Η ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Μου το ’χε ζητήσει, όπως συμβαίνει σε στιγμές αδυναμίας πράγματα που δεν τα πιστεύουμε ν’ αποκτούν υπόσταση κι από κάπου θέλουμε να κρατηθούμε. «Κάνε μου μια φανουρόπιτα μπας κι επινεύσει ο Άγιος στις παρακλήσεις μου», μου είπε ο περί τα θεία ολίγα γνωρίζων. Κι επειδή οικείος ο περίου ο λόγος, πώς μπορούσα να του αρνηθώ; Και προπαντός να φανώ ασυνεπής απέναντί του;

Ωστόσο από της υποσχέσεως, αρχές Αυγούστου έως του εορτάζοντος Αγίου τελευτώντος του μηνός, με πολλά και διάφορα τα συμβαίνοντα στην καρδιά του, κι επιπλέον οι περιηγήσεις στα πανέμορφα τοπία της Μεγαλονήσου και τον «σουλτάνο» ν’ απειλεί ό, τι έχει απομείνει απ’ την πικραμένη γη της… Οι Ταλιμπάν στο προσκήνιο ξανά μανά. Απ’ τη μια οι παρατημένοι στο έλεος τους να στριμώχνονται στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, κατά το ο σώζων εαυτόν σωθήτω, κι απ’ την άλλη ο «τσάρος» να ποζάρει χωρίς τσίπα ντροπή στο χρυσό ιπτάμενο διαμέρισμά του! Λες γι’ αυτό τα παιδιά στις αγκαλιές των γονιών τους μας κοιτάζουν απορημένα; Ποια τύχη άραγε τα περιμένει; Σε ποιο πεζοδρόμιο, σε ποιο φανάρι ή – το χειρότερο! – σε ποια σκοτάδια της νύχτας βορά των λύκων ή νεκρά χωρίς τα όργανα του σώματός τους… Κι επιπλέον οι άλλοι, εμείς, να τα βάζουμε κι από πάνω με τους πρόσφυγες και τα προσφυγόπουλα, αντί με τους Εμπόρους των Εθνών*. Οι μεγαλοδύναμοι του πλανήτη, βλέπεις, αποφασίζουν περί ζωής και θανάτου των εν αυτώ κατοικούντων. Το πότε και το γιατί μην το ρωτάς! Αυτοί το πεπόνι και το μαχαίρι αυτοί. Έλεος!
Ωστόσο δεν μπορείς παρά να εξοικειωθείς με τα κάθε τρεις και λίγο συμβαίνοντα τραγικά. «Είν’ ημοίρα του ανθρώπου», λες, συνεχίζοντας να ζεις ν’ αγαπάς και να ελπίζεις. Προπαντός να ελπίζεις!

Πώς ήταν δυνατό με όλα αυτά τα προσφάτως ενσκύψαντανα ’χα το νου μου στη μέρα του Αγίου – μεγάλη η χάρη του – Φανουρίου;
Ώσπου «Η Μαρούλα πήρε να δει τι κάνουμε. Δε σε ξύπνησα. Πάρ’ την αργότερα, τώρα πάει στον εσπερινό την φανουρόπιτα», με πληροφόρησε ο άντρας μου. Κεραυνός εν αιθρία! Τα ’βαλα μαζί του που μ’ άφησε στον μακάριο ύπνο μου. Έξι μ.μ. Και τώρα τι γίνεται; Πώς θα ’βρω ταυλικά, τα λίγα έστω μιας φανουρόπιτας, τα εφτά; Απ’ αυτά μόνο την κανέλα που πάει με όλα, όπως διδάσκει ο παππούς τον εγγονό στην Πολίτικη Κουζίνα του Μπουλμέτη, είχα. Τα άλλα έξι: αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, ηλιέλαιο, μαγειρική σόδα, σταφίδα, καρύδια και φυσικό χυμό πορτοκαλιού, ειδικά τα εντελώς απαραίτητα πορτοκάλια, μου έλειπαν, και προπαντός η δοσολογία! «Πού θες να τη θυμάμαι τόσα χρόνια που ’χω να τη φτιάξω, χριστιανέ μου! Ήμουν νια και γέρασα» φώναξα στον σύζυγο, πρόθυμο να με βοηθήσει το κατά δύναμη. Ένιωθε, άδικα βέβαια, ένοχος, που δεν είχε την πρόνοια να μου φωνάξει, έστω το ανεπανάληπτο «εγέρθητω» της εγκληματικής οργάνωσης την αποφράδα μέρα της ορκωμοσίας της στη Βουλή των Ελλήνων.

