Λαογραφικά Σημειώματα

Τα συμπεθέρια

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Η συγγένεια που δημιουργείται με το γάμο ονομάζεται αγχιστεία. Επομένως η συμπεθεριά είναι η συγγενική σχέση που συνδέει τις δύο οικογένειες του ζευγαριού, η συγγένεια εξ αγχιστείας. «Συμπεθέριασε με την Κωστάντω. Έπιασε από νεφραμιά». «Μπα, το ίδιο είναι και αυτή. Αν δεν ταίριαζαν, δεν θα συμπεθέριαζαν». Και τι δεν έλεγαν. Ειδικά με κάτι συμπεθέρες από την πόλ’ ή κυρίως από τον κάμπο. «Ζεματίστ’κε στον κάμπο κι ήρθε εδώ να παρ’ αέρα ο κώλος τ’ς». Θυμάμαι που είχαν έρθει κάτι συμπέθεροι από την πρωτεύουσα. Η μάνα του γαμπρού σημαιοστολισμένη και το μαλλί «στο κάγκελο».

Πώ, πω τι εκστόμισε ο μπάρμπα Γιώργος, ο συμπέθερός της. «Πάει το πιδάκι μ’. “Καλό τυρί σι σκ(υ)λίσιου τουμάρ’”. Δεν είδες η συμπεθέρα που μού ‘ρθε εδώ με το μαλλί τούφα, σαν καμπρολάχανο». Τι καμπρολάχανο την είπε, τι γκτσούπ, τι λύκος καψαλός που μας ξεκάμπ(ι)σε… Η συμπεθέρα δεν πολυκαταλάβαινε, αλλά κάποια στιγμή είχε αρχίσει να δυσανασχετεί και νόμισε ο μπάρμπα Γιώργος ότι κατέβασε και μούτρα και απευθύνθηκε στην κυρά του. Τότε έγινε, «διημείφθη» ο εξής διάλογος: «Δε μου λες γυναίκα; Τι έχ’ η συμπεθέρα και είναι τόσο κατσουφιασμέν’;» «Σώπα, Γιωργή μ’. Μη λες τίποτε». «Τι να πω. Της έφεξε και θέλ’ και ξορέξια;» «Μπα, δεν είναι τίποτε. Η ιδέα σου Γιωργή μ’». «Ποια ιδέα μου λες. Εδώ έχ’ κάτι μούτρα σαν του ζουρλού ο κώλος».

Η ιερότητα και η αναγκαιότητα του «συμπεθερέματος» λογίζονταν ως σχετική. Και από τις δυο πλευρές κηρύσσονταν «διαρκής πόλεμος». «Με ποιον παιδάκι μ’ να κάτσω να φάω; Αυτός δέν’ πρώτα τη γάτα του, για να φάει. Αυτός με καταμάδ(ι)σι στο προικιό. Με ξετίναξε». Τα ίδια από την άλλη πλευρά. «Σ(υ)μπέθερος είναι αυτός; Έδωσε για προίκα όλα τα λαζνίδια. Τα περκέτια τα κράτησε για το γιόκα του, τον μούκακα, μπας και στραβωθεί καμία και τον φορτωθεί». Είχαν παρουσιαστεί και ακραίες περιπτώσεις. Συμπεθέρες να ξεμαλλιαστούν, «δι’ ασήμαντον αφορμήν» και «ανύποπτην συμπεριφοράν». Όλα ήταν στο πρόγραμμα. Άλλοι καιροί, άλλες συνήθειες κι άλλες ιδιοτροπίες. Όλα έχουν τη δικαιολογία τους.

Όταν όμως φούντωσε για τα καλά η εσωτερική μετανάστευση και το χωριό ολόκληρο σχεδόν «εγκαταστάθηκε» στο Γαλάτσι, ψιλοάλλαξαν στην αρχή τα πράγματα. Τα παιδιά στα γράμματα. Έπαινος αληθινός τους ακολουθούσε. Αργότερα έγιναν περιζήτητοι γαμπροί και τους κυνηγούσαν, όχι με το ντουφέκι αλλά με χίλια δυο «μαλαγανέματα», οι εξελιγμένες προξενήτρες. Και έταζαν, και έταζαν και σταματημό δεν είχε το τάξιμο! Και έγιναν πολλά προξενέματα, άλλα πέτυχαν κι άλλα «πήγαν κατά διαόλ’». Συμπεθέριασαν πλείστοι κι άλλοι συμπέθεροι βγήκαν καλοί, άλλοι βρικόλακες αληθινοί. Και είναι αλήθεια πως στα υψηλά σαλόνια της Αθήνας ενίοτε δεν χωρούσε η αγράμματη Τζουμερκιώτισσα, τι σημασία είχε, αν είχε καθαρό το κούτελο και λαγαρή τη φωνή της. Αυτά δεν συνυπολογίζονται.

Η κοινωνική διαστρωμάτωση (προς τα πάνω) δεν είναι για όλους. Τα σαλόνια δεν είναι αλώνια για να αλωνίσει το σιτάρι η συμπεθέρα. Θέλουν μεταξωτούς και όχι ροζιασμένους κώλους.
Έτσι επί πετυχημένου γάμου, κουφάθηκε ο γαμπρός να ακούει τον ήχο από το μέτρημα των λιρών, η συμπεθέρα -αληθινή φλογέρα- θέλησε να επιβάλει και όρο ή μητέρα του γαμπρού να παραμείνει στο χωριό και να καθίσει στο πατρικό της αφού με την παρουσία της κινδύνευαν να βλαχέψουν τα παιδιά της κόρης της. Ο γαμπρός «χάλασε» αμέσως όλη την κατάσταση με το επιχείρημα «συμπεθέρες μπορεί άνετα να βρεθούν. Εγώ μάνα μία έχω και δεν μπορώ να την αντικαταστήσω». Κάπως έτσι βγήκε και το σύνθημα: «Συμπεθέρα, συμπεθέρα, κάνε μας αέρα».