«Kι όμως γυρίζει» (Eppur si muove)

8 Ιανουαρίου, ημέρα Πνευματικού μνημοσύνου στον Γαλιλαίο, τον ηγέτη της επιστημονικής μεταρρύθμισης

Γράφει ο Αλέξανδρος Φαρμάκης

H φράση αυτή αντιπροσώπευε την αντίσταση στο θεολογικό σκοταδισμό και την ανιδιοτελή αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας. Αποδίδεται στον Γαλιλαίο (Galileo Galilei, 15 Φεβρουαρίου 1564-8 Ιανουαρίου 1642) εξερχόμενος από την Ιερά Εξέταση, στις 22 Ιουνίου 1633, καθώς δεν ήθελε να καταθέσει τα επιστημονικά του όπλα για τη θεωρία του ότι Η ΓΗ ΓΥΡΙΖΕΙ. Οδηγήθηκε ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης γιατί δίδασκε την Κοπερνίκεια θεωρία που έλεγε ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο.

Κατά τον 17ο αιώνα οι ανακαλύψεις και οι γνώσεις για τον άνθρωπο και τον κόσμο είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη μονολιθικότητα των θρησκευτικών διδασκαλιών, καθόσον οι θεολογικές και οι αστρονομικές θεωρίες έπρεπε να συμβαδίζουν με τα επίσημα θεολογικά δόγματα. Οι θετικές επιστήμες εισέδυαν δυναμικά στην οικοδόμηση μιας αμοιβαίας δυσπιστίας μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, για το λόγο ότι τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα συνέβαλαν στη ριζική ανασκευή της καθημερνής ζωής, της συνείδησης του ατόμου και της δομής του υλικού κόσμου, με κίνδυνο να αφαιρείται ολοένα η επιρροή της θρησκείας και ο κόσμος να θεωρείται ως ένα αυτόνομο και κλειστό σύστημα. Αυτό όμως διέτρεχε τον κίνδυνο ο Θεός να καταλήξει να αποτελεί ένα περιττό διακοσμητικό στοιχείο.
Οι ιδέες του Γαλιλαίου για το ηλιοκεντρικό σύστημα δεν ήταν καινούργιες. Είχαν διατυπωθεί από τους Έλληνες-Ογκόλιθους του πνεύματος της αρχαιότητας. Η αρχή της ηλιοκεντρικής ιδέας ανάγεται στους Πυθαγόρειους, η κοσμολογία των οποίων αποτέλεσε τον προάγγελο των θεωριών του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου.

Οι Πυθαγόρειοι, όπως ο Φιλόλαος, ο Ικέτας και ο Έκφαντος, ήταν οι πρώτοι που, 2.000 χρόνια πριν τον Γαλιλαίο, γνώριζαν ότι η Γη είναι μια σφαίρα και ότι η σελήνη κινείται σε ελλειπτική τροχιά. Αργότερα, κατά τον 4ο αιώνα π.χ. ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, που καταγόταν από τη Ηράκλεια της Μαύρης Θάλασσας, υπέδειξε μια εν μέρει ηλιοκεντρική θεωρία, προτείνοντας την άποψη ότι μερικοί από τους πλανήτες (Ερμής και Αφροδίτη) κινούνται γύρω από τον ήλιο και σε ελλειπτικές και όχι κυκλικές τροχιές. Εκείνος όμως που πραγματικά δίδαξε την ηλιοκεντρική θεωρία, κατά την αρχαιότητα, ήταν ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, πέθανε περί το 320 π.χ., και στο έργο του («Περί μεγεθών και αποστημάτων Ηλίου και Σελήνης»), αναφέρονται τα αποτελέσματα σοβαρών προσπαθειών προσδιορισμού των αποστάσεων και των διαστάσεων του Ηλίου και της Σελήνης.

