Φέτα, λάδι, τώρα και ακτινίδιο

Πώς το φρούτο έφθασε να είναι από τους πρωταθλητές των ελληνικών εξαγωγών

Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη δοκιμαστική ιδιωτική εγκατάσταση ακτινιδίου στην Ελλάδα, το κινεζικό φρούτο έχει σημαντικό ρόλο στο ελληνικό εμπόριο, σημειώνεται σε ρεπορτάζ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ (Ηλιάνα Μάγρα) στην οποία μιλούν ο Χρήστος Κολιός, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ακτινιδίου και ιδιοκτήτης του Ομίλου Κολιού ΑΒΕΕ και ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Γιώργος Στύλιος.
Είναι ωοειδές, με τριχωτό, καφετί περίβλημα – με μια πρώτη ματιά το ακτινίδιο δεν μοιάζει με χρυσό. Κι όμως, αυτό το εξωτικό φρούτο έχει γίνει το πρώτο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας από άποψη αξίας στα ελληνικά φρούτα και λαχανικά, με την Ελλάδα να είναι στις τρεις πρώτες χώρες σε παραγωγή ακτινιδίου παγκοσμίως, μετά τη Νέα Ζηλανδία και την Ιταλία, όπως λένε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ειδικοί της αγοράς του ακτινιδίου.

Όλα ξεκίνησαν το 1971, όταν το Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας εισήγαγε στην Ελλάδα τα πρώτα φυτά ακτινιδίου, αναφέρει στην «Κ» ο γεωπόνος και υπεύθυνος του τμήματος Οπωροφόρων Φυλλοβόλων Δένδρων στο Ινστιτούτο, Θωμάς Σωτηρόπουλος. «Το 1973 εγκαταστάθηκε δοκιμαστικά στη Θεσσαλία η πρώτη ιδιωτική φυτεία ακτινιδίου», δηλώνει, συμπληρώνοντας πως στη συνέχεια η Διεύθυνση Γεωργίας Πιερίας εγκατέστησε ένα δίκτυο δοκιμαστικών οπωρώνων ακτινιδιάς στην περιοχή της Κατερίνης. Το στοίχημα απέβη επιτυχές – σήμερα πολλοί αναφέρονται στο ακτινίδιο ως το «χρυσάφι της Πιερίας».
Τον 19ο αιώνα ο Αγγλος κληρικός και συγγραφέας Τσαρλς Κόλτον έγραψε πως η μίμηση είναι η ειλικρινέστερη μορφή κολακείας. Στην περίπτωση του ακτινιδίου, όμως, η μίμηση αποδείχθηκε παραγωγική. «Στην παραγωγή έχει πολύ μεγάλη δύναμη το παράδειγμα», λέει στην «Κ» ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Γιώργος Στύλιος, «το παράδειγμα ακολουθεί η μίμηση». Σύμφωνα με τον Γιώργο Πολυχρονάκη, ειδικό σύμβουλο της Incofruit-Hellas, του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Φρούτων-Λαχανικών και Χυμών, καθώς στην Ελλάδα δεν έχουμε μια «χαραγμένη στρατηγική καλλιέργειας», οι καλλιέργειες των ακτινιδίων είναι στην πλειονότητά τους «μιμητικές». «Είδαν τον διπλανό τους που είχε καλύτερο εισόδημα και η ποσότητα των φυτεύσεων έχει αυξηθεί σε τεράστια επίπεδα», αναφέρει. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Incofruit-Hellas, το 2007-2008 οι ελληνικές εξαγωγές των ακτινιδίων ανέρχονταν σε 38.000 τόνους. Το 2013 έφθασαν τους 91.199 τόνους. Την απελθούσα εμπορική περίοδο 2021-2022 οι εξαγωγές άγγιξαν τους 183.599 τόνους, καταγράφοντας ρεκόρ τόσο σε τονάζ όσο και σε αξία 228.073.219 ευρώ.

«Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ακτινίδιο είναι το χρυσό εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας», λέει ο Χρήστος Κολιός, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ακτινιδίου και ιδιοκτήτης του Ομίλου Κολιού ΑΒΕΕ, που κάνει εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, με το 95% αυτών να είναι το ακτινίδιο, το οποίο εξάγουν από το 1994. «Σε περίπου μια πενταετία θα φθάσουμε τους 600.000 τόνους ετήσια παραγωγή και ο αντίκτυπος όσον αφορά την οικονομία της χώρας θα είναι πολύ μεγάλος – 400 με 500 εκατ.», δηλώνει.
Το μπουμ της ανάπτυξης της παραγωγής και των εξαγωγών ακτινιδίου, όμως, δεν οφείλεται μόνο στην καλλιεργητική μίμηση, η οποία είναι άλλωστε αποτέλεσμα της έντονης ζήτησης για το φρούτο. Τα τελευταία χρόνια, το αβοκάντο και η λαχανίδα έγιναν τα poster φρούτα και λαχανικά για την υγιεινή διατροφή των millennials. Αλλά ένα από τα λεγόμενα superfoods είναι και το ακτινίδιο, το οποίο έχει σχεδόν διπλάσια περιεκτικότητα σε βιταμίνη C, ακόμη και από τα πορτοκάλια. «Τα ακτινίδια είναι φρούτα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και η εκτεταμένη έρευνα την τελευταία δεκαετία σχετικά με τα οφέλη τους στην υγεία έχει συνδέσει την τακτική κατανάλωσή τους με την υγεία του ανοσοποιητικού μας συστήματος, του πεπτικού μας συστήματος και της μεταβολικής υγείας», λέει η διαιτολόγος-διατροφολόγος Ανδριάνα Καλιώρα, καθηγήτρια Διατροφής του Ανθρώπου και των Τροφίμων στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.

Σε πολλές περιοχές, όπως η Πιερία, η Αρτα και η Καβάλα, οι συνθήκες είναι ιδανικές για την ανάπτυξη της καλλιέργειας. Σύμφωνα όμως με τον κ. Πολυχρονάκη, η εντατικοποίηση της παραγωγής εν μέρει οδήγησε σε πτώση των τιμών τη φετινή σεζόν.
Την αγορά έχει φυσικά επηρεάσει και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και όχι μόνο λόγω της ενεργειακής κρίσης, που έχει αυξήσει το κόστος των παραγωγών – «το κόστος συντήρησης, το κόστος μεταφοράς, όλα αυτά τα φορτώθηκαν οι παραγωγοί», λέει ο Δημήτρης Φόλιος, παραγωγός στην Πιερία, πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισμού Καρίτσας και αντιδήμαρχος Αγροτικής Ανάπτυξης του Δήμου Δίου – Ολυμπίου.
Αλλά μειώθηκαν οι εξαγωγές στην Ουκρανία, όπου για ένα διάστημα είχαν σταματήσει εντελώς, και στη Λευκορωσία, όπου άρχισαν να εξάγονται ακτινίδια εκ νέου τον Σεπτέμβριο. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι γεωπολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν την αγορά του ακτινιδίου. «Ενας άλλος σταθμός ήταν το 2014-2015, που έγινε το εμπάργκο στη Ρωσία και σταμάτησαν οι εξαγωγές», δηλώνει ο κ. Καλλίτσης, εμπάργκο που είχε επιβληθεί όταν η Ρωσία ήταν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς των ελληνικών ακτινιδίων. Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Καλλίτσης σημειώνει πως τώρα στην Ουκρανία, την οποία χαρακτηρίζει μια καλή αγορά για το ακτινίδιο, συνεχίζουν να γίνονται εξαγωγές – «το δυτικό τμήμα δεν έχει επηρεαστεί σχεδόν καθόλου από τον πόλεμο», αναφέρει.

Στην Ελλάδα υπάρχουν 10.132 παραγωγοί ακτινιδίων, σύμφωνα με τη δήλωση καλλιέργειας 2022. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε Πιερία, Άρτα και Ημαθία, όπου οι συνθήκες είναι ιδανικές για την ανάπτυξη της καλλιέργειας.
Το 2021-2022, στην Ελλάδα παράχθηκαν 315.477 τόνοι ακτινιδίων σε 12.568 καλλιεργούμενα εκτάρια – 127.930 τόνοι εξ αυτών εξήχθησαν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μία από τις αγορές που αναμένεται να ανοίξει άμεσα είναι η Βραζιλία. Μία άλλη, το Ισραήλ. Καθώς οι συμφωνίες με τρίτες χώρες είναι διμερείς, ποιος είναι ο ρόλος που παίζει η διπλωματία, σχετικά με τις εξαγωγές σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης;
«Απαιτείται να υπάρχει ένα πρωτόκολλο σε σχέση με τη χώρα μας και τη χώρα εισαγωγής, πρωτόκολλο συνεργασίας – η διπλωματία παίζει ρόλο για να διευκολύνει πάρα πολλά πράγματα στην κύρωση μιας συμφωνίας με μια τρίτη χώρα και στη συνεργασία», δηλώνει ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Στύλιος. «Από εκεί και πέρα σίγουρα παίζουν ρόλο οι έμποροι και οι παραγωγοί – αυτοί ανοίγουν το δίκτυο, έρχεται η αγορά από μόνη της και λύνει πολλά τέτοια προβλήματα», συμπληρώνει, τονίζοντας όμως πως το υπουργείο και οι περιφέρειες έχουν συνεχή παρουσία σε διεθνείς εκθέσεις όπου δίνεται η δυνατότητα «για τέτοιες επικοινωνίες, συνεργασίες, για άνοιγμα αγορών».

