Ο Επιτάφιος Θρήνος. Μικρό αφιέρωμα σ’ ένα αξιόλογο υμνογράφημα

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Α. Γενικά χαρακτηριστικά
Ο Επιτάφιος Θρήνος, γνωστός και ως τα εγκώμια ή μεγαλυνάρια του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, αποτελείται από μία μακρά σειρά προσόμοιων τροπαρίων σε τρεις στάσεις, τα οποία συμψάλλονταν αρχικά με τους στίχους του ριη΄ ψαλμού. Ο εν λόγω ψαλμός ονομάζεται και Άμωμος από τον πρώτο στίχο του, και αποτελεί το ιζ΄ κάθισμα του Ψαλτηρίου, το οποίο στιχολογείται, σύμφωνα με τη μοναστική βυζαντινή λειτουργική παράδοση, κατά τον Όρθρο του Σαββάτου.

Η ονομασία αυτού του ύμνου είναι από τα ζητήματα που έχουν απασχολήσει τους μελετητές της βυζαντινής υμνογραφίας.
Η ονομασία «ἐγκώμια» απαντάται στο έντυπο Τριώδιο και δεν δικαιολογείται από τη χειρόγραφη παράδοση.
Ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης σωστά παρατήρησε ότι τα εγκώμια απευθύνονται στους ανθρώπους και όχι στο Θεό, στον οποίο αναπέμπονται ύμνοι. Η ονομασία «ἐπιτάφιος» απαντάται στο χειρόγραφο Τυπικό του κώδικα 92 της βιβλιοθήκης της Μεγίστης Λαύρας του 15ου αιώνα. Οι ονομασίες «μακαρώνεια» και «μακαριστάρια», οι οποίες συσχετίζονται με τον πρώτο στίχο του Αμώμου, απαντώνται στα εγκώμια της Θεοτόκου και των αγίων.
Η ονομασία «μεγαλυνάρια» απαντάται στη συντριπτική πλειονότητα των χειρογράφων. Στο σύνταγμα Δημητρίου μοναχού στο Τυπικό του 15ου αιώνα τα τροπάρια αυτά επιγράφονται «μεγαλυνάρια εἰς Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν», ενώ στο Σιναϊτικό κώδικα 1098 του έτους 1392 ονομάζονται «ἐπιτάφια μεγαλυνάρια».

Ο όρος «μεγαλυνάρια» υπήρξε, πιθανότατα, η αρχική ονομασία της υμνογραφικής αυτής σύνθεσης, ενώ οι όροι «ἐγκώμια», «μακαρώνεια» και «μακαριστάρια» εμφανίστηκαν μεταγενέστερα, πιθανώς όταν το είδος επεκτάθηκε σε άλλες υμνογραφικές περιοχές, δηλαδή στην υμνογραφία της Θεοτόκου και των αγίων. Η ευρέως διαδεδομένη ονομασία «’Επιτάφιος Θρῆνος», με την οποία είναι γνωστός σήμερα ο ύμνος, συσχετίζεται προφανώς με την αυξανόμενη έμφαση στο θέμα του θρήνου της Θεοτόκου που παρατηρείται στην υμνογραφία και την ομιλητική της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου, αλλά και με το ομώνυμο εικονογραφικό θέμα.
Τα εγκώμια ψέλνονται σε τρεις στάσεις:

Η πρώτη στάση αρχίζει:
«Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην».
Η δεύτερη: «Άξιον εστί, μεγαλύνειν Σε τον Ζωοδότην, τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείνοντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού».
Η τρίτη: «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης τα κείμενα έχουν συντεθεί σύμφωνα με τη ρυθμοτονική της βυζαντινής υμνογραφίας, όπου πους είναι η λέξη και οι κανόνες της ομοτονίας και ισοσυλλαβίας έρχονται σε δεύτερη μοίρα προ της μουσικής τονής.
Από λογοτεχνική πλευρά ο Επιτάφιος θρήνος «έχει μια απόλυτη ηθική και αισθητική αυτάρκεια». Σε όλη την έκταση των ποιητικών κειμένων δεσπόζουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στοιχεία: ο δραματικός λόγος και το θριαμβευτικό στοιχείο, η θνητότητα και η αθανασία, η λύπη και η χαρά, ο πόνος του Σταυρού, αλλά και ο θρίαμβος της Αναστάσεως.

