ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ

Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου

“ Στην Πάτρα μες στον καφενέ πολλοί είναι μαζεμένοι
ο Δήμαρχος κι ο Ανακριτής εκρίναν την Ελένη.
Ελένη τι τον έκανες τον πρώτο σου τον άνδρα,
στρατιώτες τον επιάσανε, στην φυλακή τον πάνε.
Παρακαλώ το Δήμαρχο και τον Εισαγγελέα,
να μην τονε δικάσουνε, γιατί είμαι εγώ η αιτία.
Έχω το Δήμαρχο αδερφό, το Δικαστή πατέρα,
έχω και την ξαδέρφη μου στου Δικαστή την πόρτα.
Δικάζουν ξεδικάζουνε, κρεμάνε ξεκραμάνε”.

Το έτος 2018 εξέδωσα στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο “ Τα τραγούδια της φυλακής ” με πρόλογο του Ανδρέα Φουρναράκου. Ήταν μία σοβαρή προσπάθεια καταγραφής και ερμηνείας των τραγουδιών της φυλακής από το 900 μ.Χ., μέχρι τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και λίγο μετά από αυτόν.
Μετά την έκδοση του βιβλίου αυτού ο φίλος και συνάδελφος Νίκος Τσουραπάς μου έδωσε το τραγούδι ετούτο, το οποίο δεν ευμοίρησα να το συμπεριλάβω σε αυτό το βιβλίο.
Το κύριο πρόσωπο των τραγουδιών είναι συνήθως κλέφτης ή ληστής, που ήρθε σε σύγκρουση με τη νόμιμη διοίκηση και φυλακίστηκε. Ο ίδιος ή δικοί του (η μάνα, η γυναίκα του ή η αδελφή του) θρηνούν για τα βάσανα της φυλακής κι επιζητούν την ελευθέρωση του φυλακισμένου, να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα του χωριού του και πολλές φορές να πάρει εκδίκηση για τα βάσανά του:

«Να πάρει σκλάβους δικαστές κι ούλους τους νομοθέτες».
Οι φυλακές λιώνουν τον άνθρωπο και το συνειδός του, είναι η ίδια η τρέλα, είναι ο πρόωρος τάφος, που η φωνή του κρατουμένου δεν ακούγεται. Μου έλεγε στη δεκαετία του 1970 ένας γεράκος, που μπήκε στη φυλακή νέος ( είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, που τον απάτησε και τον Ιταλό εργοδότη του, που τον καταπίεζε) και βγήκε γέρος, ότι σώζεται κανείς στη φυλακή αν καταφέρει να υποκαταστήσει τη φύση σε όλα. Δίνει ο κρατούμενος αγώνα προσαρμογής και επιβίωσης. Ο δικηγόρος και λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος, που έκανε φυλακή, σημειώνει:

“ Στην αρχή, όταν μ’ έσπρωξαν μέσα και κλειδώσαν την πόρτα νόμιζα πως ήταν βραχνάς κι έκανα μια κίνηση να συνέλθω. Νιώθω το στήθος να μην χωρά την ανάσα. Νιώθω τα χείλη μου να παγώνουν. Κάνω να κάτσω στο ξυλοκρέβατο και πετιέμαι επάνω, σαν να ήταν αυτό η αποδοχή μιας κατάστασης που την αποκρούουν όλες οι ίνες της ψυχής και του σώματος(…) Όποιος εν νιώσει τη φρίκη της πόρτας που κλείνει πίσω του και κλειδώνει, ποτέ στ’ αλήθεια δεν έμαθε τι θα πει λευτεριά. Είναι κάτι που μοιάζει με τρέλα μαζί και με θάνατο, η αίσθηση αυτή της αδυναμίας να χρησιμοποιήσεις τις ικανότητές σου, ο αποκλεισμός από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν, τ(θάψιμο σε έναν τάφο, απ’ όπου η φωνή σου δεν μπορεί ν’ ακουστεί. Πηγαινοέρχομαι στο κελί σαν μανιακός. Θέλω να τρέξω, αλλά είναι μπροστά μου από παντού ένας τοίχος παχύς σαν το μπόι μου και ανένδοτος σαν τη μοίρα. Το φως πέφτει από ψηλά για να φαίνεται το κελί σαν πηγάδι. Κια το κομμάτι ουρανός που έχουν αφήσει να φαίνεται είναι μόνο για να κεντρίζει την αγωνία…”.

Όταν μιλούμε για φυλακισμένους, μιλούμε πάντοτε για ανθρώπους που πονάνε και υποφέρουν. Το λίγο τους φαίνεται πολύ και συνήθως, και στη ματιά τους και στη θολωμένη σκέψη τους θρονιάζει το παράπονο. Ο απλός άνθρωπος του λαού, ο απλός κρατούμενος τραγουδούσε πάντα της ”φυλακής τα βάσανα”:
“Εγέρασα, μανούλα μου, μπροστύτερα από σένα.
Δε με γερνάν τα γέρατα, δε με γερνάν τα χρόνια,
μόν’ με γερνάει η φυλακή, της Πύλος τα μπουντρούμια.
Μέρα και νύχτα καταγής, στον τοίχο ακουμπισμένος,
εσάπη το κορμάκι μου, δεξιά μεριά στην πλάτη.
Π’ αναθεμά σ’, ανακριτή, και σέ, ρ’ εισαγγελέα,
που δε δικάζεις ξάμηνο, παρά δικάζεις χρόνους”.

