Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

-Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης-

Φώντας Λάδης
Άλμπατρος

Το Πορτ Λουί είναι το αγαπημένο μου λιμάνι. Δυο φορές το χρόνο, το λιγότερο, το πλοίο που δουλεύω – τώρα είναι το φορτηγό Φλώρα Π. – το φέρνει η τύχη και πιάνει στο Μαυρίκιο. Βρίσκω έτσι την ευκαιρία να περπατήσω για λίγο στους στενούς δρόμους με τις ακακίες, τους στρωμένους με βασάλτη, να δω τους ναούς όλων των δογμάτων και να χαζέψω τους δημόσιους κήπους της πόλης, που τα προάστια των λευκών, χτισμένα πάνω στους λόφους, την κυκλώνουν, σαν μαργαριτάρι.

Στα παλιά χρόνια, για να φορτωθεί το φορτίο στο πλοίο, απ’ τα τρένα, περνούσαν μέρες. Τώρα όλα γίνονται αστραπή. Εμ τ’ άλλο; Ποιος κάθεται σήμερα – με τα δορυφορικά τηλέφωνα – να γράψει γράμμα στους δικούς του; Εγώ το κάνω. Κάθε μέρα σχεδόν, λες και κρατάω ημερολόγιο.
Από το Πορτ Λουί φύγαμε στις έντεκα Γενάρη του 1998. Στις δεκατέσσερις περάσαμε ανοιχτά από τη Μαγαδασκάρη. Για άλλη μια φορά παίρνω στυλό και χαρτί. Απ’ το να βλέπεις τηλεόραση στο καπνιστήριο του πληρώματος, χίλιες φορές καλύτερα να γράφεις – να μιλάς με τον εαυτό σου – μέσα στην καμπίνα.
«20 Γενάρη 1998. Σήμερα καβατζάραμε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Είναι πανσέληνος, το φεγγάρι είναι μαγεία. Θαρρείς πως ζεις τον Σεβάχ το Θαλασσινό και τις θάλασσες τις μαγεμένες που έπλεε…»

«21 Γενάρη 1998. Το μεσημέρι πέρασε από κάτω μας και χάθηκε ένας καρχαρίας, τέρας υπερφυσικό, θαρρούσες πως ήταν φάλαινα μικρή ή υποβρύχιο, με το περισκόπιό του να σπαθίζει το κύμα, όπως φαινόταν το πτερύγιό του, μαύρο και γυαλιστερό. Σταυροκοπηθήκαμε σαν χάθηκε. Τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναδεί οι άλλοι…»
Λέγομαι Χρήστος Καστανιάς. Είμαι ναύτης. Από τις Ράχες Ικαρίας. Δεν είμαι παλιός στο επάγγελμα. Ζηλεύω τη ζωή των παλιών ναυτικών, έτσι όπως την ξέρω απ’ τις διηγήσεις τους κι από τα γραφτά του Καρκαβίτσα, του Κόντογλου, του Καββαδία. Χόρταιναν, τότε, να βλέπουν ωκεανούς και στεριές. Τώρα – με τη σύγχρονη φόρτωση και το σιλό – χορταίνουν μόνο ωκεανούς.

Αν μείνω τελικά στα πλοία, όπου μ’ έφερε η ανάγκη κι αυτή η νοσταλγία για μια ζωή που πια δεν υπάρχει – που μισοϋπάρχει – θέλω να γίνω, με εξετάσεις, τρίτος καπετάνιος…
Ιούνιος 1998. Κύλησε μισός χρόνος. Χθες περάσαμε δίπλα από τη Σουμάτρα. Γύρω μας, πολλοί ιθαγενείς ψαρεύουν με μονόξυλα. Η ρότα, τώρα, είναι ανάποδα. Ινδικός και μετά Ειρηνικός Ωκεανός. «Μπαλκαρίερ» είναι το φορτηγό μας, τραμπατζίδικο. Φορτώνει χύμα φορτίο και, όταν ξεφορτώσει, ψάχνει η εταιρεία για το επόμενο ναύλο. Ή το ’χει ήδη βρει.
Η περιοχή είναι γεμάτη πειρατές. Μπαίνοντας στην Ινδονησία, είτε περνάς τα στενά της Μαλαισίας – πηγαίνοντας για Αυστραλία ή ανάποδα – είτε ανεβαίνεις, όπως εμείς, Βόρνεο, πρώτα, και μετά Φιλιππίνες και Νότια Κίνα, υπάρχει ο φόβος τους. Τριακόσια κρούσματα πειρατείας μόνο πέρυσι.