Μεταξύ του Επιταφίου θρήνου και των άλλων θρηνωδών ασμάτων υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο Επιτάφιος θρήνος, αν και γράφτηκε για να υμνήσει το νεκρό Χριστό, δεν καταλήγει σε απόγνωση, γιατί προβάλλει περισσότερο το θρίαμβο της ζωής, που συμβολίζει το ανέσπερο Φως της Αναστάσεως. Περιέχει τον οραματισμό ενός αισίου τέρματος προς το οποίο οδηγούν τα πολλά αναστάσιμα προανακρούσματα. Παντού διατυπώνεται μια έννοια προσωρινότητας στην ταφή του Χριστού και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, ενώ οι στόχοι των εγκωμίων είναι θρηνητικοί, προεορτάζεται η Ανάσταση.
Όπως παρατηρεί δόκιμος συγγραφέας της Εκκλησιαστικής υμνολογίας «η θρησκευτική μέθεξη του ποιητή των εγκωμίων είναι ψυχική, ποτέ εγκεφαλική. Σε κάθε φράση του ο ποιητής των εγκωμίων εγκολπώνεται σύντομες και δόκιμες συνθέσεις πολλές φορές. Προχωρά στην καθαρτική δύναμη της ποιήσεως μαζί και της θρησκευτικής ζωής με τις διαμορφωμένες πεποιθήσεις του, με έξαρση απαλλαγμένη από κάθε σπασμωδικότητα και θορυβώδη έκρηξη».

Στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής παρελαύνουν: η άψυχη και έμψυχη φύση, οι άγγελοι, οι άνθρωποι, οι προφήτες, τα πτηνά, τα ευγενή ζώα, τα αστέρια και άλλα δημιουργήματα του Θεού. Όλα συμπονούν και συμπάσχουν στο φρικτό θέαμα του ενταφιασμού της Ζωής, που είναι ο Κύριος της Δόξης.
Ο Θεάνθρωπος αναφέρεται εδώ ως ο πλέον όμορφος από όλους τους θνητούς. Βασιλιάς του παντός. Φως, που φωτίζει τον εξωτερικό και εσωτερικό μας κόσμο. Φιλάνθρωπος. Κριτής. Ζωοδότης. Εκείνος που κρατάει στην παλάμη του τη Γη. Αυτός που είναι η προσωποποίηση της ίδιας της ζωής. Η πλήρης έκφραση της ευγένειας και της ανθρωπιάς.
Επί πλέον ο Επιτάφιος θρήνος ενέπνευσε τη βυζαντινή αγιογραφία του 10ου αι. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι παραστάσεις του Επιταφίου σε λειτουργικά άμφια και κεντητούς επιταφίους.

Ο Επιτάφιος θρήνος είναι ένα ποιητικό ανθολόγιο γεμάτο ωραίες εικόνες και συγκινητικές εκφράσεις, που προκαλούν την άφατη θλίψη του πιστού για την πρόσκαιρη δύση του «μη δύοντος ηλίου». Ως εκ τούτου τα ποιητικά του αντίφωνα δεν είναι ψυχρά διανοητικά κατασκευάσματα, αλλά βιωματικές εκρήξεις και ξεχειλίσματα καρδιάς. Γι’ αυτό αγαπήθηκαν από το λαό μας, βρίσκονται διαρκώς στα χείλη του, κατανύσουν την ψυχή του και αποτελούν την καλύτερη προετοιμασία για την Ανάσταση του Χριστού, που είναι ταυτόχρονα και η Ανάσταση του ανθρώπου. Αποτελούν την τελειότερη έκφραση του σταυροαναστάσιμου χαρακτήρα της Μεγάλης Εβδομάδος.
Ο αριθμός και η σειρά των τροπαρίων του Επιταφίου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία τόσο στα χειρόγραφα όσο και στις έντυπες εκδόσεις. Στα έντυπα λειτουργικά βιβλία ο αριθμός των εγκωμίων είναι συνήθως 176, τόσοι όσοι οι στίχοι του Αμώμου. Στο τέλος της κάθε στάσης ψάλλονται το δοξαστικόν, το θεοτοκίον και το πρώτο τροπάριον της κάθε στάσης (σύνολο 185 τροπάρια).