Η θεωρία του διασώθηκε στο έργο του Αρχιμήδη (287-212 π.χ.) «Ψαμμίτης», αναφέρεται επίσης στο βιβλίο του Ψευδοπλούταρχου «Περί του προσώπου επί του δίσκου της Σελήνης» και από τους δοξογράφους, οι οποίοι έλεγαν ότι «Ο Αρίσταρχος θέτει τον ‘Ηλιον μεταξύ των απλανών, αλλά αφήνει την Γην να κινείται επί του ηλιακού κύκλου». Ο Αρίσταρχος είχε κατηγορηθεί τότε «επί ιεροσυλία». Παρά το γεγονός ότι η θεωρία του Αρίσταρχου ανατράπηκε από τον Ίππαρχο, ο οποίος επανέφερε τη γεωκεντρική θεωρία στο προσκήνιο, εν τούτοις φαίνεται όμως ότι ο Αρίσταρχος άφησε οπαδούς. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Βαβυλώνιος Σέλευκος, έναν αιώνα αργότερα, δίδασκε τη θεωρία της ημερήσιας περιστροφής της Γης ως αληθινή και μάλιστα χωρίς επιφυλάξεις.
Από την εποχή του Αρίσταρχου μέχρι την εμφάνιση του Κοπέρνικου (1473-1543) δεν υπήρξε καμία σοβαρή κίνηση υπέρ της ηλιοκεντρικής θεωρίας και έτσι η θεωρία του λησμονήθηκε. Ο Κοπέρνικος συνέβαλε στην πνευματική αφύπνιση της ανθρωπότητας κατά την Αναγέννηση, στρέφοντας τη σκέψη προς την επιστήμη, την παρατήρηση και το πείραμα.

Μέχρι την εποχή του Κοπέρνικου το κοσμοείδωλο του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου παράμεινε κυρίαρχο για μία και πλέον χιλιετία. Στη γεωκεντρική θεωρία του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου, η Γη είναι ακίνητη και οι πλανήτες, καθώς και ο Ήλιος και η Σελήνη διέγραφαν κυκλικές τροχιές γύρω από τη Γη, η οποία παρέμεινε ακίνητη.
Η ηλιοκεντρική θεωρία του Νικόλαου Κοπέρνικου αποτέλεσε ένα έργο ορόσημο (De Revolutionibus, 1543)και προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση των εκκλησιαστικών αρχών, αλλά ο ίδιος ήταν ήδη ετοιμοθάνατος και δεν έζησε για να δει με τα μάτια του το χάος που έμελλε να προκαλέσει η ηλιοκεντρική θεωρία του.
Ενενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Κοπέρνικου, ο Γαλιλαίος οδηγήθηκε στη Ρώμη για να δικαστεί ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης με την κατηγορία ότι «ήταν σφόδρα ύποπτος για αίρεση», επειδή στο έργο του («Διάλογος περί των δύο συστημάτων του κόσμου…») αψήφησε το διάταγμα του 1616 που απαγόρευε τη διάδοση της Κοπερνίκειας θεωρίας και δίδασκε την ιδέα ότι η Γη κινείται και δεν είναι αυτή το κέντρο του σύμπαντος.

Η απόφαση ήταν ισόβια φυλάκιση. Ο Γαλιλαίος ήταν εξοικειωμένος με τη θεωρία του Κοπέρνικου και είχε διαπιστώσει ότι η καινούργια θεωρία ερχόταν σε αντίθεση με την παραδοσιακή φυσική, καθώς και με διάφορα χωρία της Βίβλου, όπως «…και γαρ εστερέωσε την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται» (Ψαλμός 92). «Η Βίβλος δείχνει το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό και όχι το δρόμο που ακολουθούν οι ουρανοί».
Ο Γαλιλαίος στο βιβλίο του «Περί κινήσεως» («De motu») αντέκρουσε τις θεωρίες του Αριστοτέλη για την κίνηση και αυτό καθιέρωσε τον Γαλιλαίο ως τον Ηγέτη της επιστημονικής μεταρρύθμισης. Το 1604 με την εμφάνιση πάνω στον ουρανό της Πάδουα ενός σουπερνόβα, δόθηκε μια ακόμη αφορμή να αμφισβητήσει εκ νέου το Αριστοτελικό μοντέλο του αμετάβλητου ουρανού. Είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και αυτό τον ώθησε να σταματήσει να διδάσκει τις Αριστοτελικές θεωρίες και τότε, χάρη στη μεγάλη φήμη του, ο μέγας δούκας της Τοσκάνης τον προσέλαβε ως προσωπικό του μαθηματικό και φιλόσοφο.