Τι να ελέγξεις μέσα σε δεκατρείς χιλιάδες νησιά; Εδώ, αν το έχει η μοίρα σου, δεν γλιτώνεις ό,τι και να ’ναι το καράβι σου, τάνκερ, φορτηγό ή επιβατηγό. Τι να σου κάνει, σε μια τέτοια περίπτωση, το δικό μας καρυδότσουφλο, των 15.000 τόνων; Ας είναι. Οι πειρατές μάς φέρνουν τουλάχιστον στην παλιά εποχή, που μ’ αρέσει. Κι ακόμα πιο πίσω.
«…21 Ιούλη 1998. Φτάσαμε πολύ ψηλά. Χτες κάναμε στροφή κι αφήσαμε αριστερά μας τις Αλεούτες Νήσους. Πίσω τους είναι η Αλάσκα, ο Βερίγγειος πορθμός και η Καμτσάκα. Κάνει παγωνιά, τα σύννεφα κρέμονται στη θάλασσα – και η θάλασσα γκρίζα, ψυχρή, σκοτεινή.[…] Ξαφνικά ξεπηδά από τη θαμπή κρούστα ένα σκοτεινό άλμπατρος, περνά δίπλα σου, χωρίς να κουνήσει τα τεράστια φτερά του, και σβήνεται στην αντίθετη πλευρά της ομίχλης. Τους πετάμε τ’ αποφάγια, μα δεν τα πλησιάζουν καθόλου. Αυτά είναι τα πραγματικά άλμπατρος, άσπρα ή γκριζόασπρα, τεράστια και μεγαλοπρεπή. Ούτε καν λογίζουν πως υπάρχουμε. Μόνο μας ακολουθούν, μας προσπερνούν ή ξεκουράζονται στην πηχτή θάλασσα. Για να σβηστούν, σε λίγο, στο χάος το γκρίζο που μας τυλίγει…»

Κάνουμε κι εμείς το γύρο της γης, σαν τα άλμπατρος… Λένε πως είναι χαζά πουλιά μα δεν το πιστεύω. Κι άλλωστε, τι;
Μια φορά στο Κέηπ Τάουν είχε πέσει στο καράβι ένα τεράστιο άλμπατρος, σαν το μπόι μου. Κάθισε όλη την ημέρα και μετά το βοηθήσαμε να πετάξει. Το άνοιγμα των φτερών του ήτανε ως τέσσερα μέτρα.
Έτσι κι η ψυχή των ναυτικών, η ψυχή όλων των ανθρώπων. Γυρνάει. Πότε μες στο φως, πότε μες στη νύχτα. Με τα φτερά ανοιχτά. Σαν τα άλμπατρος.
Διασχίζουμε τον Ειρηνικό ως τον Παναμά. Εκεί θα ξεφορτώσουμε.

«31 Ιούλη 1998. Θάλασσα μολυβιά, ουρανός γκρίζος και γύρω γύρω μια κρούστα γκριζόθαμπη. Τη νύχτα, ο ουρανός είναι πιο φωτεινός και τα κύματα της ομίχλης ολόιδια γάζες αέρινες, φωτεινές, ή τουλίπες θαμπόφεγγες σαν φαντάσματα, υπόλευκα έρχονται και σε σκεπάζουν…»
«7 Αυγούστου 1998. Σήμερα το απόγευμα ήρθε τηλεγράφημα: ΠΑΡΑΜΕΙΝΑΤΕ ΕΙΣ ΠΑΝΑΜΑΝ ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΝΑΥΛΩΘΕΙ ΠΛΟΙΟΝ. Θα μείνουμε άραγε στην πλευρά του Ειρηνικού στη Μαμπόα ή θα περάσουμε στην άλλη πλευρά, στο Κολόν; Φαίνεται πως υπάρχει μεγάλη κρίση…»

