Γλώσσα Ακαπίστρωτη, Αληθινή Και Περήφανη
Του Χρήστου Νιάρου
Σκέψεις για το βιβλίο και από το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα
Το Μάγουλο Της Παναγίας εκδ. Αγρα 2021.
Δεν είναι ένα, δεν είναι δυο, τα βιβλίο και οι κάθε λογής εκδηλώσεις ανά τον κόσμο για το 1821. Καθετί έχει το χαρακτήρα, την σημασία, το όριο και την επιρροή της στην καθημερινότητα μας . Άλλοτε, ως αναγνώστες ή ως θεατές, γινόμαστε παρόντες στις στιγμές της ιστορίας μας. Θα το έλεγα πιο σωστά όσο δόκιμο και εφικτό είναι αυτό, ότι ξαναζούμε το παρελθόν, όχι μουσειακά, επετειακά και για το θεαθήναι της ανάγκης και των ημερών, αλλά ως διάρκεια μνήμης, και ιδεών, που σηματοδοτούν και ορίζουν και φτάνουν μέχρι το σήμερα. Το επί της ουσίας δηλαδή, όταν γινόμαστε μέρος του και αναστοχαζόμαστε το τι έγινε με όλες του τις αποχρώσεις του. Και το σίγουρο είναι τι μένει στον καθένα μας και στο μετά μας και στην καθημερινότητα μας. Πολλά ή λίγα κάτι απομένει. Ειδικά, αυτές τις εποχές και στιγμές της πτώσης, της μοναξιάς, της απόστασης, των τεχνολογικών ευκολιών, το βιβλίο στέκεται όσο μπορεί, δείχνοντας τις αντοχές του, την επικαιρότητα του αλλά και το πόσο δημιουργικά μπαίνει στο χρόνο και στις κουβέντες μας. Το σίγουρο είναι το γραπτό, ο γραπτός λόγος και αυτός αναμετριέται με όλα αυτά.
Και ο Παντελής Μπουκάλας και με αυτό του το βιβλίο, ανοίγει τα κιτάπια και τα δρώμενα της ιστορίας συμβάλλοντας στα μέγιστα, στο χώρο της έρευνας και της γραφής, αναφορικά με τον βίο την πολιτεία ( πιο σωστά με τα βουνά, τα λαγκάδια, τις ρεματιές, την γέννα του, τους ίσκιους του, τους συμπολεμιστές του, τα πιστεύω του, τα εσώψυχα του ) του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Εκεί είναι, τα ξεχασμένα του που μας γεμίζουν, όταν βγαίνουν στην επιφάνεια. Στην αφή των σελίδων. Σημαντικότατη μορφή και προσωπικότητα, στους αγώνες για την λευτεριά από τον οθωμανικό ζυγό αλλά και από τα ζύγια του μετά τους, ο Καραϊσκάκης, των ίσως ο ως χωρίς γενέθλια καθαρή πατρίδα είναι ζητούμενο που αξίζει κάποιος να το προσεγγίσει. Δηλαδή το πως ξεκίνησε, το τι έγινε, τι ένιωσε, τι πέρασε, και όλα τα επόμενα των μαχών και της ελευθερίας .
Των εμφυλίων δηλαδή αλλά και των εσωτερικών διακανονισμών και μοιρασιών στα μελλούμενα που ήρθανε και έχουν μια άλλη πορεία και ο καθείς έχει τις ευθύνες και την άποψη του και την οπτική. Οι γνωστές δηλαδή καρέκλες και τα πρωτεία και όλα τα γνωστά συμπτώματα κομπογιαννιτισμού, ηττοπάθειας και του ξέρεις ποιος είμαι εγώ, που μας δυναστεύουν και δεν πρέπει να τα ξεχνάμε. Αυτό είναι άλλο βέβαια ευαγγέλιο, άλλη σελίδα, άλλα δεν παύει να ναι σελίδα στην ιστορία μας. Και ο Καραϊσκάκης μέσα από αυτό το βιβλίο εξομολογείται, μονολογεί, θυμάται και πονάει.
