Κρατικός προϋπολογισμός 2020: Το οικονομικό κλίμα, οι προσδοκίες και τα εμπόδια

Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
π. Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (2015)

-Στις πρώτες σελίδες της εισηγητικής έκθεσης του Υπουργού Οικονομικών για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2020, παρουσιάζεται ο δείκτης του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα. Μετά από μια άνοδο κατά τον Ιούνιο και Ιούλιο, ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός της επιδείνωσής του μετά τον Αύγουστο του 2019, εξέλιξη που αντανακλά τις μη επιθυμητές για την κυβέρνηση προσδοκίες. Και αυτό ίσως δεν είναι τυχαίο, καθώς η οικονομία δεν κτίζεται πάνω στη δημιουργία προεκλογικών εντυπώσεων μόνο, ενώ οι όποιες θετικές προσδοκίες οφείλουν να επιβεβαιώνονται, διαφορετικά ανατρέπονται.
Το οικονομικό περιβάλλον επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.

Η πρόσφατη τροπολογία λόγου χάρη για ευνοϊκή μεταχείριση του ξεπλύματος του μαύρου χρήματος, που προβλήθηκε ιδιαίτερα από τον διεθνή οικονομικό τύπο ως αρνητική εξέλιξη (βλ. Financial Times), το επηρεάζει άμεσα. Επίσης, η επανάληψη του τρόπου διοίκησης του κράτους σύμφωνα με τα πρότυπα του απώτερου παρελθόντος της ΝΔ (Βλ. διοικητές νοσοκομείων) προκαλεί εύλογα πολλά ερωτήματα στους επενδυτές.
Το ότι μεγάλο μέρος των εγχωρίων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης φιλικά προσκείμενου στη ΝΔ, δεν τονίζει τις αρνητικές επιπτώσεις νομοσχεδίων, αποφάσεων κ.λπ, αυτό δε σημαίνει ότι ο διεθνής Τύπος δεν περνά από κόσκινο την κυβέρνηση.
Το γεγονός επίσης ότι δεν υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος κύριων παραγόντων της οικονομικής ζωής ή βαρόνων της πολιτικής ζωής της χώρας ενώ βρίθουν οι καταγγελίες και σωρεία στοιχείων εις βάρος τους, αυτό δε σημαίνει πάλι ότι όλα βαίνουν καλώς και ότι οι επενδυτές αισθάνονται ασφαλείς.

Τέλος, η λογική του κόσμου που βάζει βαθιά το χέρι του στην τσέπη για να επενδύσει τα δικά του χρήματα στη χώρα μας, εύλογα λαμβάνει υπόψη τις σχέσεις που αναπτύσσει ο πρόεδρος της κυβέρνησης και το περιβάλλον του με ιδιότυπα επιχειρηματικά συμφέροντα. Το νεοδιαμορφούμενο λοιπόν πολιτικοοικονομικό περιβάλλον προβληματίζει, όπως είναι φυσικό, την διεθνή επιχειρηματική κοινότητα και τους «εκτελεστές» της αγοράς.
-Ως προς τις επενδύσεις, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, αυτές προβλέπονται να αυξηθούν κατά 13%. Να υπενθυμίσουμε βέβαια ότι το 2014 προβλεπόταν παρόμοια αύξηση των επενδύσεων κατά 12,3%, η οποία όμως κατέληξε σε μείωση κατά 2,8%, σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα. Βέβαια οι καταστάσεις τότε και τώρα δεν είναι οι ίδιες. αλλά εύκολα ανατρέπονται προβλέψεις όταν αλλάξουν τα δεδομένα του οικονομικού περιβάλλοντος.

Η ΝΔ επιδιώκει να προβάλει το νεοφιλελεύθερο προφίλ της ιδίως μέσα από τις δαπάνες για την υγεία και του Υπουργείου Εργασίας. Αναλυτικότερα, από το σύνολο των υπουργείων αισθητή μείωση δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού θα δουν το Υπουργείο Υγείας (200 περίπου εκ. ευρω) και το Υπουργείο Εργασίας (380 περίπου εκ. ευρώ), όπως και το Άμυνας (100 περίπου εκ. ευρώ).
Μειώσεις δαπανών υπάρχουν φυσικά κι άλλου. (π.χ. κοινωνικές παροχές, επιδοτήσεις). Από την άλλη όμως αυτό το προφίλ προσκρούει σε πολλά εμπόδια και περιορισμούς, που δεν επιτρέπουν την πλήρη ανάπτυξή του. Οπότε η ΝΔ αναγκάζεται να κινηθεί εν πολλοίς στη λογική των προϋπολογισμών της προηγούμενης κυβέρνησης. Έτσι βλέπουμε αύξηση των συνολικών δαπανών, κατά 772 εκ. ευρώ σε σχέση με την εκτίμηση του 2019, ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες (δαπάνες χωρίς τους τόκους) αυξάνονται κατά 1,2 δις. ευρώ.