Νοέμβριος. Από τη Χαμπόα της Κίνας, πάμε στο Μαυρίκιο, να φορτώσουμε ζάχαρη.
Ο καπετάνιος μάς μάζεψε στη γέφυρα. Φοβάται ρεσάλτο. Τους πειρατές. Δουλεύουν με ταχύπλοα. Πολλοί απ’ αυτούς – λέει – φοράνε στολές του ινδονησιακού στρατού. Έχουν ραντάρ, VHF και χρησιμοποιούν ρουκέτες και διατρητικές οβίδες. Είναι σε μικρές ομάδες, το πολύ δέκα άτομα. Πετάνε γάντζους κι ανεβαίνουν. Νέοι όλοι. Κρατάνε γιαταγάνια. Ή περίστροφα. Και αυτόματα. Αν είσαι βάρδια και τους δεις να πλησιάζουν, χτύπα συναγερμό. Όλοι στη γέφυρα για εντολές! Πετάχτε τους άδεια βαρέλια, κόψτε τους γάντζους απ’ τα ρέλια, ρίξτε φωτοβολίδες, ακόμα κι αναχαιτιστικά πυρά.

Αν όμως καταφέρουν κι ανεβούν, συνεχίζει ο καπετάνιος, κι αν, βέβαια, τους πάρουμε είδηση, τότε όλοι μακριά. Αφήστε τους να τα πάρουν όλα. Λεφτά, κοσμήματα, τρόφιμα, τσιγάρα. Τι άλλο θα πάρουν; Τους κινητήρες; Το εμπόρευμα; Το πλοίο; Ό,τι θέλουν, ας κάνουν. Ας μας δέσουν. Άμα φύγουν, λυνόμαστε. Απ’ το ν’ αρχίσουν οι μάχες στους πέντε ωκεανούς, όπως άλλοτε, με τους παλιούς πειρατές! Όπως είπαμε! Οι αντλίες ν’ αδειάζουν συνέχεια νερό στη θάλασσα και τη νύχτα το καράβι να ’ναι φωταγωγημένο!…
«17 Νοέμβρη 1998. Σιγκαπούρη. Η θάλασσα, τα καράβια και τα ταξίδια είναι μαγνήτες κι εγώ σίδερο. Κάποτε όμως πρέπει να επιστρέψω».
«…18 Νοέμβρη 1998. Η θάλασσα θέλει ψυχές σαν την ίδια την ψυχή της…»
«…25 Νοέμβρη 1998. Άσχετα αν νιώθεις κάποτε νοσταλγία για μια γη, η θάλασσα είναι κατά πολύ ανώτερη από την ξηρά».

Γιβραλτάρ, Πόρτο Μάρκερα, Χαμπόα, Σιφουένκος, Αλάσκα, Παναμά, Πορτ Λουί, Λίβερπουλ, Κουορασάν, Βανκούβερ, Γιοκασίκο, Τζιμπουτί, Κέηπ Τάουν. Πόσες φορές, θα κάνω το γύρο του μικρού αστεριού σου, θεέ μου, ατενίζοντας, μες στη νύχτα, τα μυριάδες άλλα αστέρια σου;

«8 Ιούλη 1999. ΕΝ ΠΛΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΜΑΛΑΙΣΙΑΣ. Απόψε η βραδιά είναι υπέροχη. Αληθινή νύχτα, φεγγαρόλουστη, των θαλασσών του Νότου. Ο ουρανός είναι γεμάτος από σύννεφα θυσάνους, το φεγγάρι κάτασπρο και τ’ αστέρια πυγολαμπίδες, που ή φαίνονται καθαρά στα ξέφτια των σύννεφων ή διακρίνονται αχνά μέσα απ’ τ’ αέρινα τούλια τους. Πού και πού, κάποιο χελιδονόψαρο σπάζει τη μονοτονία ή μάλλον τη μαγεία και περνά ξυστά από την κουπαστή του φορτηγού, για να σβηστεί ασημένιο μέσα στην – ασημένια κι αυτή – δίνη του νερού. Το καράβι μας σκούρο, σχεδόν μουντό… Μόνο βλέποντας κάτι τέτοια, νιώθεις το θεό».

