Συνέντευξη της Χωρεάνθη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάθε εποχής καθορίζουν τον τρόπο έκφρασής μας

 

Η Ελένη Τσικριτέα – Χωρεάνθη είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Έχει εκδώσει βιβλία, ποιητικά, πεζά και διασκευές αρχαίων κλασικών έργων. Κείμενά της δημοσιεύονται στα εγκυρότερα παιδαγωγικά και λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και των επαρχιών. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες.

Ερ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της έκδοσης του βιβλίου με τον τίτλο «Αγορασμένη ζωή», εκδόσεις 24 γράμματα;
Απ.: Η «Αγορασμένη ζωή», είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου. Ξεκίνησε εντελώς τυχαία, όταν μου ζητήθηκε ένα διήγημα για συλλογική έκδοση. Επικοινώνησα με τον εκδότη Γιώργο Δαμιανό (24 Γράμματα) και η συνέχεια ήταν απρόβλεπτη. Πρώτη φορά, στα τόσα χρόνια που συνεργάζομαι με εκδότες, έστειλα «δείγμα γραφής» και σε δέκα μέρες έλαβα τηλεφωνικά από τον ίδιο την απάντηση: «Μας αρέσει η δουλειά σας. Στείλτε μας όσα διηγήματα έχετε». Αυτό έκανα. Μέσα σε τρεις, τέσσερις μήνες έγιναν με άριστη συνεργασία όλες οι τυπικές εκδοτικές διαδικασίες –χωρίς να έρθουμε σε προσωπική επαφή, λόγω επιδημίας– και τον Νοέμβρη του 2020, είχα στα χέρια μου ένα υπέροχο βιβλίο. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένη και εκφράζω τις ευχαριστίες μου.

Ερ.: Στην πρώτη ιστορία «Νυχτερινή πτήση», γράφετε ως υποσημείωση «ότι δεν ξέρετε αν ήταν όνειρο ή τρέλα». Πώς καταφέρνει ο συγγραφέας να ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία;
Απ.: Νομίζω πως αυτό είναι το μυστικό, το κλειδί και το εργαλείο κάθε συγγραφέα, ώστε να διαρρήξει το φράγμα της καθημερινής αναγκαιότητας, δεδομένου ότι ο συγγραφέας ζει όπως όλος ο άλλος κόσμος και πρέπει να λύνει πρωτίστως υλικά προβλήματα της ζωής: να βρεθεί στο χώρο της φαντασίας, για να απελευθερώσει το δημιουργικό του πνεύμα. Η συνεχής απομόνωση μέσα σε ένα γραφείο, χωρίς επαφή με την πραγματικότητα, σε κάνει «επαγγελματία γραφιά», όχι εμπνευσμένο συγγραφέα με όραμα και μάχιμο πολίτη. Δεν μπορεί ο συγγραφέας να είναι ξεκομμένος από τον κόσμο.

Ερ.: Στο διήγημα «Συνάντηση στο χάραμα», δυο παλιοί εραστές συναντιούνται μετά από χρόνια. Μπορεί να αρχίσει πάλι να χτίζεται μια αγάπη που τελείωσε άδοξα πριν από χρόνια;
Απ.: Κατά την άποψη και την εμπειρία μου, όχι. Ο κόσμος λέει «όταν σπάσει το γυαλί, δεν ξανακολλάει». Και να κολλήσει με τσιρότα συναισθημάτων, μένουν οι ραγισματιές – ακόμα και στις μεγάλες αγάπες και στους σφοδρούς έρωτες.

Ερ.: Στην ιστορία «Αγορασμένη ζωή» γράφετε την καθημερινότητα στην Αθήνα. Μετρό, τραμ, λεωφορείο.
Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να κατευθύνονται σε διαφορετικές διαδρομές. Πώς μαθαίνουμε να ζούμε σε μια πόλη που τρέχει σε γρήγορους ρυθμούς;
Απ.: Αυτό το διήγημα καταγράφει εικόνες «καθημερινής τρέλας» σε μια διαδρομή Δάφνη-Σύνταγμα. Εκείνο το πρωί, ανεβαίναμε με την κόρη μου τη Βερίνα στο κέντρο της Αθήνας για δουλειές. Βρήκαμε θέσεις και καθίσαμε. Έτσι χωρίς να το έχω σκεφτεί, κατέγραφα στο μυαλό μου ό,τι εντυπώσεις άρπαζα σε κάθε σταθμό, κάνοντας αναδρομές στο αρχαιολογικό και ιστορικό παρελθόν της Αθήνας και συνεκδοχικά του ελλαδικού χωροχρόνου. Πρόκειται για από περιωπής θεώρηση όχι μόνο του καθημερινού γίγνεσθαι σε μια κοσμοπολίτικη Αθήνα μερικών εκατομμυρίων πολύχρωμων και πολύγλωσσων βωβών ανθρώπων, αλλά και του παρελθόντος, χωρίς όραμα και προοπτική του μέλλοντος… Αυτός είναι ο τρόπος ζωής στην Αθήνα: απομονωτισμός, μαζοποίηση, αποξένωση, αδιαφορία, ατομικισμός, όλα τα ενδιαφέροντα στο οικονομικό…

