"Το πανηγύρι" του Δημήτρη Κεχαΐδη

Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου

Η ομάδα του «Μ» έχει στο ενεργητικό της 33 θεατρικές παραστάσεις με πολλές βραβεύσεις και συμμετοχές σε πανελλήνια φεστιβάλ. Από το 2010 τη σκηνοθεσία των θεατρικών έχει αναλάβει η κ. Zωή Μπαρτζώκα και μετά από ένα κύκλο θεατρικών παραστάσεων, επιστρέφει αυτή την άνοιξη με το σπουδαίο έργο του νεοελληνικού θεάτρου «Το πανηγύρι» ενός εκ των μεγάλων συγγραφέων, του Δημήτρη Κεχαΐδη. Φέτος όμως οι προθέσεις της «εποχής» ήταν τελείως διαφορετικές με την εμφάνιση μιας νέας για όλους κατάστασης, της πανδημίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό βίντεο από τη κ. Ζωή Μπαρτζώκα, σκηνοθέτη της παράστασης, για να μας θυμίσει πως η τέχνη και η ομορφιά, το θέατρο, βρίσκονται πάντοτε κοντά στον άνθρωπο και την εποχή του.
Σε μια μικρή συνομιλία μαζί της ειπώθηκαν τα εξής:

ΕΡ.: “Το πανηγύρι” του Δημήτρη Κεχαΐδη-Μια ελεγεία για την απώλεια από την θεατρική ομάδα του Μακρυγιάννη. Τι έχετε να μας πείτε γι΄ αυτό το έργο;
ΑΠ.: Το «πανηγύρι» είναι όντως μια ελεγεία για την απώλεια. Είναι αφιερωμένο σε κείνους τους ανθρώπους του Θεσσαλικού κάμπου που ασχολούνται με μικροδουλειές και είναι καταδικασμένοι να περιφέρονται ακολουθώντας τα πανηγύρια. Μέσα από το κείμενο συνυποδηλώνεται το αβέβαιο της περιπλάνησης, του ονείρου που ποτέ δεν γίνεται πραγματικότητα και η εναπόθεση όλων των δεινών που βρίσκουν την οικογένεια στη μοίρα. Το «πανηγύρι» εκτός από την ρεαλιστική του έννοια, είναι μια λέξη συμβολισμός. Συμπίπτει με το καλοκαίρι, τη ζέστη την ραστώνη, την ένδεια αυτών των ανθρώπων που ζουν κυριολεκτικά στο έδαφος και κάτω απ’ την μουριά, το τέλος του καλοκαιριού με την αρχή του φθινοπώρου και το τέλος του έργου. Το γκρέμισμα του ονείρου, ο ερχομός της βροχής, της μοναξιάς, της διάλυσης μιας οικογένειας.

Κρατήσαμε τους συμβολισμούς που πράγματι, όσο εμβαθύνεις, τόσα περισσότερα ανακαλύπτεις. Στοιχεία που διόλου τυχαία δεν μπήκαν από τον συγγραφέα.
Αποτυπώνει γλαφυρά μια εποχή και παράλληλα καταφέρνει να διατρέξει το χρόνο, ανατέμνοντας με τρυφερότητα, – αλλά και αυστηρότητα, ίσως – τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναδεικνύει νοοτροπίες και στρεβλές αντιλήψεις του παρελθόντος, που, ας μου επιτραπεί, παραμένουν …αναλλοίωτες. Ένιωσα να «εισβάλλω» στο σπουδαίο αυτό κείμενο και κάθε φορά που το διαβάζω λέξη προς λέξη διαπιστώνω τις αρετές του, τη βαθιά ελληνικότητά του, την έξοχη θεατρική δομή, τους ολοκληρωμένους και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, μια αναπαράσταση της μετεμφυλιακής εποχής και την αυθεντικότητα της ζωής μιας οικογένειας λαϊκής που αποτελεί μια μικρή κοινότητα, εσωτερικοί μετανάστες, γυρολόγοι της ελληνικής περιφέρειας και άλλοι απόκληροι, με τις χαρές, τις λύπες, τις αγάπες, τους καβγάδες, τις απογοητεύσεις και τα ανεκπλήρωτα όνειρα για καλύτερη ζωή.
Ο Στρατηλάτης, παπλωματάς στο επάγγελμα, παλιός στρατιώτης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ζει με την οικογένειά του στον θεσσαλικό κάμπο. Η νομαδική ζωή, η αμορφωσιά, η φτώχεια αλλά και η αδράνεια εμποδίζουν την προκοπή του, αφήνοντας την οικογένειά του στο έλεος της μοίρας. Η γυναίκα του η Δέσποινα, πιο προσγειωμένη στην πραγματικότητα, παλεύει για την επιβίωσή τους και, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, παρασύρει βιαστικά την κόρη της σε ένα γάμο αταίριαστο. Η κατάσταση έτσι επιδεινώνεται και η οικογένεια σταδιακά αποξενώνεται, μέχρι τον οριστικό χωρισμό και την απομόνωση.