Όλες τις πληγές και τα φτερουγίσματα του, τις βγάζει με το δικό του τρόπο γραφής ο Παντελής Μπουκάλας, στην φόρα και στην φορά της ιστορίας. Σαν λάτρης του λόγου, μεσάζοντας, σαν ενδιάμεσος, σαν ακροατής, σαν ιστορικός. Σκύβει πάνω στην λεπτομέρεια και σκηνοθετεί. Μα πάνω από όλα είναι ευαίσθητος και ακριβό λόγος δημιουργός. Όλα αυτά συμπορεύονται και είναι δίπλα μας, από την πρώτη λέξη του βιβλίου μεχρι της τελευταίας πρότασης για τον στρατηγό, το παιδί της καλογριάς, της αμαρτίας, τον αθυρόστομο, τον ήρωα, τον τροπαιοφόρο, τον αντάρτη, τον άρρωστο, Γ. Καραϊσκάκη.
Τον άνθρωπο με τα θετικά, με τα αρνητικά του, ο συγγραφέας αναμετριέται, δωρικά και στα ίσα. Και εννοείτε και με τον χιλιοτραγουδισμένο, από τα πολλά δημοτικά μας τραγούδια, αφουγκράζεται τον σφυγμό τους. Από τότε που μπουσούλαγε. Γράφει ο Π/Μ για τον Καραϊσκάκη «περνούσαν οι μέρες, ζεσταίνονταν η ψυχή, αλλά πονούσα. Δεν ήταν το χτικιό, άλλο με έτρωγε. Ρώταγα, ξανά ρώταγα, ακούσατε κάνα τραγούδι, ορέ λεβέντες, καμιά ψαλμουδιά για την Αράχοβα και την παλικαριά μας ; Τίποτα. Κανείς. Πλην εγώ, με ήλιο με σκοτάδι, άκουγα μέσα μου ένα ζουρνά, κοκάλινο, κόκαλο αετίσιο να κλαίει, να κλαίει να με ξεσκίζει.»
Το μάγουλο της Παναγιάς, όπως συνοπτικά, τονίζεται, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι ένα πεζογράφημα θεατρικής μορφής, μια αυτοβιογραφική εικασία που αρδεύεται εξίσου από την φαντασία και τις πολλές διαθέσιμες μαρτυρίες, ιστοριογραφήματα, δημοτικά τραγούδια, Λαογραφικές αναφορές.
Σπάνιο το χάρισμα γραφής του Παντελή Μπουκάλα. Και μέσα από αυτή την προικισμένη αφήγηση μεταφέρει τα μαλάματα και τα λόγια και τα έργα της παράδοσης και της τότε εποχής στο σήμερα. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά, που ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, στέκεται και ρίχνει τις γυροβολιές και τις ματιές του στο χώρο ( στο χωριό και στην ενδοχώρα ) της ντοπιολαλιάς αλλά και της δημοτικής μας άγραφης παράδοσης. Με σεβασμό, ακούει και τα μοιρολόγια και τα πανηγύρια. Σε όλα τα κελαρίσματα ζωής αλλά και από τα βουνά της μνήμης και της ομορφιάς ο γραπτός του λόγος εκπέμπεται πολύπλευρα. Επηρεάζει και συνομιλεί με ευρηματικότητα και με μια αμεσότητα γλώσσας κυματιστής, με ότι παρατηρεί, με ότι τον συνεπαίρνει, με ότι υπάρχει και χρήζει κουβέντας και επικοινωνίας.