Λίγες αράδες ακόμα. Απόψε είμαι βάρδια στη γέφυρα. Πρέπει να ’μαι ξεκούραστος. Τα νερά εδώ κρύβουν πολλά αινίγματα.
«…Εμείς οι ναυτικοί ζούμε ελέω θεού, χωρίς χρόνο και τόπο. Κινούμαστε στο διάστημα της ξηράς. Σπίτια μας τα καράβια, όλες οι χώρες πατρίδες, ερωμένη μας η θάλασσα. Υπάρχει καλύτερος θάνατος από το να σε πετάξουν κάποια στιγμή μέσα στην υγρή της άπλα;»
Διαίσθηση; Προαίσθημα; Σύμπτωση;
Ώρα δύο τα μεσάνυχτα. Ο ναύτης Χρήστος Καστανιάς, από τις Ράχες της Ικαρίας, ήταν βάρδια στη γέφυρα του πλοίου Φλώρα Π. Τα φώτα, στο καράβι, όλα αναμμένα.
Κοιτάζει ο ναύτης προσεκτικά. Προς όλες τις κατευθύνσεις. Με τα κιάλια. Τ’ αφήνει και σκεπάζει το μέτωπο με την παλάμη, να δει προς τα εκεί, που κάτι του κίνησε την προσοχή. Μπα! Ιδέα του ήταν!

Αν δει κάτι , θα ειδοποιήσει τον αξιωματικό της βάρδιας ν’ αυξήσει ταχύτητα. Συχνά, τα ταχύπλοα των πειρατών, τους ακολουθούν, αρκετή ώρα, με παράλληλη ρότα…
…Μια σκιά ανεβαίνει απ’ τις σκάλες. Κι η σκιά της σκιάς. Ο ναύτης δεν την έχει δει. Μήπως είναι ο λοστρόμος; Ο μάγειρας, ο Νίκος, για παρέα; Ο καπετάνιος, για έλεγχο;
Η σκιά προχωράει. Γίνεται άνθρωπος. Μαύρο T-shirt. Μαντήλα κόκκινη. Μουστάκι. Φάτσα και δέρμα μελαμψά. Πέτσινο χαϊμαλί.
Πειρατής! Χωρίς σκουλαρίκι.
Παντελόνι χακί. Ζώνη, σφαίρες, εξάρτυση στρατιωτική. Κρατάει μαχαίρι.
Ο ναύτης τον είδε, με την άκρη του ματιού. «Καλά! Θα πληρώσει με το τομάρι του το ρεσάλτο, η γάτα αυτή της Μαλαισίας!» σκέφτεται. « Τι; Να αφήσω να με δέσει; Να μη με λένε Χρήστο Καστανιά, αν δεν τον καταφέρω!…»
Ακουμπισμένο μπροστά του, ένα μαχαίρι. Γυμνό. Έτοιμο.

Μια δεύτερη σκιά πίσω του. Από την άλλη μεριά. Με κουκούλα και κασκέτο. Κρατάει γιαταγάνι.
Γυρίζει ο ναύτης. Σαν αστραπή. Ο πρώτος πειρατής, πιο γρήγορος, του μπήγει το μαχαίρι. Κι ο άλλος του σχίζει την πλάτη. Βαθιά. Με το σπαθί.
Τον αφήνουν. Τελείωσε.
Θα τον βρουν, αργότερα, οι σύντροφοί του, εκεί.
Οι πειρατές; Θα έχουν φύγει.
Χωρίς να τον πετάξουν, όπως ήθελε, στην υγρή άπλα της θάλασσας…
Το διήγημα Άλμπατρος δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα ΤΟ ΕΘΝΟΣ,
στις 20 Ιουνίου του 1999.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Φώντας Λάδης γεννήθηκε το 1943 στη Σπάρτη. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε ελληνικές καθημερινές εφημερίδες και περιοδικά. Στην περίοδο 1967-1973 έζησε στη Ρώμη. Συνεκδότης με το Δημήτρη Γκιώνη του περιοδικού “Τετράδιο” από το 1974 ως το 1976. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, ταξιδιωτικό, πολιτικό και ιστορικό δοκίμιο, καθώς και βιβλία για παιδιά. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Χρήστο Νικολόπουλο, το Θάνο Μικρούτσικο, το Μάριο Τόκα, το Λίνο Κόκοτο, το Δημήτρη Λάγιο και άλλους Έλληνες συνθέτες. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ, της ΕΜΣΕ και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Αρχείου και Μελετών “Μνήμες”.