ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου- Κουμουλλή

«Κάποτε η φύση, με εξαίρετη «μαεστρία», δημιουργεί ανθρώπους που η κυριότερη σκέψη τους και οι αγώνες τους είναι η ευτυχία των συνανθρώπων τους, που προσπαθούν να στηρίξουν σε γερά θεμέλια. Οι σπάνιοι κι ανώτεροι αυτοί άνθρωποι βάζουν σκοπό της ζωής τους να ανορθώσουν, να εκπολιτίσουν και να διδάξουν την κοινωνία. Δυστυχώς όμως σπανίζουν. Είναι αυτοί που μάχονται αντιμετωπίζοντας αντιξοότητες και εχθρότητα και γίνονται θύματα των εχθρών τους. Και αν ακόμη δεν τους αφήσουν να ολοκληρώσουν το έργο τους, η ανάμνηση της ιερής προσπάθειάς τους και των έργων που επιτέλεσαν, για να βοηθήσουν την πατρίδα τους και την ανθρωπότητα, υποδείγματα άφθαστης αρετής, συγκεντρώνουν γύρω απ’ τους τάφους τους την ευγνωμοσύνη των γενεών που θα ακολουθήσουν. Η ευγνωμοσύνη αυτή στήνει μνημεία στο έργο τους, στεφανώνει τη δόξα τους και θεμελιώνει την αθανασία τους… Άνθρωπος του ηθικού αυτού μεγαλείου, τραγικό θύμα των θυσιών και της σπάνιας ανωτερότητός του, υπήρξε ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας», γράφει ο νεανικός του φίλος Δημήτριος Αρλιώτης δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του στη βιογραφία του, περιληφθείσα στο αρχείο του Καποδίστρια, αποτέλεσμα έρευνας της ιστορικού Ελένης Κούκου.

Τις πληροφορίες για τη ζωή του στην Πετρούπολη τις αντλεί απ’ τις επιστολές του προς τον πατέρα του, όπου περιγράφει με λεπτομέρειες την εγκατάστασή του σε μια ξένη χώρα τόσο διαφορετική από το όμορφο νησί του, τις δυσκολίες προσαρμογής του, αλλά και την αποφασιστικότητά να αντιμετωπίσει τα μικρά και μεγάλα προβλήματα, για να φτάσει εκεί που ήθελε. Όχι για την προσωπική του δόξα. Αλλά για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Οι κοσμικές δεξιώσεις, οι προσκλήσεις στα αριστοκρατικά «τζάκια» τον κολάκευαν και τον εξυπηρετούσαν στους στόχους του. Κατά βάθος όμως δεν τον ευχαριστούσαν. Δεν ήταν ο τύπος του «κοσμικού άνδρα». Γνώριζε όμως ότι οι σπουδαιότερες αποφάσεις παίρνονταν στα σαλόνια και στις δεξιώσεις.
Στη Βιέννη λόγω του Συνεδρίου είχαν συγκεντρωθεί οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ευρώπης. Στα διαλείμματα των συνεδριάσεων ο Καποδίστριας εύρισκε τη ευκαιρία να τους ανοίγει συζήτηση για την τραγική κατάσταση της Ελλάδας και τις τουρκικές βαρβαρότητες, για τη δίψα των παιδιών της, των νέων Ελλήνων για σπουδές και μόρφωση. Τους θύμιζε πως η χώρα του χάρισε στην Ευρώπη τις υψηλές έννοιες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της παιδείας, της φιλοσοφίας. Η ίδρυση της Φιλόμουσου Εταιρίας της Βιέννης στόχευε στη συγκέντρωση χρημάτων με τη συνδρομή των πλουσίων για τη φοίτηση των Ελληνοπαίδων σ’ ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, καθώς και στη διεθνοποίηση του ελληνικού προβλήματος. Η λάμψη του Καποδίστρια θα κορυφωθεί στο Συνέριο της Βιέννης.

