Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός Εσταυρωμένος, γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φθόνου κι όμως η δόξα σου άσπιλη μες στων θνητών το γένος. Είσαι, δεν είσαι γιος Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου (Γιόζεφ Ελιγιά)

Πραγματική ιστορία
Νωρίς ένα πρωί οι επικεφαλής μιας άλλης ομάδας Τούρκων στρατιωτών συγκέντρωσαν τις οικογένειες των «επίορκων» κατά του έθνους τους φαντάρων. Πρώτο στη λίστα το όνομα Παρασχάκης, ακόμα και του γένους Παρασχάκη συγγενείς του Αμβρόσιου. Είχαν, βλέπεις, τον πληροφοριοδότη τους, γιατί ο δήμαρχος είχε προλάβει κι έκαψε τις σχετικές καταστάσεις, πριν πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Αχάραγα η Αγγελική κι ο Σταυρής πήραν το δρόμο για τ’ Αλάτσατα μπας και προλάβαιναν ζωντανά τα παιδιά τους. Οι Τούρκοι τα πήραν μαζί με τους άλλους «επίορκους» του χωριού δήθεν για ανακρίσεις και με τη διαβεβαίωση πως δε θα τα πείραζαν.

Τα μηνύματα όμως κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά ήταν. Από κάποιους που είχαν κρυφτεί στα χωράφια κι έβγαιναν σαν τους αρουραίους τη νύχτα, ώρα που κι ο σπιούνος του χωριού κοιμόταν, πληροφορούνταν τα εγκλήματα των Τούρκων. Πως τους επιζήσαντες απ’ τα μέτωπα του πολέμου τους εκτέλεσαν κιόλας. Με το γαϊδουράκι τους όμως εκείνοι φορτωμένο ένα γερό μπαξίσι και την ελπίδα να τρεμουλιάζει μέσα τους, όπως η φλογίτσα στο ετοιμόσβηστο καντήλι,βάδιζαν στην ερημία. Η αυγή ανέμελη και δροσερή σκορπίστηκε στη φύση. Στα περιβόλια οι καρποί στραφτάλιζαν στα δέντρα και στ’ αμπέλια, παρατημένοι όπως και οι άνθρωποι στο έλεος του εχθρού.

Σβαρνώντας τα πόδια τους απ’ όσα τους βάραιναν, ο δρόμος Ρεϊσντερέ-Αλάτσατα μια δρασκελιά δεν έλεγε να τελειώσει. Ανήμπορα τα κορμιά τους προχωρούσαν. Ωστόσο τώρα διέκριναν τις γραμμές του μοναστηριού του Αϊ Νικόλα, με πρώτη την καμπύλη του τρούλου της εκκλησιάς του. Κι εκείνο που από μακριά φαινόταν σαν υποψία λεπτόκορμου καμπαναριού, καθώς πλησίαζαν όλο και πιο κοντά τους φάνηκε κάτι σαν φανοστάτης. Μα δεν ήταν φανός που φαντάστηκαν εκείνο που είδαν στην κορυφή της κολόνας. Έμοιαζε περισσότερο με ανθρώπινη κεφαλή. Ναι! Το είδαν καθαρά. Δεν έμοιαζε. Ήταν κεφάλι ανθρώπου και το σώμα του πάνω στον στύλο.

«Σαν το σώμα σου, Χριστέ μου», ψιθύρισε η Αγγελική κάνοντας το σταυρό της.Ίσως και του Πολύδωρου την ώρα του μαρτυρίου του, θέλοντας από κάπου να κρατηθεί, εκεί να ταξίδεψε ο νους του. Στον Καρνίου Τόπο, που ήταν τώρα το δικό του χωριό. Βιάζοντας το βήμα τους σύρθηκαν από μπροστά να δουν. Κι όπως τους αποκαλύφτηκε καταπρόσωπο η ανθρώπινη θηριωδία, «Παιδάκι μου», ρέκαξε η μάνα, τρομάζοντας με την κραυγή της τα κουρνιασμένα στα δέντρα πουλιά, που παρατώντας τις φωλιές τους πέταξαν μακριά και σαν σύννεφο σκέπασαν τον ουρανό, εμποδίζοντας τον ήλιο να βγει. Κι άλλο σμήνος αλαλιασμένα περδικούλια ξεφυτρώνοντας απ’ τα θάμνα φτερούγισαν όπως τα όνειρα για τη ζωή, σκεπάζοντας με το γκρίζο πέπλο τους τη γη.