Ερμηνευτική και αισθητική προσέγγιση του τραγουδιού αυτού : Το τραγούδι δισκογραφήθηκε το 1927. Άρα αναφέρεται σε περιστατικό που συνέβη στην Πάτρα ίσως στα προηγούμενα 20-30 χρόνια. Δεν μπορεί να έχει συμβεί παλαιότερα, γιατί θα είχε απολησμονηθεί ασφαλώς. Η Ελένη, έτσι φαίνεται, ήταν του λεγομένου καλού κόσμου της Πάτρας, με σχέσεις και διασυνδέσεις στα πλοκάμια της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Έγγαμη ούσα συνήψε ερωτική σχέση με κάποιον Πατρινό, τον οποίο ο άνδρας της από ζηλοτυπία σκότωσε (ή αποπειράθηκε να σκοτώσει). Συνελήφθη, οδηγήθηκε στη φυλακή και επρόκειτο να δικασθεί. Η Ελένη γνωρίζει ότι υπαίτια είναι μόνον αυτή. Ο πρώτος στίχος αποτυπώνει την πολιτικοδικαστική εμπλοκή, η οποία πάντοτε υπάρχει και τότε πιο πολύ υπήρχε. Είναι τα χρόνια της κοινωνικής και ηθικής έκπτωσης μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897. “Πολλοί είναι μαζεμένοι”. Ο στίχος αυτός έχει παρθεί απ’ το γνωστό τραγούδι της Παπαλάμπραινας, που ιστορεί αληθινό γεγονός, που συνέβη στην Πύλο πολλά χρόνια πρωτύτερα. “Στου Παπαλάμπρου την αυλή πολλοί είν’ μαζεμένοι, Παπαλάμπραινα καϋμένη …”.

Η μάζωξη αυτή στον καφενέ ήταν παραδικαστική και σκοπό είχε την κάλυψη της Ελένης από τυχόν ευθύνη της ως ηθικού αυτουργού στο έγκλημα, που διεπράχθη. Στην ανάκριση αυτή ερωτάται η Ελένη “τι τον έκανε τον πρώτο της τον άνδρα. Φαίνεται ότι η Ελένη συζούσε πλέον με τον εραστή και επομένως ο νόμιμος σύζυγός της έγινε πρώτος, υφισταμένου δευτέρου. “Στρατιώτες τον επιάσανε”. Την εποχή εκείνη τον έλεγχο της ποινικής παραβατικότητας και ιδίως της ληστείας είχε ειδικό τμήμα του στρατού, οι άνδρες του οποίου φορούσαν ειδική στολή με σταυρωτό σακκάκι, τους οποίους ο λαός έλεγε “σταυρωτούς”.

Οι στίχοι που ακολουθούν τονίζουν και χρωματίζουν τη σχέση των δικαστών με την πολιτική και οικονομική κατεστημένη εξουσία. Είναι ένα πρόβλημα διαχρονικό, του οποίου οι ρίζες εύρηνται στην αρχαιότητα. Για τους ίστορες και άλλους μελετητές είναι δεδομένο ότι η δικαστική εξουσία υπήρξε ταπεινή θεραπαινίδα της εκτελεστικής.
Το τραγούδι κλείνει με τον έξοχο στίχο – κολώνα : “Δικάζουν ξεδικάζουνε, κρεμάνε ξεκρεμάνε” ! Η πείρα του λαού μας, σαν φυσικό ανάβρυσμα, σαν κεραυνός μεγαλοφυΐας, δείχει το δρόμο στον άγνωστο κι αγράμματο λαϊκό τεχνίτη του λόγου να φθάσει στις πιο ψηλές κορφές της ποίησης, εκεί που έφθασαν μόνον οι λίγοι μεγάλοι. Στίχος λιτός, δωρικός, περιεκτικός, στον οποίο με σοφία εγκλείεται μία πραγματικότητα διαχρονική και ζοφερή. Ξέρει ο λαός καλά ότι το δίκιο συμπιέζεται στις μυλόπετρες της διαπλοκής και το άδικο θεριεύει, πυργώνεται, μετεωρίζεται και πυραμιδώνεται στα ανακριτικά γραφεία, στις εισαγγελικές προτάσεις, στα βουλεύματα, στις εφέσεις, στις αναιρέσεις, στις αναψηλαφήσεις, στις απονομές χάρης κ.τ.λ.

Ακόμη και η εξαδέρφη της Ελένης, που είναι στην πόρτα του Δικαστή (ερωμένη ; υπηρέτρια ;), μπορεί να επηρεάσει τη δικαστική κρίση. “Θριξ αιδοίου έλκει ναυν” έλεγαν στους βυζαντινούς χρόνους. Τα ξέρει όλα αυτά ο απλός άνθρωπος, γι’ αυτό σε πολλά ληστρικά τραγούδια βάζει τον φυλακισμένο να θέλει να πάρει εκδίκηση για τα βάσανά του : “Να πάρει σκλάβους δικαστές κι ούλους τους νομοθέτες”. Ο στίχος αυτός που αναλύεται θα έπρεπε να έχει αναρτηθεί στους δικαστικούς διαδρόμους, στους δικηγορικούς συλλόγους και στα δικηγορικά γραφεία. Αλλά αυτό δεν γίνεται από φόβο και από υπολογισμό. Και το κακό περνοδιαβαίνει και επικαλύπτει το καλό και αναπλέκει τους βηματισμούς του ανθρώπου πάνω στη γη.