Περιεχόμενο του Επιταφίου θρήνου.
Κύρια θέματα του Επιταφίου είναι η ταφή του Χριστού και ο θρήνος της Υπεραγίας Θεοτόκου για την απώλεια του Έαρος της Ζωής, για τη δύση του άδυτου Ηλίου και Φωτός των οφθαλμών της. Οι άνθρωποι, οι άγγελοι, τα αστέρια, ο ουρανός και η γη, o έμψυχος και άψυχος κόσμος, θρηνούν σαν αντικρίζουν το φρικτό θέαμα της ταφής της Ζωής. Από θεολογική άποψη το ποίημα είναι ένας διαλογισμός γύρω από το μυστήριο της Κενώσεως και της Άκρας Ταπείνωσης του Θεανθρώπου ως μέρος της πατρικής οικονομίας και ένας ευχαριστήριος ύμνος για τη συγκατάβαση και μακροθυμία του Λόγου του Θεού σεσαρκωμένου. Η εις Άδου κάθοδος, η επαναφορά στην πατρική δόξα των πνευμάτων των δικαίων και ο ύπνος του Χριστού στον όλβιο τάφο, από τον οποίο θα γεννηθεί η Εκκλησία, όπως άλλοτε η Εύα από τον ύπνο του προπάτορα Αδάμ, είναι μοτίβα που συναντάμε σε μερικά από τα τροπάρια.

Ο Επιτάφιος Θρήνος συμπεριελήφθη στην πρώτη έκδοση του Τριωδίου, γεγονός που τον κατέστησε βασικό στοιχείο της βυζαντινής υμνογραφίας της Μεγάλης Εβδομάδας και μία από τις δημοφιλέστερες σήμερα ακολουθίες της Εβδομάδας των Παθών. Το πρώτο γνωστό έντυπο Τριώδιον δημοσιεύτηκε στη Βενετία το 1552. Τα 176 τροπάρια του Επιταφίου της πρώτης γνωστής έκδοσης του Τριωδίου γνώρισαν από τότε εκατοντάδες ανατυπώσεις, κατά τις οποίες όχι σπάνια υπέστησαν τις αυθόρμητες παρεμβάσεις εκδοτών και διορθωτών.

Τα κύρια θέματα των εγκωμίων του Επιταφίου είναι :
1. Η ταφή του Χριστού
(τροπ. α΄ 2, 5, 1 0, 16‐19, 23, 25, 48, 52 και 59, β΄ 12, 13, 15, 17, 26, 46, 54 και 55, γ΄ 15, 22),
2. Η απελευθέρωση του Αδάμ
(τροπ. α΄ 25, 29, 33, 39 και 58, β΄ 17, 38 και γ΄ 31) και της Εύας (τροπ. α΄ 39, β΄ 57 και γ΄ 31),
3.Ο θρήνος της Υπεραγίας Θεοτόκου για την απώλεια του Έαρος της Ζωής, για τη δύση του άδυτου Ηλίου και Φωτός των οφθαλμών της (τροπ. α΄ 28, 52, 61, 68, 70 και 75, β΄ 14, 18, 20, 21, 22, 48, 49, 53, 54 και 62, γ΄ 16, 17, 18, 29, 30, 32, 37, 43 και 48).
4. Ο θρήνος των ανθρώπων,
(τροπ. α΄ 7, 13, 20, 24, 32, 35, 45, 46, 54 και 62, β΄ 4, 9, 12, 23, 24, 37, 39 και 60, γ΄ 4, 6, 14, 28, 42 και 46), αγγέλων (τροπ. α΄ 1, 12, 20, 34, 36 και 42, β΄ 6, 24 και 41, γ΄ 39 και 44),
5. Ο θρήνος της φύσεως:
τα αστέρια, ο ουρανός και η γη, ο έμψυχος και άψυχος κόσμος θρηνούν όταν αντικρίζουν το φρικτό θέαμα της ταφής της Ζωής (τροπ. α΄ 12, 26, 30, 31 και 69, β΄ 7, 8, 28, 30, 36 και 52, γ΄ 39).
6. Οι Μυροφόρες γυναίκες.

