«Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία»
Η καταλυτική συμβολή της γυναίκας στην ιστορία και τον πολιτισμό, διαχρονικά
Της αρχαιολόγου, Κωνσταντίνας Ζήδρου*
Γυναίκα, ένα πρόσωπο που μισήθηκε και αγαπήθηκε με πάθος, που πολεμήθηκε και υπερασπίστηκε, που βασανίστηκε και υποτιμήθηκε αλλά ταυτόχρονα πάλεψε, αναδείχθηκε, δοξάστηκε, λατρεύτηκε, ανέτρεψε κατεστημένα αιώνων, αλλάζοντας, πολλές φορές, την ιστορία και την πορεία του ανθρωπίνου είδους. Πολυάριθμα στοιχεία αντλούνται από τις γραπτές πηγές και άπειρα κείμενα έχουν συνταχθεί, μέχρι σήμερα, σχετικά με τη θέση της γυναίκας στις διάφορες εποχές και κοινωνίες. Βέβαια, η ιστορία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανδροκρατούμενη, καθώς στις περισσότερες κοινωνίες, η γυναίκα βρίσκεται κλεισμένη στο σπίτι, επικεντρωμένη στον ρόλο της συζύγου και μητέρας, πιθανώς, λόγω του σκληρού αγώνα για την επιβίωση του ανθρωπίνου είδους. Κλειδί στη διαμόρφωση του ρόλου και στην καθιέρωση της θέσης της, για αιώνες, θεωρείται η ιδιότητά της να δημιουργεί ζωή και κατ’ επέκταση να εξασφαλίζει τη συνέχεια της οικογένειας. Βέβαια, η μητρική της ιδιότητα οδήγησε και σε μητριαρχικές κοινωνίες, κατά την προϊστορική περίοδο. Ωστόσο, πολλές υπήρξαν και οι εποχές κατά τις οποίες η γυναίκα λειτούργησε ως τρόπαιο, ως μέσο για τη διαιώνιση του είδους και υπήρξε έρμαιο στις επιθυμίες των αντρών.
Ξεκινώντας από την αρχαία Ελλάδα, μετά τις μητριαρχικές κοινωνίες, ο επόμενος σταθμός είναι η μινωική Κρήτη. Η Μινωίτισσα αντλούσε ισχύ από την ιδιότητά της ως μητέρα και κατείχε μία χειραφετημένη θέση στην κοινωνία. Τα δεδομένα διαφοροποιούνται με τη μετάβαση στη μυκηναϊκή περίοδο. Η δύναμη και η εξουσία, σαφώς, μεταβιβάστηκαν, πλέον, στον άντρα πολεμιστή. Ωστόσο, η γυναίκα εξακολούθησε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο τόσο στην οικογένεια όσο και στην κοινωνία.
Από την επόμενη γεωμετρική εποχή και λόγω των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών και των συνεχών μετακινήσεων, οι κοινωνίες, όπως και οι κοινωνικοί ρόλοι, μεταβλήθηκαν, δραστικά. Η σημασία της γυναίκας ως μητέρας πολλαπλασιάστηκε και ακριβώς αυτός ο ρόλος την οδήγησε να μείνει περισσότερο στο σπίτι. Αντίθετα, ο κοινωνικός ή επαγγελματικός της ρόλος περιορίστηκε αλλά δεν εξέλειπε, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά δεδομένα και οι γραπτές πηγές. Πιο συγκεκριμένα, η γυναίκα, στην αρχαία Ελλάδα, εργαζόταν, πλαισιώνοντας και βοηθώντας τον σύζυγό της, καλλωπιζόταν, συμμετείχε στις γιορτές και απολάμβανε το βιοτικό επίπεδο της εποχής της, ενώ υπάρχουν και παραδείγματα γυναικών που διακρίθηκαν στην ποίηση, την επιστήμη κ.α. (η Ασπασία της Μιλήτου, η Υπατία της Αλεξάνδρειας, η Αρετή της Κυρήνης, η Σάπφω, η Τελέσιλλα του Άργους κ.α.) Επίσης, χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της Σπάρτης, με τις χειραφετημένες, ελεύθερες γυναίκες, όπως και το αντίστοιχο του Βουθρωτού, με τη γυναίκα να αναφέρεται, κατά περιπτώσεις, ως ο αρχηγός της οικογένειας.