ΕΡ.: Είστε η σκηνοθέτης αυτού του έργου, ποιές οι δυσκολίες και ποιά πιστεύετε πως θα είναι η πρόσληψή του από το κοινό;
ΑΠ.: Από τότε που γράφτηκε το Πανηγύρι πέρασαν χρόνια και σίγουρα όταν ο Κεχαΐδης το έγραφε το 1964, δεν θα φανταζότανε πως, πενήντα έξι χρόνια μετά, θα απευθυνόταν σε μια κοινωνία κι ένα κομμάτι του κοινού, που τώρα πλέον αγκαλιάζει ένα καλό ελληνικό έργο και το κατατάσσει μέσα στις αξιόλογες παραστάσεις της εκάστοτε θεατρικής χρονιάς. Η συγγραφή αυτών των έργων όπως ετούτο, όπως η αυλή των θαυμάτων του Καμπανέλη και άλλων) ήταν απόπειρες κάποιων ονειροπόλων νεαρών εκείνης της εποχής που θα έστρωναν το χαλί για μια λαμπερή πορεία του νεοελληνικού θεάτρου.
Τότε από πολλούς αποκαλούντο δύσκολα, αντιεμπορικά και βαριά, ονομασίες που αντικαταστάθηκαν από τον ειρωνικό τίτλο ‘ «κουλτουριάρικα, δηλαδή έργα για λίγους. Δυσνόητα και βαρετά. Το καλό θεατρόφιλο κοινό όμως, με το πέρασμα των χρόνων κατανόησε πως δεν υπάρχει ελπίδα προόδου του ελληνικού θεάτρου δίχως την ύπαρξη του ελληνικού έργου. Και το αγκάλιασε και το τοποθέτησε στην πρώτη γραμμή των επιλογών του και το δόξασε, κατά πώς του αξίζει
Το κοινό, λοιπόν, είναι μια μεγάλη κουβέντα. Πιστεύω όμως πως ένα μεγάλο κομμάτι, αναγνωρίζει την αισθητική, τις καλές ερμηνείες, την σκληρή δουλειά που γίνεται για να ανέβει στο σανίδι μια ομάδα, τόσο δυνατή, όσο η δική μας.

ΕΡ.: Η θεατρική σκηνή του «Μακρυγιάννη» στις επιλογές των έργων του είναι απαιτητική- πέρυσι ανεβάσατε με μεγάλη επιτυχία το «Δεσποινίς Τζούλια» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ. Γιατί ακολουθείτε τη «δύσκολη» οδό;
ΑΠ.: Το θέατρο είναι ένα δώρο που μάς δόθηκε σε κάποια στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας… Όλες οι μορφές τέχνης εκφράζουν εκείνα που δεν μπορούν να «ειπωθούν» με άλλο τρόπο. Το θέατρο είναι μια πολύ ιδιαίτερη μορφή τέχνης που συμπεριλαμβάνει όλες τις άλλες. Η ίδια η λέξη εννοεί το χώρο, τους ανθρώπους τη δράση, την προετοιμασία, την τεχνική… Τον συντονισμό της καρδιάς του ηθοποιού με την καρδιά του συμπαίκτη και τις καρδιές των θεατών. Το να γίνεσαι «ένα» με την πλατεία, τα βλέμματα και την ανάσα του κόσμου, είναι μαγεία.

Το θέατρο είναι αναζήτηση. Αγωνίες προβληματισμοί, ατέλειωτες και… πολλές φορές, ατέρμονες συζητήσεις… Το αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς είναι η ανταμοιβή. Για να συμβούν μέσα μας όλα τα παραπάνω, τα κείμενα που επιλέγουμε πρέπει να είναι ζωντανά, διαχρονικά και ανεξίτηλα κι αυτό συμβαίνει με τα σπουδαία έργα που πιάνουμε στα χέρια μας. Η δύσκολη οδός είναι ο όμορφος δρόμος.
Κάθε φορά και πιο πολύ μέσα μας πονά, γελά και ανυψώνεται. Η πιο σημαντική έννοια που κρύβει η διαδικασία, είναι αυτή της βιωματικής αποκάλυψης των «μυστηρίων» της ζωής. Γιατί στο θέατρο καταλύεται ο χρόνος και η απόσταση και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο επιτρέπεται η … «αλλαγή» του ατόμου. Κι αυτό είναι μια δυνατότητα που έχει κάθε άνθρωπος που βιώνει τα πράγματα, είτε εξωτερικά σαν θεατής είτε εσωτερικά σαν ενεργό κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας. Η μαγεία δηλαδή του θεάτρου είναι αυτό το «δούναι και λαβείν» που θα συμβεί μεταξύ ηθοποιού και θεατή. Όλα αυτά και πάρα πολλά άλλα είναι η γοητευτική «δύσκολη οδός».