Οι μυροφόρες γυναίκες (τροπ. β΄ 10 και 11, γ΄ 3, 5, 19, 35 και 45), οι οποίες σπεύδουν προς τον τάφο λίαν πρωί της μιας των Σαββάτων για να μυρώσουν με θείο Μύρο και αξιώνονται από το Θεό να ακούσουν πρώτες το «χαίρε», αρχικά από τον άγγελο και έπειτα από το στόμα του ίδιου του αναστάντος Χριστού, αποτελούν το χαρμόσυνο αντίβαρο του θρήνου.
Β. Τα ζητήματα της ονομασίας, χρονολογίας και πατρότητας του ύμνου.
Η ονομασία της ποιητικής αυτής σύνθεσης είναι ένα από τα ζητήματα που έχουν απασχολήσει τους μελετητές της βυζαντινής υμνογραφίας. Η ευρέως διαδεδομένη ονομασία ΕΓΚΩΜΙΑ, η οποία απαντάται στο έντυπο Τριώδιο, δεν δικαιολογείται από τη χειρόγραφη παράδοση, αφού αυτή απαντάται μόνο στο τυπικόν της Μονής του Αγίου Παύλου του έτους 1850 και στο τυπικόν της Ιεράς Μονής Κασταμονίτου του 1854.
Κρίσιμα ερωτήματα γύρω από τον Επιτάφιο Θρήνο, όπως πότε συγγράφτηκε, ποίος υπήρξε ο συγγραφέας του ή πότε ακριβώς εισήλθε στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δεν έχουν βρει ακόμα σαφείς απαντήσεις παρ’ όλες τις προσπάθειες που προς αυτήν την κατεύθυνση κατέβαλαν τον περασμένο κυρίως αιώνα ερευνητές όπως οι Ευστρατιάδης, Παντελάκης,Millet, Pallas, Ξύδης, Belting και Δετοράκης.

Η πλειονότητα των μελετητών τοποθετεί τη συγγραφή του ποιήματος στα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Παλαιολόγων (1258-1453). Η θεωρία αυτή στηρίζεται κυρίως στο γεγονός ότι τα χειρόγραφα τριώδια και τυπικά των μεγάλων εκκλησιαστικών και μοναστικών κέντρων της προπαλαιολόγιας περιόδου αγνοούν παντελώς την ύπαρξη της καινούριας αυτής υμνογραφικής σύνθεσης .
Οι πολλές μετρικές ανωμαλίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα για την ύπαρξη πολλών ποιητών. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι τα εγκώμια δεν ανήκουν στους αρχαίους χριστιανικούς ύμνους. Από μαρτυρίες χειρογράφων έχουμε την πληροφορία ότι σε άγνωστο χρόνο ο αρχιμ. Ιγνάτιος της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους συνέθεσε ορισμένα εγκώμια. Για τον Σωφρόνιο Ευστρατιάδη ποιητής των Εγκωμίων είναι ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος (ιδ’ αι.). Άλλοι θέλουν ως ποιητές των Εγκωμίων τον Θεόδωρο Στουδίτη (θ’ αι.) και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αρσένιο (ιγ’ αι.). Στην περίπτωση των Εγκωμίων έχουμε το ίδιο επιστημονικό πρόβλημα, που έχουμε και με τον ποιητή του Ακαθίστου Ύμνου.

