, έτσι ώστε να δημιουργηθεί το “πανηγυριάτικο νέφος”, αμπ’δάναρκουδοειδώς, αφού κατευθύνονται ρυθμικά και “μελωδικά” από το άσμα:
“Κούκλα μου μην επιμένεις, σε παρακαλώ, άλλα χείλη γυναικεία δεν ξαναφιλώ.
Αυτά τα μέτζελα και τα τζέρτζελα, αυτά τα σουργούνια, αυτές τις σιαμουνίκλες, που τα μαζεύουμε από την Αθήνα, τα αλλου κουτσμένα, θα μας κάνουν τα πανηγύρια; Είσαι θεομουρλαμένος… Αυτά είναι σούργελα. Μην έρθ’ κανένας από παραπέρα. Θα γίνουμε σουργούν’. Δεν είναι πανηγύρια αυτά. Είναι αρπαχτές του κάθε εμπόρου. Το πανηγύρι είναι ο καθρέφτης του χωριού. Αυτά θα έλεγε και η γιαγιά μου.
Και βέβαια η Ηπειρώτικη παράδοση δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τη μοίρα της παράδοσης των υπόλοιπων περιοχών της πατρίδας μας…