Στη συνέχεια και στη ρωμαϊκή κοινωνία, η θέση της γυναίκας επιδεινώθηκε και οδηγήθηκε σε πλήρη υποταγή στον άρρενα αρχηγό του σπιτιού, πατέρα, αδελφό, σύζυγο. Βέβαια, η κοινωνική τάξη και η καταγωγή αποτελούσαν καταλυτικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση διαφορετικών δικαιωμάτων και ποικίλων ρόλων.
Με το πέρασμα στη διάδοχη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την επικράτηση του χριστιανισμού, οι ευκαιρίες, για τη γυναίκα, αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, εξακολούθησε να διαβιεί σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, να υπακούει στους θεσμοθετημένους, από άντρες, νόμους και να υποτάσσεται στον κυρίαρχο άρρενα. Βέβαια και η βυζαντινή γυναίκα εργαζόταν, τεκνοποιούσε, φρόντιζε την οικογένειά της, ενώ συχνό φαινόμενο και κοινωνικά αποδεκτή πρακτική ήταν και η επιλογή του μοναστικού βίου. Και εδώ, περισσότερα παραδείγματα γυναικών της ανώτατης τάξης, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έσπασαν το κέλυφος της σιωπής, μορφώθηκαν, επηρέασαν το ιστορικό γίγνεσθαι, κυβέρνησαν ή άφησαν σημαντικό πνευματικό έργο (η Θέκλα, η Θεοδοσία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Κασσιανή, η Θεοδώρα κ.α.) . Επιπλέον και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η κοινωνική τάξη και ο τόπος κατοικίας, άστυ ή ύπαιθρος, όριζαν τη ζωή και την πορεία των γυναικών.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση και καθ’ όλη τη μακραίωνη και δύσκολη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, η θέση της γυναίκας έγινε δυσχερέστερη και ο ρόλος της διαιώνισης της οικογένειας πιο επιτακτικός. Ωστόσο, η κοινωνική τάξη και ο τόπος κατοικίας, είτε οθωμανοκρατούμενη περιοχή, είτε στις παροικίες, είτε στη λατινοκρατούμενη επικράτεια, δημιουργούσε σημαντικές διαφοροποιήσεις, σχετικά με τους ρόλους, την πορεία και τις ευκαιρίες που θα μπορούσε να έχει μία γυναίκα. Και πάλι, αναδείχθηκαν σημαντικές προσωπικότητες, ενώ δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και η συνολική συνεισφορά των γυναικών στον αγώνα της ανεξαρτησίας (οι μορφωμένες Φαναριώτισσες, οι γυναίκες στη Φιλική Εταιρεία κ.α., οι αγωνίστριες κ.α.)
Αν και η διαδρομή της μέσα στον χρόνο ανιχνεύεται μακραίωνη και δοξασμένη, αντίστοιχα, η πορεία της μέσα στους κύκλους της ζωής υπήρξε δύσκολη, βασανισμένη, γεμάτη στερήσεις και μόχθους. Κορίτσι, γυναίκα, αδελφή, σύζυγος, μητέρα, γιαγιά, όπως και εάν την προσφωνήσουμε, έχει βιώσει σχεδόν όλους τους παραπάνω ρόλους και έπρεπε να ανταποκριθεί, διαδοχικά, με μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, η Ελληνίδα δράττεται της ευκαιρίας να «σπάσει» τα δεσμά και τους περιορισμούς που την κρατούσαν πίσω και εισέρχεται, πλέον, δυναμικά, σε όλους τους χώρους: στην εκπαίδευση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στον πολιτισμό, στην πολιτική, στην παραγωγική διαδικασία. Σταδιακά, καταφέρνει να αλώσει κάθε ανδροκρατούμενο κάστρο, να διεκδικήσει και να αναλάβει νέους ρόλους και νέες θέσεις, να αναβαθμιστεί και να παλέψει, για την ισότιμη μεταχείριση, την ισότητα στις ευκαιρίες, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις.
