Το πέρασμα του Πλαστήρα απ’ τ’ Αλάτσατα

(Απόσπασμα απ’ το μυθιστόρημα «ΥΠΟΣΧΕΣΗ. Με του Αιγαίου τα κύματα, 1922», της Χαράς Παπαβασιλείου – Κουμουλλή).

Ξένη: «Τελικά το μέτωπο έσπασε κι άρχισε η υποχώρηση. Απ’ το χωριό μας πέρασε και ο Πλαστήρας. Εμείς τα παιδιά ακούγαμε τόσα πολλά γι’ αυτόν, που τρέξαμε να τον δούμε στο μοναστήρι. Κάπου εκεί κοντά είχε στρατοπεδεύσει. Μόλις φτάσαμε, έξω απ’ τον περίβολο είδαμε φαντάρους πολλούς με τα όπλα τους, τους γυλιούς τους, τους αξιωματικούς τους και μερικούς καβαλάρηδες με τ’ άλογά τους. Αυτοί δεν έμοιαζαν με τους άλλους που περνούσαν τις προηγούμενες μέρες σαν συρφετός χωρίς τάξη, σαστισμένοι. Περνώντας απ’ τ’ Αλάτσατα ρωτούσαν αν είχε περάσει ο Πλαστήρας κι όταν τους απαντούσαν: «Όχι», ανακουφίζονταν. Όλο αυτό το πέρασμα του στρατού, που τραβούσε για τον Τσεσμέ να μπει στα καράβια, εμείς τα παιδιά το παίρναμε σαν κάτι που ήρθε για ν’ αλλάξει τη μονότονη ζωή μας.

Σταθήκαμε και τους κοιτάζαμε με περιέργεια. Την προσοχή μας τράβηξε ένας που – γουρ-γουρ-γουρ – χειριζόταν ένα τηλέφωνο. Κάποτε τον ακούσαμε να λέει: ‘‘Εδώ απόσπασμα Πλαστήρα’’. Α! ώστε αυτός ήταν ο Μαύρος Καβαλάρης. Νιώσαμε περηφάνια, θαυμασμό! Και μια ανατριχίλα μας κυρίεψε! Σε λίγο άφησε το τηλέφωνο κι άρχισε να κόβει βόλτες σκεφτικός, με τα χέρια δεμένα πίσω. Οι στρατιώτες του έκαναν στην άκρη με σεβασμό, για να περάσει. Αδύνατος, σαν κυπαρίσσι στητός! Μας εντυπωσίαζε το μελαχρινό χρώμα του προσώπου του. Καραπιπέρ τον έλεγαν οι Τούρκοι και τον είχαν μανία, γιατί είχε τη φήμη του Νικηταρά του Τουρκοφάγου. Το μεσημέρι, καθώς τρώγαμε στο τραπέζι, ακούσαμε μια βοή. Η μάνα μας έτρεξε στο μπαλκόνι.

‘‘Τι τρέχει; Τι είναι;’’
‘‘Ο Πλαστήρας περνά’’.
»Εγώ και η Διονυσία κατεβήκαμε τρέχοντας τα σκαλιά. Στο καφενείο του Μοσκόβη είχε σταματήσει ο Πλαστήρας με τους αξιωματικούς του πάνω στ’ άλογα περικυκλωμένος απ’ τον κόσμο και πίσω του έρχονταν οι φαντάροι. Είπαν να τον κεράσουν ένα γλυκό.
‘‘Όχι γλυκό, δηλητήριο να μας κεράσετε, που φεύγουμε και σας αφήνουμε στο έλεος του εχθρού’’, απάντησε. Ύστερα γύρισε στον κόσμο και τους συμβούλεψε να φύγουν όσο ήταν ακόμα καιρός.
‘‘Αυτός που κατεβαίνει», μας είπε, «είναι φονιάς αιμοβόρος και κλέφτης’’.
»Όσοι τον άκουσαν, σώθηκαν. Στο μεταξύ ο καφετζής, με το δίσκο είχε πλησιάσει. Ο Πλαστήρας συγκινημένος πήρε το ποτήρι και υψώνοντάς το: ‘‘Εύχομαι τα δεινά σας να είναι λίγα.’’, μας είπε και συνέχισε τον δρόμο του. Κρατώντας την άμυνα στα μετόπισθεν έδινε το χρόνο στους φαντάρους να φτάσουν στον Τσεσμέ.