Και με το που μου είπε: «Εγώ θα πάω να στα φέρω», «Εγώ θα πάω στη φέρω», μου ’ρθαν στο νου τα λόγια του Κωνσταντή στο Του Νεκρού αδερφού δημοτικό ποίημα. Όσο για τον τρόπο εκτέλεσης της συνταγής – δε συνηθίζω το ιντερνέτ στις διακοπές μου – ο σύζυγος μέσω του κινητού – στα της τεχνολογίας δεν είμαι δα ξεφτέρι – έβγαλε το φίδι από την τρύπα. Το μόνο που μου απέμεινε ήταν το πείσμα μου να μη φανώ ασυνεπής στην υπόσχεσή μου.
Έτσι ανήμερα του Αγίου Φανουρίου με τη πίτα του σε μπακλαβαδωτά κομμάτια κι ασημοσκεπή πρωί-πρωί με τη δροσούλα κατηφορίσαμε προς τα Κάτω Λεύκαρα, για την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μια απ’ τις παλιές, κόσμημα του χωριού. Εκεί λειτουργούσε ο πατήρ Σάββας, ειλικρινής εκπρόσωπος του Χριστού. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο μεγάλο πάρκιν και με τον δίσκο στα χέρια, σαν να κρατούσα τ’ άχραντα μυστήρια, πήραμε το καλντερίμι με τα σπιτάκια, κάποια και με σουβενίρ πίσω σπ’ τα τζάμια-βιτρίνες τους για τους τουρίστες. – Παραδοσιακό χωριό τα Λεύκαρα (Πάνω και Κάτω), απ’ τα πιο επισκέψιμα της Κύπρου –.Ωστόσο καθώς πλησιάζαμε στον ναό, η άκρατη ησυχία μας προειδοποιούσε πως δεν ήταν γραφτό της φανουρόπιτας να ευλογηθεί απ’ τον Άγιο.

«Φαίνεται πως δεν δέχεται την προσφορά μας», είπα, όταν βρεθήκαμε έξω απ’ τον περίβολο της έρημης και κατάκλειστης εκκλησιάς με το λουκέτο στην πόρτα του περιβόλου της. Οπότε πήραμε τον δρόμο της επιστροφής κατηφείς. Η απογοήτευση σου κόβει τη μιλιά και σε βουβαίνει. Μόνο κάποια στιγμή ψιθύρισα στον εαυτό μου και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα…
Βυθισμένοι στους σκοτεινούς λογισμούς μας πηγαίναμε ανάμεσα στα δρομάκια του βυθισμένου στη μακαριότητα του πρωινού ύπνου χωριού. Κι όπως ανηφορίζαμε στο καντούνι, βγαίνοντας από ένα άλλο μια γυναικούλα, «Στον Αϊ Ραφαήλ πηγαίνετε. Ο παπάς εκεί λειτουργά σήμερα», μας φώναξε, όπως μ’ είδε με τον δίσκο στα χέρια. Και δια μιας όλα γύρω γίναν φως. Ως Άγγελος Κυρίου ευαγγελιζόμενη την ανέλπιστη είδηση μας πληροφόρησε και πώς θα τον βρούμε. Ο προηγούμενος παπάς εμπνεύστηκε την κατασκευή λιτού εν Λευκάροις ναΐσκου του εν Μυτιλήνη θαυματουργούντος Αγίου.
Μας υποδέχτηκε εν ψαλμοίς – και «τυμπάνοις», τρόπος του λέγειν–μέρα Θεού χαρά εντός του μεγάλου ολάνοιχτου περιβόλου του.

Οι εκκλησιαζόμενοι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, συν του ψάλτη, του ιερέως και του βοηθού του. Κάτι παραπάνω απ’ τα εφτά θαύματα του κόσμου και τον αριθμό των Μυστηρίων. Ό, τι καταλληλότερο να αισθανθεί κανείς κατανυκτικότητα, υποβαλλόμενη κι απ’ τις αναρτημένες στους τοίχους αγιογραφίες, μεγάλες στην προσπάθειά τους να καλύψουν τη γύμνια τους. Στο μοναδικό ψαλτήρι, μη διεκδικών εύσημα όπως άλλοι ομόλογοί του ως αηδόνες ψάλλοντες, απλοϊκός άνθρωπος του χωριού ερμήνευε τροπάρια της εκκλησιαστικής υμνωδίας σεμνά, έως υποτονικά. Και ευχαρίστως δεχόταν διορθωτικές παρεμβάσεις της διορισμένης ως αναγνώστριας βοηθού του. Ωστόσο πάλαι ποτέ συμμαθητές με τον σύζυγό μου βρήκαν την ευκαιρία να τα πουν, αφού η αναγνώστρια προθύμως πήρε τη θέση του στο ψαλτήρι. Ωστόσο, καθώς το κουβεντολόι τους παίρνοντας τ’ αψήλου πρόσβαλε την ιερότητα των στιγμών, αναγκάστηκα βγαίνοντας στο προαύλιο σαν δασκάλα σε ατακτούντα παιδιά να τους καλέσω στην τάξη.