Σύμφωνα με τα παραπάνω γενικά στοιχεία, ας παρακολουθήσουμε, εν συντομία και την πορεία της Ηπειρώτισσας, μέσα στον ιστορικό χρόνο. Πιο συγκεκριμένα, στο αρχαιότερο και σεβαστότερο ιερό και μαντείο του Δία, αυτό της Δωδώνης, λατρευόταν ως σύνναός του και η σύζυγος του Διώνη. Έπεται η κόρη του βασιλιά Νεοπτόλεμου της Ηπείρου, εγγονή του επίσης Ηπειρώτη βασιλιά Αλκέτα, σύζυγος του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου, η Ολυμπιάδα. Η βυζαντινή περίοδος σηματοδοτείται από την προσωπικότητα της βασίλισσας Θεοδώρας Πετραλείφα, συζύγου του Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Αγγέλου Κομνηνού. Μάλιστα, για τη μεγίστη προσφορά της στην Ορθοδοξία και το γενικότερο φιλανθρωπικό της έργο, ανεδείχθη Αγία και πολιούχος της Άρτας. Άξια μνείας είναι και η Άννα Παλαιολογίνα, σύζυγος του Δεσπότη Νικηφόρου, η οποία, για μισό περίπου αιώνα, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό και καταλυτικό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Ακολουθεί η Μαρία Αγγελίνα, σύζυγος και αργότερα χήρα του δεσπότη Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμποβιτς, διαμορφώνοντας, μετά τον θάνατό του το 1348, τη διάδοχη κατάσταση στα Ιωάννινα και το Δεσποτάτο.
Μία μυθική γυναικεία προσωπικότητα υπήρξε και η γυναίκα του Πρωτομάστορα, η οποία, ακολουθώντας τη μοίρα των άλλων δύο αδερφών της, θυσιάστηκε για να θεμελιωθεί το Γεφύρι της Άρτας.
Αρκετές επώνυμες γυναικείες μορφές καταγράφονται στις πηγές της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας. Αρχικά, η κυρά Φροσύνη, σύμβολο ελευθερίας και χειραφετημένης γυναίκας. Αφέθηκε στον έρωτά της για τον γιο του Αλή πασά Μουχτάρ, με τα τραγικά, για εκείνη και τις υπόλοιπες 16 γυναίκες, αποτελέσματα του πνιγμού τους στη λίμνη
Παμβώτιδα. Στη συνέχεια, η κυρά Βασιλική Κονταξή συντρόφεψε, έως το τέλος του, το Λιοντάρι της Ηπείρου και κατάφερε να τον επηρεάζει. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλει να γίνει στις Σουλιώτισσες, οι οποίες, με τους ηρωικούς αγώνες και την αυτοθυσία τους, ενέπνευσαν Έλληνες και Ευρωπαίους και υπενθύμισαν της αξία των ιδανικών και της ελευθερίας.
Ως κομβικής σημασίας μπορεί να χαρακτηριστεί η παρουσία και η δράση των γυναικών στους αγώνες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, είτε πολεμώντας π.χ. η Καπετάνισσα Μαρία Ναστούλη από τα Δερβίζιανα, είτε βοηθώντας στη μεταφορά πολεμοφοδίων και εξοπλισμού π.χ. οι γυναίκες από τα Τσερίτσανα, είτε περιθάλποντας τους τραυματίες ως γιατροί και νοσηλεύτριες π.χ. Ευριδίκη Κονεμένου.
