Συνέντευξη του Κωστή Δεμερτζή στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο σας «Νίκος Σκαλκώτας, Νεανικές επιστολές» εκδόσεις Loggia;

Πιστεύω ότι ήταν ο καιρός των επιστολών αυτών να εκδοθούν. Αποτελούν το πιο αξιαγάπητο κομμάτι των Σκαλκωτικών γραπτών, και, ειδικότερα, το κομμάτι που μπορεί να διαβαστεί από τον καθένα, μουσικό και μη-μουσικό, γιατί δείχνει τον Σκαλκώτα ως άνθρωπο, και μάλιστα έναν Σκαλκώτα ερωτευμένο – με τον δικό του τρόπο, βεβαίως.
Τις επιστολές αυτές, εγώ τις γνωρίζω από το 1990 περίπου, που είχα ένα αντίγραφό τους από τον Γ.Α. Παπαϊωάννου, και τις αγάπησα αμέσως. Είχα αόριστα στο νου μου την έκδοσή τους. Στο μεταξύ, είχε γίνει κατανοητή και η φιλολογική αξία των επιστολών αυτών: σ’ αυτές βασίστηκε μία παράσταση χορού, από μαθητές του Ωδείου Αθηνών, το 2019, ο Καθηγητής κ. Πέτρος Στεργιόπουλος τις ανέλυσε σαν φιλολογικά κομμάτια, και ο συγγραφέας κ. Βασίλης Τσιμπούκης βάσισε σ’ αυτές ένα μυθιστόρημα, τον «ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟ», το οποίο εκδόθηκε ταυτόχρονα με το δικό μου βιβλίο, από τις εκδόσεις, επίσης, LOGGIA. Εγώ ο ίδιος είχα, από το 1999, βασίσει σ’ αυτές ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, ανέκδοτο.

Από πότε ξεκινά η έρευνά σας για την προσωπικότητα του Νίκου Σκαλκώτα;
Ο Σκαλκώτας στην Χαλκίδα – γιατί είμαι Χαλκιδαίος κι εγώ – είναι ένα φάντασμα που πλανάται πάνω από τον ουρανό της, το ίδιο, θα’ λεγα, απειλητικός απέναντι σε μιαν ενοχική γενέτειρα πόλη, όπως το φάντασμα του κομμουνισμού πάνω από την Ευρώπη των Μαρξ και Ένγκελς. Έτσι, είχα γράψει και προηγουμένως για τον Σκαλκώτα, αλλά συστηματικά δούλεψα το Σκαλκωτικό υλικό – νότες και λοιπά γραπτά – από το 1989, που ξεκίνησα και το διδακτορικό μου, την «Σκαλκωτική ενορχήστρωση».

Ποιος ήταν ο άνθρωπος ο Νίκος Σκαλκώτας;
Ξέρετε, έχω αναφερθεί στην περίπτωσή του, παραφράζοντας μια φράση που χρησιμοποιείται, συνήθως, για συγγραφείς: «σκύβει κανείς πάνω του για να βρει έναν συνθέτη, και βρίσκει έναν άνθρωπο». Ο Σκαλκώτας ήταν ένας άνθρωπος φτωχικής καταγωγής, ο οποίος υπερέβη την τάξη της καταγωγής του, με το ταλέντο και την μόρφωσή του – και το έργο του – και μόνον. Γεννήθηκε, κατά τα άλλα, φτωχός, και πέθανε φτωχός, και ο θάνατός του, στις 20/9/1949, σε ηλικία 45 χρονών, ήταν ο θάνατός του ενός φτωχού ανθρώπου. Οι Σκαλκωταίοι πέθαιναν μικροί – και η μοίρα αυτή χτύπησε και τα παιδιά του.

Φεύγει από την Ελλάδα ως άριστος και με υποτροφία σπουδάζει στο Βερολίνο. Ποια ήταν η πρόοδός του στις μουσικές σπουδές στην Γερμανία;