Ας επιστρέψουμε, στην εικασία και σε μια χαρακιά γραφής μέσα από μια ακόμη σελίδα του βιβλίου. Με την πένα του συγγραφέα, στα λόγια του Γ. Καραϊσκάκη «δεν είναι ίσια γραμμή πάνω στην άμμο η ζωούλα μας, Γραμματικέ να την βλέπεις απ´ άκρη σε άκρη, απείραχτη. Ώρες ώρες θα χαθεί μέσα στην άμμο, αν στείλει κύμα η θάλασσα ή αν τρέξει πολλή αλμύρα από τα μάτια μας. Κι ύστερα λάμπει ο ήλιος, να τη που φανερώνεται πιο πέρα η γραμμή, καινούργια λες, μα και παλιά. Και το μνημονικό μας έτσι. Πιάνει τη μια κλωστή και δίχως να την παρατήσει πιάνει και άλλη. Και άλλες. Μέσα σ ένα κουβάρι γερνάμε την κάθε ημέρα. Και όταν στο τέλος ξεμπερδεύουμε με την ζωή εδώ πάνω, μένει πίσω μας ένα κουβάρι πιο μπερδεμένο από ποτέ. Μήτε ο θεός έχει χρόνο και όρεξη να το ξεμπερδέψει».
Την αυτοβιογραφική εικασία του Καραϊσκάκη συμπληρώνουν οι διάλογοι του με τους Δημήτρη Αινιάν
(προσωπικός γραμματέας και συμπολεμιστής του ), το τυφλό λυράρη αλλά και το Ζαφείρη – Μαριώ ( την Οθωμανή που την βρήκε ο Καραϊσκάκης και την βάφτισε χριστιανή, και όταν πολεμούσε γενναία χρησιμοποιούσε το όνομα Ζαφείρης ), που αριστοτεχνικά, θεατρικά χτίζει και ξεδιπλώνει η πέννα του Παντελή Μπουκάλα. Σε κάνει μέτοχο στο γίγνεσθαι, στο χτες, σε όλους τους πόθους και τους ίσκιους τους άπρεπους και δυνατούς του πρωταγωνιστή αλλά και της γλώσσας, της ντοπιολαλιάς που με παρακάλιο, διαταγή και παράπονο αλλά και με εγκαρδιότητα και αυθορμητισμό εκπέμπεται στα πέρατα των χρόνων. Μαεστρία προσέγγισης από τον δημιουργό του γραπτού λόγου που εδώ και δεκαετίες μας εχει δώσει εξαιρετικότατα γευσιοναγνώσματα κριτικής και πονήματα και ποιητικές γραφές και και και.
Όπως και ναχει, καλό είναι να ακούμε και να σκύβουμε που και που, (αυθόρμητα και ταυτοτικά), τόσο στα κομμάτια και σημεία της ιστορίας μας αλλά και στην πλούσια λαλιά, στις, εικόνες και στην σοφία του δημοτικού μας τραγουδιού. Χωρίς αυτό, χωρίς αυτά τα μετερίζια, δεν πατάμε, δεν περπατάμε, στο αύριο. Τα επετειακά έρχονται και φεύγουν. Αναμνηστικά μένουν οι φωτογραφίες ως υπενθύμιση και ως κειμήλιο. Και απο περιέργεια και από συνήθεια ξαναέρχονται. Τα βιβλία όμως μένουν. Επιμένουν. Έχουν σάρκα και αίμα και πάθος. Και ο λόγος ο δωρικός, ο ακαπίστρωτος, ο άμεσος μένει. Μαζί με τους μύθους και τις πικρές και γλυκιές αλήθειες των ανθρώπων και των γεγονότων όλα συμπορεύονται . Κουβαλάνε μαζί και πολλές υπομονές και κύματα και χώματα. Ο Παντελής Μπουκάλας, στο τέλος του βιβλίου, στην ενότητα, τα επιλογικά μιας εικασίας, σε μια ακόμη προσέγγιση λόγου και διάρκειας κρένει και μονολογεί «όσο περνούν οι δεκαετίες, η μνήμη διασώζει χώρο μόνο για τα σημαντικά. Και φαίνεται πως οι χρονολογίες δεν συγκαταλέγονται σ’ αυτά. Πρέπει να ζοριστούμε πολύ και να βάλουμε μπροστά την μηχανή των συνειρμών και των συσχετισμών, για να καταφέρουμε να προσδιορίσουμε επακριβώς την χρονιά πού….». Λίγες χρονιές μας σφραγίζουν ανεξίτηλα. Όσες διακονούν τον έρωτα στην κορύφωσή του και προπάντων όσες χαρακώνονται βαθύτερα από τον Θάνατο, με χαρακιές που ορίζουν πλέον ισόβια το πριν από το μετά.