Όταν έγινε πάπας στη Ρώμη ο Ουρβανός Η΄, το 1623, φίλος του Γαλιλαίου, του επετράπη να δημοσιεύσει την Κοπερνίκεια θεωρία, όμως ως υπόθεση και όχι ως πραγματικότητα. Έτσι το 1629 δημοσίευσε το βιβλίο του με τίτλο «Διάλογος περί των Δύο Κύριων Συστημάτων του Κόσμου». Στο «Διάλογο» παρουσιάζει μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε έναν θιασώτη του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου και σε έναν υποστηρικτή του Κοπέρνικου οι οποίοι πασχίζουν να πείσουν έναν μορφωμένο μέσο άνθρωπο για την αλήθεια των αντίστοιχων κοσμοθεωριών. Το βιβλίο αυτό έμελλε να τον οδηγήσει σιδηροδέσμιο στη Ρώμη , το 1633, όπου δικάστηκε και υποχρεώθηκε να αποκηρύξει την αίρεση της Κοπερνίκειας θεωρίας και τον καταδίκασαν σε ισόβια κάθειρξη, διότι «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις», η οποία μετατράπηκε αργότερα σε κατ’ οίκον περιορισμό, υπό την επιτήρηση του αρχιεπισκόπου Ασκάνιο Πικολομίνι. Ο Πικολομίνι υπήρξε πρώην μαθητής του Γαλιλαίου, ο οποίος όχι μόνον του επέτρεψε να γράφει, αλλά και τον ενθάρρυνε και έτσι τελείωσε το έργο του «Διάλογοι σχετικά με Δύο Νέες Επιστήμες», που είναι μια ανασκόπηση των επιτευγμάτων του στη φυσική.

Με το έργο του αυτό, εκτιμήθηκε από τους μελετητές ότι, υπήρξε ο πρόδρομος των νόμων της κίνησης, όπως τους διατύπωσε αργότερα ο Νεύτων. (1642-1727).
Η συνεισφορά του Γαλιλαίου στην πρόοδο της επιστήμης και της ανθρωπότητας αναγνωρίστηκε μεταγενέστερα από κορυφαίους επιστήμονες. Ο Βολταίρος έγραψε ότι «Ο Μέγας Γαλιλαίος, στην ηλικία των ογδόντα χρόνων, μαρτύρησε στα μπουντρούμια της Ιεράς Εξέτασης, επειδή είχε αποδείξει με τεκμήρια αδιάσειστα ότι η Γη κινείται». Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν είχε γράψει: «…Ο Γαλιλαίος είναι ο πατέρας της σύγχρονης φυσικής-ουσιαστικά ο πατέρας της σύγχρονης επιστήμης».

Ο Γαλιλαίος, ο «Αγγελιαφόρος των άστρων»,:
-Εισάγει στη Φυσική το πείραμα, με πρώτο διδάξαντα τον Αρχιμήδη (287-212 π.χ).
-Εισάγει το τηλεσκόπιο στην παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων και η Σελήνη δεν αποτελεί πλέον το ρομαντικό φανάρι του ουρανού, αλλά είναι μαζί με τη Γη και τα αστέρια η Φύση που μας περιβάλλει, και με τη σκέψη αυτή «ενοποίησε τη Φύση», την οποία λίγα χρόνια αργότερα ο Νεύτων αξιοποίησε στο πείραμα της έλξης. Το «βιβλίο της φύσης, έλεγε ο Γαλιλαίος, είναι γραμμένο με μαθηματικούς χαρακτήρες».
-Διατύπωσε το νόμο της αδράνειας που ανέτρεψε την μέχρι τότε Αριστοτελική αντίληψη, θέση την οποία υιοθέτησε αργότερα ο Νεύτων. Ο Αριστοτέλης διετείνετο ότι τα αστέρια είναι αιωνίως αμετάβλητα, φτιαγμένα από «πεμπτουσία».

