Όλγα Γεροβασίλη: Η οικονομία κρίνει τα αποτελέσματα των εκλογών

Με αφορμή την καταγραφή πλέον και στις δημοσκοπικές μετρήσεις της δυσαρέσκειας των πολιτών (εκ των οποίων 8 στους 10 αναγνωρίζουν ακρίβεια ως το μεγαλύτερο πρόβλημα) σχετικά με τα μέτρα της κυβέρνησης, η Ό. Γεροβασίλη επεσήμανε ότι οι πολίτες έχουν πια συνείδηση ότι το κύμα ακρίβειας και στα είδη βασικής ανάγκης και στην ενέργεια έχει ξεκινήσει από το περσινό καλοκαίρι, πριν τον πόλεμο και έχουν πια αποδομήσει το αφήγημα της κυβέρνησης που μεταθέτει την ευθύνη στην παγκόσμια κρίση και στον πόλεμο, σημείωσε σε συνέντευξη της η Όλγα Γεροβασίλη, βουλευτής Άρτας και Γραμματέας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, στον ΑΝΤ1 και στον Γιώργο Παπαδάκη

Ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, συνέχισε η κ. Γεροβασίλη, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου από τον Αύγουστο του ‘21 η κυβέρνηση μιλούσε για παροδική κρίση. Χωρίς στρατηγική και με χαμηλά ανακλαστικά έχασε κάθε πιθανότητα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την έκρηξη των τιμών. Τουναντίον, δεν φάνηκε καθόλου αδρανής ως προς την απόφασή της να ιδιωτικοποιήσει τη ΔΕΗ εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Ιδιωτικοποίησε δηλαδή έναν πυλώνα ο οποίος θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας.
Ευθύνες στην κυβέρνηση επέρριψε η Γραμματέας της Κ. Ο. του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ για τη μη αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης. Σήμερα οι αγρότες έχουν γονατίσει. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις έχουν αφυδατωθεί. Κανείς δεν θέλει στ’ αλήθεια να βαθύνει περισσότερο αυτή η κρίση, υπάρχουν όμως ευθύνες: λάθος διάγνωση της πραγματικότητας εσφαλμένοι χειρισμοί και συνειδητή υπεράσπιση της αισχροκέρδειας. Για παράδειγμα η άμεση επιδότηση του λογαριασμού, βοηθά μεν αλλά δεν χτυπά την αισχροκέρδεια. Απλώς χρησιμοποιεί χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό ώστε να επιδοτεί τις προκλητικά υψηλές τιμές.
Ως αναγκαία μέτρα χαρακτήρισε η Όλγα Γεροβασίλη:
α) το πλαφόν στην τιμή της ενέργειας, (ένα μέτρο από την εργαλειοθήκη της Ε.Ε. το οποίο έχουν ήδη λάβει άλλες κυβερνήσεις) και
β) τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, μέτρο το οποίο δεν έχει σημαντικό δημοσιονομικό κόστος ενώ παράλληλα θα λειτουργήσει ευνοϊκά για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και θα δώσει διέξοδο στο ζήτημα της πληττόμενης αγροτικής παραγωγής.