Πάντοτε στις εικασίες, με ή χωρίς αντιφάσεις, ο καθένας μας αυτοβιογραφείται. Αλλά όπως και ναναι, η ιστορία έχει τους δικούς της βιογράφους και ο καθένας φτιάχνει την δικιά του παράγραφο, όσο και όταν το μπορεί. Κλείνοντας το βιβλίο ( ένα βιβλίο ποτέ δεν κλείνει, ούτε πόρτες, ούτε μετρά λέξεις) αισθάνθηκα την ανάγκη να βρώ μια παιδική φωτογραφία. Με φουστανέλα. Μετά πήγα στο χωριό, αργά αργά τα βήματα με κάτι ηπειρωτικά αντάμα να έρχονται, μέσα από τα ξημερώματα. Είδα πολλούς. Και άλλους που δεν άκουσα. Κάπου ο Κολοκοτρώνης έλεγε τα δημοτικά τραγούδια είναι οι εφημερίδες του λαού. Του χρόνου θα ξημερώσουν τα εκατό χρόνια του 22. Και δω ο καιρός της Μελβούρνης περνάει με τις μεταπτώσεις της. Ποικιλία δηλαδή απρόβλεπτη. Ηλιόβροχο και εποχιακές ειδήσεις δίνουν και παίρνουν δίπλα μας. Δυο τρία τηλεφωνήματα, έρχονται και παρέρχονται, την υγεία της υπόστασης και απόστασης να την γεμίσουν. Άλλος από το Αιγαίο, άλλος από το Ιόνιο. σε κάποιο σημείο του δρόμου της κουβέντας χαιρετιόμαστε toy δρόμοy tis. ενδιάμεσα δε, συνυπάρχουμε κάπου. Βρισκόμαστε. Ξανανοίγω το βιβλίο Σ το άλλο του ταξίδι αναστοχασμού του ίσως κάπου να υπάρχω σε κάποια λεπτομέρεια . Έτσι το φαντάζομαι τουλάχιστον Σε ότι αγαπάς επιστρέφεις παντός καιρού και τόπου. Όλα περήφανα ξαναφτιάχνονται, στην λήθη τους και στην θύμηση, όταν βρισκόμαστε μαζί τους και ψιθυρίζουν το επεκεινά τους και την αλήθεια τους. Αυθόρμητα και περήφανα οι λέξεις δεν κρυώνουν στα μάγουλα της ζωής όταν φτάνουν. Όταν τα ακουμπάει τα ζεσταίνει. Χωρίς ρολόι, μετράει, τον επόμενο χτύπο τους με σεβασμό και εξομολόγηση.
Μια ωριμότητα τους, ταχύτατα σε γεμίζει χωρίς να ξεχνας όλες τις ατέλειες, όλες τις στιγμές αλλα και όλες τις γωνίες τους. Υποχωρώ στην δυναμική των διαλόγων και στου βιβλίου τις ενότητες, από τον πολυσχιδή δημιουργό. Και προχωράω στο πληθυντικό των προτάσεων και στου λυρισμού του τον οίστρο ξανά και ξανά.Στο πληθυντικό μας μας βρίσκει . Σημαντικότατη παρακαταθήκη που θα μείνει και το μάγουλο της Παναγιάς αλλά και όλα τα άλλα βιβλία του Παντελη Μπουκάλα στην πολιτιστική και πολιτισμική μας πορεία και ιστορία.
Χρήστος Νιάρος
Μελβουρνη 2021