«Είναι θέμα τού πόσο μπορεί να πιέσει διπλωματικά μια χώρα για να ανοίξουν αγορές όπως είναι το Ισραήλ, η Βραζιλία ή το Μεξικό», αναφέρει ο κ. Καλλίτσης. «Ας πούμε, αυτή τη στιγμή εμείς έχουμε πρόσβαση στην ταϊλανδέζικη αγορά, ενώ η Ιταλία όχι. Η Ιταλία εξάγει στο Μεξικό, ενώ εμείς ακόμη όχι», τονίζει.
Παρότι όμως το ακτινίδιο είναι μια δυναμική καλλιέργεια για τη χώρα, όσοι μίλησαν στην «Κ» τονίζουν ότι πρέπει να γίνουν κάποιες αλλαγές. Ο κ. Φόλιος και ο κ. Κολιός δηλώνουν ότι πρέπει να ανοίξουν και άλλες αγορές –«δεν φθάνουν αυτές οι αγορές για την ποσότητα που παράγουμε», αναφέρει ο πρώτος. Ο κ. Καλλίτσης δηλώνει πως πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία – «σαν χώρα έχουμε μεγάλες δυνατότητες στην πρωτογενή παραγωγή, δεν τις έχουμε εκμεταλλευθεί, δεν έχει εκσυγχρονιστεί η παραγωγή όσο θα μπορούσε». Ο κ. Στύλιος, σημειώνοντας πως τώρα μπαίνει δυναμικά στην αγορά και το κιτρινόσαρκο ακτινίδιο, για το οποίο υπάρχει μεγάλη ζήτηση, τονίζει πως δεν μπορεί το κράτος να πει στους παραγωγούς τι να καλλιεργήσουν – αυτό το λέει η αγορά. «Βοηθούμε από πολλές πλευρές, δίνουμε στοιχεία, χρησιμοποιούμε τα αναπτυξιακά μας προγράμματα, τις χρηματοδοτήσεις μας δηλαδή, το κράτος έρχεται να δημιουργήσει το πλαίσιο και κάνει τις συμφωνίες για να ανοίξουν οι αγορές – αυτός είναι ο ρόλος μας, δεν είμαστε συνέταιροι», δηλώνει ο υφυπουργός.

«Σε περίπου μία πενταετία θα φθάσουμε σε 600.000 τόνους ετήσια παραγωγή», λέει ο Χρήστος Κολιός, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ακτινιδίου. Είναι πλέον το ακτινίδιο το χρυσό μας προϊόν; Ο ίδιος υπογραμμίζει πως στη χώρα έχουμε πολλά καλά προϊόντα – τις ελιές, το λάδι, τη φέτα. «Ο αγροδιατροφικός τομέας τα τελευταία δύο χρόνια στο εμπορικό του ισοζύγιο είναι πλεονασματικός για τη χώρα – μας στέλνει ένα μήνυμα ότι μπορούμε και πρέπει να τους στηρίξουμε και να επενδύσουμε πάνω τους», σημειώνει. Το ακτινίδιο, με το οποίο η πλειονότητα του κόσμου δεν θα ταύτιζε την Ελλάδα, είναι πλέον ένα από αυτά τα καλά εγχώρια προϊόντα. «Είναι μια εξελισσόμενη και δυναμική καλλιέργεια», τονίζει, «που με την προσοχή που δίνουμε και θα συνεχίσουμε να δίνουμε όλοι μας –και η πολιτεία, και οι ομάδες παραγωγών, οι έμποροι, οι εξαγωγείς– μπορεί να συμβάλει σε πολύ μεγάλο ποσοστό στην ενίσχυση των εξαγωγών της χώρας και να φέρει εισόδημα στην Ελλάδα».