Ο τάφος

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
http://users.sch.gr/panlampri/

 

Κάθε που ξημέρωνε η επέτειος της επανάστασης του 1821, αν δεν διάβαινε την πύλη του πρώτου νεκροταφείου της πρωτεύσας, για ν’ αποτίσει φόρο τιμής στον Γέρο του Μοριά, δεν ησύχαζε. Φυσικά, κι άλλες φορές το ίδιο έκανε. Βαδίζοντας αθόρυβα, μην ενοχλήσει τους νεκρούς, έφτανε στον τάφο του ως ικέτης από άλλους καιρούς, που τη σωτηρία του εκεί αναζητούσε. Γονάτιζε με δέος και θωρούσε προσεκτικά τον ανδριάντα του. Αν του ζητούσες να τον περιγράψει με κλειστά μάτια, θα το έκανε, λες, κι ανοιχτά τα είχε. Γνώριζε πως τα οστά του βρίσκονταν από χρόνια στην Τρίπολη, όπου ελευθερωτής κάποτε μπήκε, αλλά δεν το λάβαινε υπόψη. Αφού χόρταινε με εικόνες, που από τον τάφο, θαρρείς, ξεπηδούσαν, στις οποίες ο ήρωας πρωταγωνιστής ήταν, έπιανε κουβέντα μαζί του.

Του μιλούσε κι ας μην αποκρινόταν. Του έπλεκε εγκώμια για ό,τι στην πατρίδα προσέφερε, του τραγουδούσε ένα κλέφτικο, του μιλούσε για τα συμβαίνοντα στον τόπο, ενώ εδώ και κάποια χρόνια οδηγούσε την ιδιότυπη συζήτηση σε κείνο που τη σκέψη του έκαιγε. Ήθελε να μάθει από κείνον τι θα έπραττε, αν στην οικονομικά υπόδουλη πατρίδα ζούσε! Πώς θα χειριζόταν τις υποθέσεις, ώστε ν’ απαλλαγούν οι πατριώτες του από την ιδιόμορφη δουλεία, που βίωναν.
Του ’λεγε, του ’λεγε, και καθώς απάντηση καμία δε λάβαινε, η ψυχή του σκοτείνιαζε κι αναπαμό δεν έβρισκε. Τέλος, ικανοποιημένος με την άυλη συντροφιά του, τον χαιρετούσε, ελπίζοντας, έστω και μάταια, πως στην επόμενη επίσκεψή του κάποιο θαύμα θα γινόταν κι ο Γέρος θα του απoλογιόταν!

Η σύζυγός του, όταν της ανέφερε πως πέρασε από το νεκροταφείο, τον μάλωνε γλυκά:
– Πατέρας, αδελφός, γιος σου να ’ταν ο Κολοκοτρώνης, άντρα μου, δεν θα πήγαινες τόσο συχνά στο μνήμα!
– Τι λες, γυναίκα! Αυτός είναι όλοι ετούτοι μαζί και πολλοί άλλοι ακόμα! Μακάρι, να ’χαμε κάποιον όμοιό του και πολλά δυσάρεστα, που στον τόπο μας ζούμε, θα ’χαν κάνει φτερά!
– Άλλη εποχή η δική μας! Δε γεννάει ήρωες!
– Μπορεί να ’ναι αντιηρωική η εποχή, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να αίρονται στο ύψος των περιστάσεων. Γι’ αυτό, κάθε που πηγαίνω στον τάφο, συνομιλώ με τον Γέρο μου!
– Συνομιλείς; Μπας κι έχεις πάθει κάτι;
– Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα! Τον αγαπώ, το ξέρεις! Μ’ αρέσει να τον αντικρίζω και να παίρνω δύναμη! Δεν αντέχω ν’ ακούω τους πολιτικάντηδες, τους οποίους, αν ζούσε, θα τους καταχέριζε για τα καλά.
– Ναι, αλλά δεν ζει!
– Δεν ζει; Ζει και βασιλεύει στις καρδιές όλων όσων δεν έχουν λησμονήσει την προσφορά του στο Έθνος!
– Αυτό δεν αρκεί!
– Μπορεί, αλλά, όπως γνωρίζεις, λίγη μαγιά χρειάζεται, για να φουσκώσει το ζυμάρι! Μόνο που πρέπει να δημιουργηθούν οι συνθήκες, μολονότι εκείνος άλλα διδάσκει. Για άκου, για να μου πεις τη γνώμη σου: «Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελούς· ἡμεῖς ἄν δέν εἴμεθα τρελοί, δέν ἐκάναμεν τήν ἐπανάστασιν, διατί ἠθέλαμεν συλλογισθεῖ […]»*.
– Ναι, θα πεις πώς τότε οι συνθήκες ήταν τρισχειρότερες από τις σημερινές, αλλά μας λείπουν οι «τρελοί»! Ή μπορεί να υπάρχουν, αλλά δεν έφτασε η ώρα!
– Κι εγώ σ’ αυτή την ευλογημένη ώρα ελπίζω! Μακάρι να ’ρθει, πριν κλείσω τα μάτια μου!
– Μην απελπίζεσαι! Συμβαίνει, έρχεται η ώρα και γεννιέται κάποιος, που αναδεικνύεται αντάξιος απόγονος ανθρώπων σαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!