Ο ναΐσκος διαμπερής με μία των θυρών του ανοιχτή προς το μεγαλειώδες τοπίο της φύσης, φαινόταν ωσεί εμφυτευμένος στη μαγεία της. Οδε επί του βήματος εμφανιζόμενος ιερέας, λιπόσαρκος και ενδεδυμένος ταπεινό το σχήμα τη ιεροσύνης, έφερε προς τη σεπτή μορφή εξαϋλωμένουτινός Αγίου, το άκρον άωτο του νεαρού και ροδόχρου Φανουρίου.
Ύστερα από την κατανυκτική προσευχή τα Σα εκ των Σων, εκφωνηθέντος και του Πάτερ ημών υπό της εγγονούλας της αναγνώστριας, έγινε και η απόλυση της θείας λειτουργίας, οπότε «τον λόγον είχε» η φανουρόπιτα. Περιμένοντας υπομονετικά πίσω απ΄ τη μεγάλη επί του καβαλέτου εικόνα του εορτάζοντος Αγίου, ήρθε η στιγμή να πάρει την πρέπουσα θέση της. Ο βοηθός, ένας πανύψηλος νεαρός άνδρας στιβαρός τω δέματι και μετά προθυμίας υπείκων στις εντολές του παπα Σάββα,μου ζήτησε το χαρτάκι με ονόματα των μνημονευθησομένων. Τα πήγε στο ιερό, αλλά ξαναβγήκε προς διευκρίνιση του γράμματος ενός εξ αυτών. Ξαναβγήκε όμως απ’ το ιερό, για να ρωτήσει αν η φέρουσα το περί ου ο λόγος όνομα ήταν χριστιανή ορθόδοξη. Και βεβαιωθείς περί της ορθοδόξου τη πίστει Χριστιανής, εξήλθε και ο ιερεύς του ιερού.

Η εικόνα της φανουρόπιτας, υποτιμημένης σε μια καρέκλα έμπροσθεν του Αγίου, του φάνηκε απαξιωτική. Κι ο βοηθός έτρεξε κι έφερε ένα με τα πόδια διπλωμένα τραπέζι. Αλλά μουδιασμένα καθώς ήταν απ’ την ακινησία δεν έλεγαν να ξεδιπλωθούν. Ωστόσο, με μια πιο δυνατή απ΄ τις προηγούμενες προσπάθεια,το τραπέζι στηρίχτηκε επιτέλους στα πόδια του, για να κρατήσει στην επίπεδη επιφάνειά τουτη μόνη στη χάρη του Αγίου ανήμερα της γιορτής του θαυματουργή πίτα του. Περιβαλλόμενος απ’ το πενιχρό εκκλησίασμα ο παπάς υπέδειξε στον παραλείψαντα να ψάλει το τροπάριο του Αγίου Φανουρίου και αφού έψαλε και είπε κι ο ίδιος τα σχετικά, ώστε να εισακουσθούν οι ευχές των επικαλουμένων την χάρη του, ευλόγησε την πίτα του.
Ασκεπής πλέον χάρμα οφθαλμών κι ευωδιασμένη με την κανέλα και το γαρίφαλο, σκορπίζοντας παντού ολόγυρα τ’ αρώματά της,. μέσα κι έξω απ’ τον ναό, για πότε το ολιγομελές εκκλησίασμα πολλαπλασιάστηκε απορίας άξιο. Κι εντός ολίγου στον δίσκο, τον γνωστό ψάθινο με την Κύπρο στο κέντρο ,απ’ την πίτα απέμειναν ψιχουλάκια της. Ωστόσο είχα προβλέψει το καλύτερο για τον παπα Σάββα κομμάτι της φανουρόπιτας. Το βρήκα στο τραπεζάκι, όπου το είχα φυλαγμένο πίσω απ’ την εικόνα του Αγίου. Του μήνυσα με τον βοηθό του και βγαίνοντας απ’ το ιερό ασπάστηκα το χέρι του, για να του το προσφέρω με ευλάβεια, που σπάνια εμπνέουν ομόλογοί του.

«Παπαδιαμαντική η λειτουργία σήμερα, πάτερ μου», του είπα και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης. Καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας επί σειρά ετών στη Μέση Εκπαίδευση, μπορεί να μην είχε διαβάσει τον σπουδαίο εκπρόσωπο της Ελληνικής πεζογραφίας, τον Κατά Κόσμο Καλόγερο, όπως ονομάζει ο Περάνθης στην μονογραφία του τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!
«Ελάτε για έναν καφέ στο καφενείο», μου είπε.

Λεύκαρα 02.09.2021 – Χαρά Παπαβασιλείου Κουμουλλή