-Εισάγει τις ποσοτικές σχέσεις στην περιγραφή των φυσικών φαινομένων, κάτι που αρνιόταν ο Αριστοτέλης.
Η συνεισφορά του Γαλιλαίου υπήρξε σημαντική, καθόσον προσέφερε θεμέλιους λίθους για να θεμελιώσει αργότερα ο Νεύτων τη φυσική.
Ο Μπέρτολ Μπρεχτ στο ποίημά του «Ο Βίος του Γαλιλαίου αναφέρει:
«Τη χρονιά του χίλια εξακόσια εννιά
Της επιστήμης άστραψε το φως
Στης Πάδουας μια ταπεινή γωνιά
Ο Γαλιλαίος Γαλιλέϊ λογάριασε
Πως ο ήλιος μένει ακίνητος
Κ’ είναι η γης που κινείται διαρκώς».

Το 1979 ο πάπας Ιωάννης Β΄ συγκρότησε επιτροπή για να επανεξετάσει την υπόθεση τη καταδίκης του Γαλιλαίου, η οποία απεφάνθη ότι κακώς καταδικάστηκε και το 1992 επικύρωσε το πόρισμα της επιτροπής.
Τον Οκτώβριο του 2018 είδε το φως το πρωτότυπο επτασέλιδο γράμμα με το οποίο ο Γαλιλαίος παρέθετε για πρώτη φορά σε έναν φίλο Ιταλό του τα «αιρετικά» ηλιοκεντρικά επιχειρήματά του εναντίον του δόγματος της εκκλησίας, ισχυριζόμενος ότι η επιστημονική έρευνα πρέπει αν είναι απαλλαγμένη από το θεολογικό δόγμα. (Αρχεία της Βασιλικής Εταιρείας επιστημών της Μεγάλης Βρετανίας).
Στην Ελλάδα η γεωκεντρική θεωρία διδάσκονταν στα σχολεία μέχρι το 1820.

Στα Ιωάννινα «Πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα Γράμματα», έσπασε αυτή η αντίληψη με τη ρηξικέλευθη διδασκαλία του Διδασκάλου του Γένους Αθανάσιου Ψαλίδα που δίδασκε στην ΚΑΠΛΑΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ. Με τον Αθανάσιο Ψαλίδα εισάγονται στην εκπαιδευτική δραστηριότητα της πόλης των Ιωαννίνων καινοτόμες νεωτερικές ιδέες και επιστήμες, όπως η φυσική, η χημεία και η οπτική, η μεταφυσική και η κοσμολογία, καθόσον για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ εισάγεται και διδάσκεται η θεωρία του Κοπέρνικου, «η οποία μετακινώντας τη γη από το κέντρο του κόσμου και τοποθετώντας την μεταξύ των πλανητών, υπονόμευσε αυτά τα ίδια τα θεμέλια της παραδοσιακής παγκόσμιας τάξης». Οι εκπαιδευτικές αυτές τομές συνιστούσαν τότε ένα πραγματικά μεγάλο βήμα στο πνευματικό και εκπαιδευτικό γίγνεσθαι της πόλης των Ιωαννίνων.

Η ρηξικέλευθη, καινοτόμα και νεωτερική διδασκαλία του Ψαλίδα μέσα από την Καπλάνειο Σχολή, είχε σαν αποτέλεσμα την έχθρα των Μπαλάνων και των συντηρητικών κύκλων της πόλης των Ιωαννίνων. Ο Ψαλίδας κατηγορήθηκε ως «άθεος, άσοφος, ανεπιστήμων και αμαθέστατος». Όμως τόσο αυτός όσο και η διδασκαλία του, τελικά, επικράτησαν.