Όμως ο ίδιος την ευτυχία την αποζητούσε στα απλά πράγματα της ζωής.
Στο τελευταίο του ταξίδι στην Κέρκυρα λίγο πριν την αναχώρησή του, ζήτησε απ’ τον αγαπημένο του φίλο, τον Δημήτριο Αρλιώτη, να τον συνοδεύσει σ’ ένα μοναχικό περίπατο στις εξοχές του νησιού. «Περπατούσαμε αμίλητοι και απολαμβάναμε την απέραντη ομορφιά της άνοιξης στο νησί. Ο Καποδίστριας ήταν περισσότερο από ποτέ μελαγχολικός. Κάποια στιγμή έσκυψε κι έκοψε ένα ταπεινό αγριολούλουδο και μου είπε: «Βλέπεις, φίλε μου, αυτό το ταπεινό άνθος της γενεθλίου μου γης… Για μένα έχει ασυγκρίτως μεγαλύτερη αξία από τα μεγαλοπρεπή παράσημα και τις τιμητικές διακρίσεις, που μου έχουν προσφέρει οι ευρωπαϊκές χώρες. Η απλότητα, η αγνότητα της ζωής, η καλοσύνη είναι για μένα οι καλύτερες παρασημοφορίες. Οι μόνες αληθινές τιμές για τη ζωή μου. Ελπίζω όταν θα έχω ολοκληρώσει τα καθήκοντά μου απέναντι στην πατρίδα μας, να έλθω εδώ να ζήσω τις τελευταίες μέρες της ζωής μου, στη γενέθλια γη μου και αυτή να με ιδεί αποθνήσκοντα», γράφει ο φίλος του.
Αγωνίστηκε για την απελευθέρωση των λαών της Βαλκανικής, την ενοποίηση της Ελβετίας, έδωσε μάχες με τους πολιτικούς του αντιπάλους στο Συνέδριο της Βιέννης για την κατάργηση του δουλεμπορίου των Μαύρων και τον εκπολιτισμό της αφρικανικής ηπείρου, για την αποδέσμευση των μικρών κρατών απ’ την υπερπροστασία των μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο πάντοτε έχοντας στο νου και στην ψυχή του την Ελλάδα. Ίδρυσε σχολεία, όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες στην Ευρώπη και στη Ρωσία, και ενεργοποίησε τους Έλληνες της διασποράς, για τη διατήρηση της ελληνικής καταγωγής τους, της ελληνικής γλώσσας και της ορθόδοξης θρησκείας τους, για να μη σβηστεί απ’ το χάρτη η Ελλάδα.

Το 1827 ο Καποδίστριας εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδας. Απλός, προσιτός, αφιλοκερδής, δημοκρατικός ο «θεόσταλτος» Κυβερνήτης ενστάλαξε στις καρδιές του λαού ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα.. Διάλεξε για κατοικία του ένα απλό σπίτι. Δε θα διστάσει να υποθηκεύσει την πατρική του περιουσία στον πάμπλουτο Λάζαρο Κουντουριώτη, προκειμένου να φέρει τρόφιμα απ’ την Ιταλία και να σώσει τον λαό του Ναυπλίου απ’ τον εφιάλτη της πείνας. Και κυρίως τα παιδιά! «Το ροδόχρουν όνειρον της Ελλάδας και της ζωής του», όπως τα έλεγε…
Οι μαρτυρίες είναι εγκωμιαστικές για τα εξαιρετικά επιτεύγματα σε όλους τους τομείς της εσωτερικής πολιτικής και ιδίως της παιδείας, της δικαιοσύνης, των δημοσίων έργων. Ωστόσο, στο θέμα της διανομής των εθνικών γαιών στους ακτήμονες, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους προύχοντες. Οπότε η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Η αδυσώπητη πάλη ανάμεσα στον κόσμο του καλού και του κακού, στο φως και στο σκοτάδι Είχε ωστόσο δρομολογηθεί με την παρακίνηση των ξένων συμφερόντων: των Άγγλων και των Γάλλων. Στο πρόσωπό του οι Μαυρομιχαλαίοι δολοφόνησαν την Ελλάδα. Από κείνη τη στιγμή ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της μέσα στη νύχτα…, γράφει η Ελένη Κούκου στο βιβλίο της ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ. ΡΩΞΑΝΔΡΑ ΣΤΟΥΡΤΖΑ. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη.
Σύσσωμο το ελληνικό έθνος βαρυπένθησε για τον τραγικό θάνατό του. Συγκλονίζουν τα γράμματα των μικρών μαθητών. Συχνά ο Κυβερνήτης καθόταν δίπλα στο θρανίο, για να τους ενισχύσει, να τους αγκαλιάσει με τη στοργή της αγάπης του. Όλα είναι κατάστικτα από τα δάκρυα της παιδικής οδύνης.

«Αγαπημένε μας, τρυφερέ Πατέρα! Με τον Θάνατό Σου σκοτείνιασαν όλα γύρω μας. Τα λουλούδια μαράθηκαν. Τα πουλιά σώπασαν. Όλα βουβάθηκαν από τις δικές μας παιδικές και νεανικές κραυγές, που τις στέλνουμε στον ουρανό, μαζί με τους λυγμούς μας… Εκείνοι που σε σκότωσαν θα είναι για πάντα καταραμένοι. Γιατί σκότωσαν την ελπίδα μας. Την παρηγοριά μας. Τη δύναμη. Το φως για ένα καλύτερο αύριο. Γιατί σκότωσαν Εσένα, αγαπημένε μας Κυβερνήτη-Πατέρα!…»
«Όταν μου μιλούσες για τα παιδιά της πατρίδας μας, τα Ελληνόπουλα, τα ωραία μάτια σου θόλωναν από δάκρυα και η θεσπέσια φωνή σου έπαιρνε δραματικούς τόνους», του γράφει σ’ ένα της γράμμα η Ρωξάνδρα…