Η τέχνη μπορεί να γίνει εργαλείο για την πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου, επειδή σε όλες τις μορφές της ενσαρκώνει την ανάγκη του για αρμονία και ισορροπία, εσωτερική και εξωτερική. Εσωτερικά, ο άνθρωπος χρειάζεται να πετύχει την εναρμόνιση των τριών κόσμων μέσα του: του σώματος, της ψυχής και του νου. Στο θέατρο, ο ηθοποιός αλλά και ο θεατής χρειάζεται να βιώνει μια προσωπική εσωτερική ελευθερία, έστω και για λίγη ώρα…
«Απελευθερώσου από μέσα σου, ισορρόπησε σαν άνθρωπος για να αποδώσεις στη σκηνή» έλεγε ο Στανισλάβσκι. Βέβαια κατακτιέται δύσκολα και όχι τόσο εύκολα, όσο λέγεται. Όμως είναι εφικτό, πιστέψτε με. Έστω κι αν αυτή η απελευθέρωση συμβεί για μια στιγμή πάνω στη σκηνή είναι βάλσαμο για την ψυχή και δύναμη για λίγο «πιο ψηλά» μέσα μας .
Έχοντας λοιπόν όλα αυτά στο νου μου νιώθω ότι μόνο αυτή την όμορφη και δύσκολη οδό μπορώ να ακολουθήσω

ΕΡ.: Πιστεύετε πως το κοινό μιας επαρχιακής πόλης είναι έτοιμο και εκπαιδευμένο γι΄αυτό το είδους του θεάτρου που προσφέρετε;
ΑΠ.: Θα μιλήσω λίγο γενικότερα και όχι συγκεκριμένα για το κοινό της πόλης μου. Δυστυχώς στην εποχή μας έχουμε μπερδέψει τη ρίζα των λέξεων «Ψυχαγωγώ» και «διασκεδάζω». Ψυχαγωγία είναι η συμμετοχή του ανθρώπου στα ανώτερα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού, που τον μορφώνει πνευματικά και αισθητικά και τον εξευγενίζει. Διασκεδάζω σημαίνει κάνω κάποιον να χαμογελάσει ή να γελάσει ή να νιώσει ευχάριστα . Έχουμε μπερδέψει την ψυχαγωγία, τη διασκέδαση, το θέατρο, την κωμωδία, τη σάτιρα, με την κάθε «σαχλαμάρα» που μας προσφέρουν στο πιάτο. Στο καθετί το εύκολο και εύπεπτο.

Μεγάλο μέρος του κοινού, αυτό που λέμε «ευρύ», όχι μόνο της επαρχιακής μας πόλης αλλά και των μεγάλων κέντρων, αρκείται στο κάθε ελαφρύ, στο επιφανειακό, στη λαϊκιστική κωμωδία (και όχι στη λαϊκή, που μια χαρά είδος είναι). Το χειρότερο είναι ότι ξεφυτρώνουν από παντού συγγραφείς σκηνοθέτες παραγωγοί που το θρέφουν όλο αυτό, «νταντεύοντας» το περίφημο αυτό ευρύ κοινό πως καλά κάνει και αρέσκεται σε όσα αρέσκεται.
Αρνούμαι να δεχτώ την έκφραση που συχνά ακούω «πάω στο θέατρο για να γελάσω» ή «ανεβάστε μια κωμωδία να γελάσουμε» και μόνο αυτό. Η κωμωδία είναι ένα σπουδαίο είδος. Αλλά η ΚΩΜΩΔΙΑ. …Γι αυτό και φτάσαμε να βλέπουμε κάθε χρόνο – ειδικά στα θέατρα της πρωτεύουσας – αν και επεκτάθηκε και στην επαρχία αρκετά- παραστάσεις – «σκουπίδια», όπου κυριαρχεί η βρισιά, οι σαχλές, οι σεξιστικές κινήσεις, τα αισχρά σεξουαλικά σχόλια, αλλά και ακόμη χειρότερα, οι ρατσιστικές αναφορές σε ανθρώπους με νοητικά και κινητικά προβλήματα και γενικά πράγματα πρόσωπα και καταστάσεις ακόμα και ιστορικές αναφορές που γίνονται αντικείμενα χλευασμού. Και πολλά άλλα που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να αντέξει. Δυστυχώς το βλέπουμε και στον πόρτα μας σιγά σιγά.

Όλα αυτά δημιουργούν συνειδήσεις δυστυχώς. Θέλω όμως να πιστεύω ότι το κοινό της πόλης μας είναι σε θέση να ξεχωρίσει. Η Άρτα έχει θεατρόφιλο κοινό και καλή κρίση. Εμείς ως ομάδα αλλά και ως Σύλλογος έχουμε υποχρέωση πρώτα απέναντι στους εαυτούς και σ’ αυτό που υπηρετούμε, να το κρατήσουμε πολύ ψηλά. Και αυτό γίνεται σε όλες τις μορφές της τέχνης που λειτουργούν στη στέγη του «Μ». Χορευτικά, χορωδίες, θέατρο. Να φέρουμε το κοινό σ’ αυτόν το δρόμο. Της ποιότητας και της αξίας που πηγάζει μέσα από την τέχνη. Τον δρόμο που κατά τον Κάρολο Κουν, μάς κάνει λίγο καλύτερους. Να δείξουμε αισθητική και όραμα. Και καλαισθησία. Και ταπεινότητα. Αρετές που η τέχνη του θεάτρου διδάσκει. Και αν δεν υπάρχουν, διαπράττεται ύβρις.
Σας ευχαριστώ.