Μερόπη Τζούφη Δημόσια ΑΕΙ - φρούρια και ιδιωτικά ψευδοπανεπιστήμια χωρίς κριτήρια/

Σκληρή και τεκμηριωμένη κριτική στο νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού άσκησε από το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής η βουλευτής Ιωαννίνων της Νέας Αριστεράς και ειδική αγορήτρια, Μερόπη Τζούφη.

Όπως τόνισε, το νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμη βήμα σε μια συνεκτική στρατηγική αποδόμησης της δημόσιας εκπαίδευσης και επιβολής ενός αυταρχικού, ταξικού και αντιδημοκρατικού πλαισίου, που ξεκινά από τα σχολεία και φτάνει μέχρι τα πανεπιστήμια. «Δεν πρόκειται για παιδαγωγική ανάγκη ή θεσμικό σχεδιασμό, αλλά για πολιτική επιλογή: ενίσχυση της καταστολής, αποδιάρθρωση της δημόσιας εκπαίδευσης, προνομιακή μεταχείριση των ιδιωτικών συμφερόντων».

Στο επίκεντρο της κριτικής της στάθηκε το μέρος του νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο – όπως υπογράμμισε – «συνιστά τη θεσμικά πιο επιθετική παρέμβαση στα δημόσια πανεπιστήμια από τη μεταπολίτευση και μετά».

Μεταξύ άλλων, εισάγονται:
• διαγραφές φοιτητών ακόμη και χωρίς ακρόαση,
• πλατφόρμες πειθαρχικών φακέλων,
• πλέγμα επιτήρησης με μονάδες και παρατηρητήρια «ασφάλειας»,
• ειδικοί εισαγγελείς για «εγκλήματα φοιτητικής δράσης»,
• πειθαρχικές και ποινικές ρυθμίσεις χωρίς διαβούλευση, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση, χωρίς συναίνεση της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Η Μερόπη Τζούφη παρέθεσε και την έκθεση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), η οποία αποδομεί το κυβερνητικό αφήγημα περί αύξησης της παραβατικότητας στα ΑΕΙ, τονίζοντας ότι «το πανεπιστήμιο δεν είναι εστία εγκληματικότητας, αλλά χώρος ελευθερίας, μάθησης και δημοκρατίας».

Παράλληλα, αναφέρθηκε στο άρθρο 134 για τη θεσμική εγγύηση λειτουργίας των λεγόμενων «ιδιωτικών πανεπιστημίων» (ΝΠΠΕ), το οποίο «ξηλώνει ακόμα και τις ελάχιστες απαιτήσεις που η ίδια η κυβέρνηση είχε θεσπίσει». Χωρίς σχέδια σπουδών, χωρίς υποδομές, χωρίς λογοδοσία, αλλά με πλήρη πολιτική και νομική κάλυψη, «τα ιδιωτικά ψευτοπανεπιστήμια αποκτούν ασυλία και θεσμική ασυδοσία, την ώρα που τα δημόσια πανεπιστήμια πνίγονται στους περιορισμούς και τις πειθαρχικές διώξεις».

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στην υποβάθμιση της Ειδικής Αγωγής, με την κατάργηση ενταξιακών πολιτικών και την επιστροφή στη λογική των ειδικών σχολείων, καθώς και στη μετακύλιση ευθυνών και κόστους στις σχολικές μονάδες και τους δήμους. Παράλληλα, στηλίτευσε τις ρυθμίσεις που δημιουργούν ένα «ταξικό και εσωτερικά άνισο εκπαιδευτικό σύστημα», με εργαζόμενους δύο ταχυτήτων και εθελοντισμό χωρίς αναγνώριση.

Αναφορικά με τα ζητήματα θρησκευμάτων, αναγνώρισε ορισμένες θετικές ρυθμίσεις, όμως κατήγγειλε τη συνολική κατεύθυνση του Μέρους Β ως «πλαίσιο πολιτειακού ελέγχου και αυταρχισμού». Επισήμανε τον θεσμικό αναχρονισμό στην επαναφορά του αποτυχημένου θεσμού των ιεροδιδασκάλων και τις διακρίσεις εις βάρος μεταναστευτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων. «Η θρησκευτική ελευθερία και η ισότητα δεν μπορούν να συνυπάρχουν με λογικές πειθάρχησης και διοικητικού ελέγχου», σημείωσε.