Ο Πολύδωρος, ανασκολοπισμένος με πηγμένα στο πρόσωπο και πάνω στο χώμα τα αίματα, ήταν μια κατάφορη προσβολή στα πλάσματα της φύσης. Κι ανήμπορα μπροστά στην τόση ανθρώπινη αναλγησία το μόνο που τους απέμεινε ήταν η συμπαράσταση στον πόνο της μάνας. Γονατιστή στα πόδια του παιδιού της σουρομαδιόταν πότε σκυφτή και πότε σηκώνοντας το κεφάλι στο ματωμένο πρόσωπό του. «Παιδί μου, πώς σε κατάντησαν οι σκύλοι! Αχ η έρμη εγώ! Η φόνισσα! Σε πήρα στο λαιμό μου, παιδάκι μου!» Με τη μαντήλα της μουσκεμένη απ’ τα δάκρυά της σκούπιζε τα αίματα των ποδιών του. Τ’ αγκάλιαζε, τα φιλούσε, ακουμπούσε τα μάγουλά της σαν να θελε να τα ζεστάνει διώχνοντας την παγωνιά τους. Κι ο Σταυρής διπλωμένος κι εκείνος με το κεφάλι του ν’ αγγίζει τη ματωμένη γη, ζητούσε συγχώρηση απ’ τον Πολύδωρο κι απ’ τον Θεό.

Κόντεψε μεσημέρι. Σκούζοντας μπήκαν στο μοναστήρι να ζητήσουν βοήθεια για την ταφή. Νέκρα όμως κι εκεί. Έψαξαν και βρήκαν σεντόνι για να τυλίξουν το νεκρό σώμα. Πήγαν να βγάλουν νερό απ’ το πηγάδι. Γύρισαν το μαγκάνι αμολώντας την τριχιά με τον κουβά δεμένο στην άκρη. Μα αντί για το πλατσούρισμα του νερού ακούστηκε ένας υπόκωφος χτύπος απ’ το ακούμπισμα του κουβά πάνω σε κάτι σκληρό. Έσκυψαν και η φρίκη τους πήρε ξανά στο κατόπι. Πάτος του ήταν τα τουμπανισμένα σώματα των καλογραιών. Έτσι εξηγήθηκε και η ελαφρά δυσοσμία που χτύπησε τα ρουθούνια τους με το που έσκυψαν στα χείλη του πηγαδιού. Πρόσφατος ο πνιγμός δεν είχε γίνει αρκετά αισθητή. Από κάποια κιούπια βρήκαν το απαραίτητο νερό, το λάδι και τα μυρωδικά που συνοδεύουν το ταξίδι των πεθαμένων στον Άδη.

Αποκαθήλωσαν και μετέφεραν το σώμα του παιδιού τους σ’ ένα κελί. Το περιποιήθηκαν και το τύλιξαν στο πεντακάθαρο σεντόνι. Το ξάπλωσαν στην Αγία Τράπεζα κι αφού έψαλαν ό,τι απ’ την εξόδιο ακολουθία ήξεραν απ’ έξω το έθαψαν στο κοιμητήριο του χωριού, όπου κοντά ήταν το μοναστήρι, ανώνυμα και μακριά απ’ τους τάφους των προγόνων τους, για να μην το βεβηλώσουν ακόμα και νεκρό. Μοιρολογώντας έφυγαν με την καρδιά κομμάτια.
Ο Πολύδωρος ήταν ο μοναδικός απ’ τους «επίορκους» που του επεβλήθη ο θάνατος δι’ ανασκολοπισμού, γιατί ο πατήρ Αμβρόσιος εκτός από κληρικός είχε πολεμήσει τους τσέτες στα βουνά το ’14.

Τον Κυριάκο τον έζεψαν σαν τ’ άλογο στο μαγκάνι του πηγαδιού της πλατείας και χτυπώντας τον με το καμτσίκι τον υποχρέωσαν να το γυρίζει. Μετά από ανείπωτα βασανιστήρια, μια τουμπανισμένη μάζα από σάρκα και οστά ξεψύχησε. (Από το ανέκδοτο μυθιστόρημα «Τα Παιδιά του Οδυσσέα»)
Σημειώσεις:
Επίορκους οι Τούρκοι θεωρούσαν τους Έλληνες που στον πόλεμο του ’22 συμπαρατάχτηκαν με τον ελληνικό απελευθερωτικό στρατό.