Ενενηκονταετής πια ο Θεόδωρος, που καμάρωνε από παιδί, επειδή είχε ίδιο όνομα με τον Γέρο του Μοριά, αναθυμόταν ό,τι για τη ζωή εκείνου είχε μάθει, όσες φορές στον τάφο του πήγε κι όσες στιγμές η ψυχή του πόθησε να γεννήσει ο τόπος έναν καινούργιο Κολοκοτρώνη, γιατί πίστευε πως οι καιροί το απαιτούσαν!
Μάλιστα, την τελευταία μέρα της ζωής του, τη στιγμή που αγγελοκρούστηκε, συνέβη κάτι, το οποίο χρόνια γύρευε από τα μύχια της ψυχής του! Συνομίλησε με τον ήρωα!
Τον είδε να μπαίνει από τη θύρα του σπιτιού του καβάλα στ’ άλογό του και να φορεί πλήρη πολεμική εξάρτηση! Στην κεφαλή του υψωνόταν λαμπρή η περικεφαλαία, άστραφταν τα κουμπούρια του κι η λευκή φουστανέλα φώτιζε τον τόπο!
– Θεέ μου, τι ζω! είπε και η συγκίνηση παρέλυε τα μέλη του. Κι εκεί που πήγαινε να ρωτήσει τον Κολοκοτρώνη για όσα ταλάνιζαν την ψυχή του, μιλιά δεν του έβγαινε. Αχ! και πώς θα μάθω ό,τι τόσα χρόνια τον ρωτούσα, σκεφτόταν. Κι ενώ απελπισία τον είχε καταλάβει, είδε τον αρχιστράτηγο να ξεπεζεύει, να κάθεται δίπλα του, να του χαμογελά, να τον ευχαριστεί, που δεν τον λησμόνησε, και να του λέει:
– Βλέπω πως έφτασε η ώρα σου να φύγεις! Μη λυπάσαι γι’ αυτό! Ήρθα ν’ απαντήσω σ’ όσα με ρωτούσες. Λέω, λοιπόν, πως οι πατριώτες μας θ’ απαλλαγούν από την οικονομική σκλαβιά, αν πάψουν να ομφαλοσκοπούν, αν πάψουν να βλέπουν μοιρολατρικά ό,τι τους συμβαίνει, αν μέσα τους λευτερωθούν! Αν νιώσουν την ιερή τρέλα, που σε κάνει να μη λογαριάζεις τη δύναμη των δυναστών σου και, στηριζόμενος στις δυνάμεις σου, τους νικάς! Διότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να συνηθίσεις τη σκλαβιά, να πιστέψεις πως την αξίζεις!

Με τα λόγια του Γέρου του Μοριά στ’ αυτιά του έφυγε για το επέκεινα ο Θεόδωρος και η πνοή του ζωγράφιζε τα λόγια:
– Και τι δεν θα ’δινα να σ’ άκουγαν οι Έλληνες, αρχιστράτηγέ μου!

* Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς ἀπό τά 1770 ἕως τά 1836, Ὑπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Ἀθήνῃσιν 1846, σ. 190