Η ερευνήτρια FRANCISCO JAVIER GARCÍA BÓVEDA σε σχετική της εργασία σημειώνει τα εξής σχετικά με τον δημιουργό ή δημιουργούς του ύμνου.:
«Όσον αφορά την απόδοση της σύνθεσης η θεωρία της ομαδικής πατρότητας του ποιήματοςπου υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ο Ξύδης, πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να απορριφτεί. Οιμετρικές ανωμαλίες και οι πολλαπλές παραλλαγές του κειμένου που επικαλείται ο Ξύδης οφείλονται στις ιστορικές συνθήκες κατά τις οποίες μας παραδόθηκε το κείμενο και στις επεμβάσεις που έκαναν σε αυτό διάφοροι αντιγραφείς, μιμητές και εκδότες, οι οποίοι δεν έδειξαν πάντοτε το απαιτούμενο σεβασμό.
Επίσης πρέπει να απορρίψουμε ως αβάσιμες τις θεωρίες που αποδίδουν τον Επιτάφιο στον Θεόδωρο τον Στουδίτη ή τη μοναχή Κασιανή .
Η απόδοση του Επιταφίου στον Στουδίτη, ο οποίος συνέθεσε ένα κανόνα για το Μέγα Σάββατο οφείλεται προφανώς στη συμβολή του ιδίου αλλά και ολόκληρης της στουδιτικής υμνογραφικής σχολής στην τελική διαμόρφωση της βίβλου του Τριωδίου. Η απόδοση του ποιήματος στην Κασία, η οποία συνέθεσε επίσης ένα τετραώδιον για το Μέγα Σάββατον, συσχετίζεται προφανώς με την από τον ιβ΄ αιώνα (Θεόδωρος Πρόδρομος) εσφαλμένη απόδοση στη μεγάλη βυζαντινή ποιήτρια των ειρμών του κανόνος “Kύματι θαλάσσης”, ο οποίος ψάλλεται επίσης κατά την ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.

Ελάχιστα τεκμηριωμένες είναι οι θεωρίες που συνδέουν τη συγγραφή του Επιταφίου με τα ονόματα των πατριαρχών Αρσενίου και Αθανασίου Α΄, οι οποίοι προέστησαν της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1254-1309.
Οφείλουμε να απορρίψουμε επίσης την απόδοση του Επιταφίου στον λόγιο μητροπολίτη Ρόδου Νείλο Διασωρινό την οποία υποστήριξαν ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης και ο Ιωακείμ Ιβηρίτης. Πρόκειται για ένα από τους πολλούς αντιγραφείς που δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να προσθέσουν στο έργο δικά τους μεγαλυνάρια ή δικές τους παραλλαγές των ήδη υπαρχόντων μεγαλυναρίων, μεταξύ των οποίων πρέπει να κατατάξουμε και τον αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο της αγιορειτικής Μονής του Αγίου Δημητρίου (Βατοπαιδίου), το όνομα του οποίου συναντάμε σε μερικά χειρόγραφα, όπως, π. χ., στον Σιναϊτικό κώδικα 746, και τον μητροπολίτη Εφέσου Ματθαίο Γαβαλά . Στην ίδια κατηγορία ανήκει, κατά την εκτίμησή μας, και ο λόγιος αντιγραφέας-ποιητής της συλλογής του Μαρκιανού ελληνικού κώδικα II, 123.

Στη σημερινή κατάσταση της έρευνας δεν βρισκόμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε την ταυτότητα του ποιητή του Επιταφίου. Ίσως η μελέτη των εκατοντάδων χειρογράφων όπου διέσωζονται οι γνωστές σήμερα αλλά και οι μέχρι σήμερα ακόμα άγνωστες συλλογές μεγαλυναρίων να μας οδηγήσει κάποτε στην αποκάλυψη του ονόματός του. Αδύνατη κατέστη η ταύτιση του ποιητή του Επιταφίου με κάποιο από τους γνωστούς λόγιους υμνογράφους της εποχής, τα έργα των οποίων εντάσσονται στα παραδοσιακά πλέον υμνογραφικά είδη και αρχαΐζουν ως επί το πλείστον. Οι συνθέσεις των υμνογράφων αυτών διαφέρουν έντονα από το ύφος, τη γλώσσα και την αισθητική του Επιταφίου, ένας ύμνος που χαρακτηρίζεται για την πρωτοτυπία του αλλά και για τη δυνατότητα του να έλθει σε άμεση επικοινωνία με τον πιστό. Ο ποιητής του Επιταφίου, σε αντίθεση με άλλους λόγιους υμνογράφους της ίδιας εποχής, οι οποίοι είναι συνήθως κάτοχοι τόσο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όσο και των πατέρων της Εκκλησίας, φαίνεται να είναι εξοικειωμένος κυρίως με τους ύμνους και τα βιβλικά αναγνώσματα των ιερών ακολουθιών.
(Απόσπασμα από σχετική ανέκδοτη εργασία)