Ένα λαμπρό κεφάλαιο, στην ιστορία του τόπου, έγραψαν οι ανώνυμες Ηπειρώτισσες, στο Έπος του 40. Όλες εκείνες οι γυναίκες, οι οποίες, χωρίς φόβο, δισταγμό ή δεύτερη σκέψη, ακολούθησαν τους φαντάρους στα ελληνοαλβανικά σύνορα, προσπαθώντας να αποτρέψουν την ιταλική εισβολή. Ωστόσο και αργότερα, τόσο στα χρόνια της Κατοχής όσο και του εμφυλίου πολέμου, η ανώνυμη και επώνυμη Ηπειρώτισσα υπέμεινε μύρια δεινά, έχοντας μία σημαντική παρουσία και στις συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους.
Επιπλέον, στη νεότερη και σύγχρονη περίοδο, ξεχωριστή θέση κατέχουν οι Ηπειρώτισσες που συνέδραμαν στα αγαθοποιά έργα, είτε βοηθώντας τους συζύγους τους, είτε συνεχίζοντας το έργο τους, όπως και οι δασκάλες, οι οποίες στάθηκαν παιδαγωγοί, συνοδοιπόροι των παιδιών και φωτεινοί φάροι, καταφέρνοντας, μέσα στην άγρια θύελλα, να οδηγήσουν το πολύτιμο καράβι της γνώσης. Ακριβώς για αυτή τους την προσφορά, όπως βέβαια και κάθε άντρα δασκάλου, τους οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη.
Στο σημείο αυτό και πριν κλείσω το σύντομο αφιέρωμα στον ρόλο και τη συμβολή της γυναίκας, θα ήθελα να πω δύο λόγια και για τη Δέσπω Μπότση, τη Σουλιώτισσα, αγωνίστρια και πάνω από όλα γυναίκα, η αυτοθυσία και το θάρρος της οποίας στάθηκαν η αφορμή για τη διοργάνωση της παρούσας έκθεσης, όπως και μιας σειράς εκδηλώσεων, από την ομάδα «Για την Πρέβεζα».
Η Δέσπω Μπότση ήταν σύζυγος του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γεωργίου Μπότση και δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη φάρα των Μποτσαραίων. Κατά τη διάρκεια της τρίτης πολιορκίας του Σουλίου, από τον Αλή πασά, η ευρύτερη οικογένειά της, με την άδεια του κυβερνήτη της Ηπείρου, κατέφυγε στο χωριό Ρηνιάσσα, σημ. Ριζά. Τον Δεκέμβριο του 1803, ο Αλή πασάς ανάγκασε τους Σουλιώτες να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και υπέγραψε μαζί τους συνθήκη.
Σύντομα, όμως, καταπάτησε τη συνθήκη και καταδίωξε τους Σουλιώτες που απομακρύνονταν από τα χωριά τους, ενώ, ταυτόχρονα, στράφηκε και προς την οικογένεια της Δέσπως Μπότση. Εκείνη, οχυρωμένη στον πύργο του Δημουλά, ένα αρχοντόσπιτο του χωριού και όχι στο κάστρο της Ρηνιάσσας, συγκέντρωσε τις γυναίκες και τα παιδιά και αφού αμύνθηκαν γενναία, εν απουσία αντρών, πήρε την απόφαση να ανατιναχθούν για να μην συλληφθούν, ατιμαστούν και βασανιστούν από τους Τουρκαλβανούς. Ακριβώς αυτή την αυτοθυσία, τη γενναιότητα, τη μαχητικότητα και την πίστη, μέχρι θανάτου, στα ιδανικά και τις αξίες τιμούμε με την παρούσα έκθεση.
*Το κείμενο είναι από την ομιλία της αρχαιολόγου, Κωνσταντίνας Ζήδρου συνεργάτιδας της «ομάδας για την ΠΡΕΒΕΖΑ» στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης για το ολοκαύτωμα της Δέσπως Μπότση, αλλά και την προσφορά και τις θυσίες των γυναικών γενικότερα.