Ερ.: Σε μια από τις ιστορίες σας αναφέρεστε και στους συγγραφείς. Κάποιοι λέτε γράφουν για την
προσωπική τους ζωή. Κατά τη γνώμη σας είναι αυτό το είδος λογοτεχνία;
Απ.: Είναι εντελώς αβασάνιστο να λέμε ότι η προσωπική ζωή του συγγραφέα δεν περνάει στο έργο του. ‘Ομως, όποιος αισθάνεται στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια του, δεν προβάλλει τον εαυτό του σαν κανόνα συγγραφής, δεν περνάει τα πάντα μέσα από τις δικές του απόψεις. Άλλωστε, στην «ψυχολογία του βάθους» και του «πλήθους» στηρίζεται, κι από κει αντλεί το περιεχόμενό της, η παγκόσμια υψηλή μυθιστοριογραφία. Ωστόσο, όσον αφορά ένα ιστορικό γεγονός, υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, αλλά κι εκεί ο συγγραφέας μέσα από τη δική του οπτική θα το κρίνει, και με τις δικές του δυνατότητες και προσλαμβάνουσες θα το αντιμετωπίσει, μέσα από την προοπτική του χρόνου και την «απόσταση ασφαλείας» που του επιτρέπει να στηριχτεί με αντικειμενικότητα στην ιστορική αλήθεια.

Ερ.: Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα διήγημα και στη νουβέλα;
Απ.: Η νουβέλα δεν μπορεί να θεωρηθεί «σύντομο μυθιστόρημα» μήτε εκτεταμένο διήγημα. Κινείται πάνω σε διαφορετικές συντεταγμένες, ακολουθεί δικό της πλαίσιο και κανόνες, ανάλογα με το γεγονός που αφηγείται. Το διήγημα καταγράφει, συνήθως, στιγμές από το εγγύς ή ευρύτερο περιβάλλον της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο διηγηματογράφος αναπαριστά αδρά το γεγονός που υποπίπτει στην αντίληψή του.

Ερ.: Τον περασμένο αιώνα τα διηγήματα ήταν ιδιαίτερα αγαπητά και δημοσιεύονταν σε έντυπες εφημερίδες. Σήμερα τι συμβαίνει με τα βιβλία που εκδίδονται με διηγήματα;
Απ.: Για όλα υπάρχει αποχρών λόγος. Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάθε εποχής καθορίζουν τον τρόπο έκφρασής μας. Από τη μεταπολίτευση και μετά, το βιβλίο έγινε εμπορεύσιμο αγαθό, πέρασε στις γυναίκες, στις νοικοκυρές, που διέθεταν χρόνο για διάβασμα, μεγάλωσε το αναγνωστικό κοινό. Απότομα όλα έγιναν μεγάλα, οι αξίες παραμερίστηκαν, το οικονομικό ιδεώδες ήθελε τη ζωή να προχωράει με δρασκελιές. Τότε οι εκδότες δεν έβγαζαν διηγήματα – ήθελαν πολυσέλιδα μυθιστορήματα, για οικονομικούς λόγους. Αλλά και οι αναγνώστες προτιμούσαν μεγάλα βιβλία, για λιγότερες αγορές. Σήμερα, διαφαίνεται μια στροφή προς το διήγημα. Και το θεωρώ σημαντικό, γιατί το διήγημα είναι σαν την «πρώτη ανάγνωση»: αν δεν μάθεις τη σύνθεση και την ανάλυση της λέξης και της φράσης, δεν μαθαίνεις να διαβάζεις. Η μυθιστορηματική γραφή βασίζεται εν πολλοίς στο διήγημα – στη σαφήνεια, την ευκρίνεια, τη συντομία του.

Ερ.: Έχετε διανύσει μια μεγάλη διαδρομή στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Είσαστε ικανοποιημένη από αυτή την πορεία;
Απ.: Είμαι ικανοποιημένη από την απόδοσή μου. Δεν περιμένω να μου δώσει κανείς τίποτα. Γράφω γιατί το έχω απόλυτη ανάγκη, είναι θέμα και λόγος υπάρξεώς μου μέσω της επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους. Έρχομαι έτσι σε επαφή με όλο τον κόσμο, ανάλογα με τις δυνατότητές μου. Και προσπαθώ, μέσα από το έργο μου, να φέρνω στην επιφάνεια καθημερινά προβλήματα για να προκύπτουν, εκ των ίδιων των πραγμάτων, λύσεις.

Ερ.:Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;
Απ.: Ένα βιβλίο που μου δημιούργησε σημαντικούς προβληματισμούς και το θεωρώ καθρέφτη μιας κοινωνίας αρρωστημένης, που παραπαίει βουτηγμένη στην υποκρισία και το ψέμα, είναι το εκτενές αφήγημα του Λάκη Λαζόπουλου «Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου», εστιασμένο στο πρόβλημα υγείας και την απώλεια της αγαπημένης του Τασούλας.

Ερ.: Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμη;
Απ.: Τη φιλοξενία, αρχαιοελληνικό κατάλοιπο που εκφράζει τα πάντα. Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοιχτό. Από τον πατέρα έμαθα πως η Πατρίδα είναι πάνω από τα άτομα και την οικογένεια: «Όταν ευτυχεί η πατρίδα, ευτυχούν και τα άτομα!» και «Όποιος δεν ανέβηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών, να δει τον Παρθενώνα, δεν ξέρει τίποτα», έλεγε συχνά. Από εκείνον πήρα τη συνήθεια να διαβάζω και να λέω ξεκάθαρα τη γνώμη μου, να μην υπολογίζω το προσωπικό κόστος, όταν πρέπει να πάρω θέση για κάποιο σοβαρό ζήτημα.