-Ως προς τους φόρους, η αύξηση των εσόδων των προερχομένων από τους φόρους επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων ερμηνεύεται, κατά την εισηγητική έκθεση, από την αύξηση του κατώτατου μισθού, που προκλήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση όπως και τη μείωση της ανεργίας, την αποκλιμάκωση της οποία ζούμε τα τελευταία τρία χρόνια. Από την άλλη, η μείωση των φορολογικών συντελεστών επί των εισοδημάτων των εταιριών από το 28% στο 24% οδηγεί σε μείωση των εσόδων κατά 400 εκ ευρώ περίπου, μια εξέλιξη αντίθετη όμως σε όσα πρέσβευε η ΝΔ.
Ως προς τον ΕΝΦΙΑ, στην Έκθεση προβλέπεται αύξηση των εσόδων κατά περίπου 100 εκ. ευρώ, το 2020. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί είτε από τη βελτίωση της εισπραξιμότητας είτε από «πονηρές» ρυθμίσεις που θα γίνουν και θα επιβαρύνουν κάποιες ομάδες πολιτών.
Επίσης, θετικές προβλέψεις για τα έσοδα αποδίδονται στον ΦΠΑ (αύξηση κατά ένα δις ευρώ!). Η ΝΔ εκτιμά ότι οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ θα αποδώσουν περισσότερα έσοδα, λόγω αυξημένης καταναλωτικής δαπάνης. Θα δούμε όμως το αποτέλεσμα της εκτίμησης αυτής σε λίγους μήνες.

Εδώ βέβαια αξίζει να σημειωθεί το ακόλουθο. Ενώ κάθε κυβέρνηση γνωρίζει ακριβώς το ύψος των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, δεν έχει ακριβή εκτίμηση των εσόδων. Ανατροπή υπεραισιόδοξων εκτιμήσεων στα έσοδα (π.χ. στο ΦΠΑ) μπορεί να εκτροχιάσει όλο των προϋπολογισμό κατά την πορεία της υλοποίησής του.
Ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό κινείται στις σιδηροτροχιές που χάραξε η προηγούμενη κυβέρνηση δηλαδή στο 3,8% (με στόχο το 3,5%) του ΑΕΠ. Σκέψεις για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,5% ή του 1,5% παρέμειναν στον ντουλάπι των υποσχέσεων της νέας κυβέρνησης. Δεν κατόρθωσε η ΝΔ να πείσει τους θεσμούς για την αλλαγή του ποσοστού αυτού. Οπότε ένας στρατηγικός της στόχος αναθεωρήθηκε.
Βέβαια αξίζει να σημειωθεί ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κράτους (Βλ. Υπουργείο Παιδείας) αρχίζουν να παίρνουν την ανιούσα.

Τέλος, εκτός από τις νεοφυείς επιχειρήσεις, την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και οτιδήποτε άλλο σχετικό περνά μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, καιρός είναι να ανοίξει μια συζήτηση για τις κατηγορίες αυτές των ατόμων που νιώθουν εγκαταλειμμένες και πεισματικά παραμένουν στη χώρα. Είναι άτομα που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα που προκάλεσαν το Brexit και τα άλλα που φόρεσαν τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία.
Η προσοχή που δόθηκε στο άμεσο παρελθόν για τους συγκεκριμένους πολίτες πρέπει να λάβει περισσότερη έκταση, διαφορετικά οι ανατροπές μπορεί να είναι ανυπολόγιστες. Κι όλα αυτά μια χρονιά πριν την έναρξη εξόφλησης των διμερών μας δανείων από τους εταίρους μας και τρία χρόνια πριν την έναρξη εξόφλησης των δανείων του προσωρινού «Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας» (EFSF). Και βέβαια μη λησμονούμε ότι το 2032 αρχίζει η εξόφληση των δανείων του «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας» (EMS).