Στη Γερμανία γρήγορα ανακάλυψε ότι δεν τον ενδιέφερε η καριέρα του βιολιστή, και ότι ήθελε – ήταν η κλίση του, και του ταίριαζε – να γίνει συνθέτης. Έτσι, δεν πήρε καν το δίπλωμά του στο βιολί, αν και σπούδασε δύο χρόνια στην Ανωτάτη Σχολή του Βερολίνου. Είχε ήδη ξεκινήσει αυτά που ονόμαζε ο ίδιος «χλιαρές συνθετικές εξάρσεις». Σπούδασε σε τρεις φάσεις: Τις ακαδημαϊκές χρονιές 1921-22 και 1922-23 σπούδαζε τυπικά βιολί, και συνέθετε ατύπως. Τις ακαδημαϊκές χρονιές από το Φθινόπωρο του 1923 μέχρι το Φθινόπωρο του 27 σπούδαζε με δύο μαθητές και συνεργάτες του ΦερρούτσιοΜπουζόνι στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου, τον Κουρτ Βάιλ και τον Φίλιπ Γιάρναχ. Τις ακαδημαϊκές χρονιές 1927-28 μέχρι 1929-30, σπούδασε στην τάξη του Άρνολντ Σαίνμπεργκ, στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου. Εκεί τον βοήθησε, από τον Μάρτιο του 1928, με μια χορηγία ο Μανώλης Μπενάκης, για να μην υποχρεώνεται να δουλεύει τα βράδια για να βγάζει το ψωμί του, και να μπορεί να παρακολουθεί τα μαθήματά του καλύτερα. Μετά το 1930, έμεινε δίπλα στον Σαίνμπεργκ, ως βοηθός του, και παρακολουθώντας τα μαθήματά του ως ακροατής, μέχρι που υποχρεώθηκε, το 1933, ν’ αφήσει την (Χιτλερική, πλέον), Γερμανία, και να επιστρέψει στην Αθήνα.

Παράλληλα αλληλογραφεί με την Νέλλη Ασκητοπούλου. Ποιος είναι ο λόγος που αυτή η αλληλογραφία κρατά πολλά χρόνια;
Παρ’ όλο που τα γράμματα στην Νέλλη που έχουμε είναι από το 1921 – με τον Σκαλκώτα 17 χρονών – μέχρι το 1928 – με τον Σκαλκώτα 24 χρονών, στην πραγματικότητα οι περισσότερες επιστολές του Σκαλκώτα στην Ασκητοπούλου επικεντρώνονται στα έτη 1925-26, με τον Σκαλκώτα 21-22 χρονών, και την Νέλλη έναν χρόνο μεγαλύτερη. Προηγουμένως, υποθέτουμε, υπήρχαν γράμματα, τα οποία η Νέλλη είτε κατέστρεψε, είτε δεν παρέδωσε στο αρχείο Σκαλκώτα, πιθανότατα λόγω του πολύ προσωπικού τους χαρακτήρα. Από τα στοιχεία που έχουμε προκύπτουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι δυο τους ήταν εραστές από έφηβοι, αλλά, το Καλοκαίρι του 1925, η Νέλλη «του το ξέκοψε», ότι από κει και πέρα θα έμεναν φίλοι, κάτι το οποίο ο Σκαλκώτας δέχτηκε. Το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας, λοιπόν, είναι η αλληλογραφία δυο φίλων, πάνω στους οποίους πλανάται η αύρα, το άρωμα ενός έρωτα. Αυτό οι δυο τους το τήρησαν μέχρι τέλους – κι όταν λέμε «μέχρι τέλους», εννοούμε και μετά τον θάνατο του Νίκου, το 1949, μέχρι τον θάνατο και της Νέλλης, το1985, η οποία υποστήριξε τον ίδιο όταν ήταν ζωντανός, και το έργο του, μετά τον πρόωρο θάνατό του. Η φιλία αυτή σήμερα μένει να συμβολίζεται μετά τον θάνατο και των δύο τους, με την Σονάτα για σόλο βιολί, που ο Σκαλκώτας της είχε συνθέσει και αφιερώσει το 1925, και μαρτυρείται στην αλληλογραφία αυτού του τόμου.

Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί του στο Βερολίνο και τι έλεγαν για το ταλέντο του;
Δάσκαλοί του στο Βερολίνο ήταν, στο βιολί, ο Βίλλυ Χες, ο οποίος και τον είχε ενθαρρύνει στην σύνθεση – πιθανώς του ανέθετε και διάφορες συνθέσεις, ίσως μεταγραφές, ενορχηστρώσεις, τέτοια … και, από σύνθεση, στην πρώτη περίοδο (1921-23) οι καθηγητές θεωρητικών στην Ανωτάτη Σχολή – και συνθέτες, της υστερορρομαντικής περιόδου – Πάουλ Γιουον και Ρόμπερτ Κάν, στη συνέχεια, και για τέσσερα χρόνια, όταν ο Σκαλκώτας «ψαχνόταν» για την σύνθεση, σπούδαζε με τους Κουρτ Βάιλ και Φίλιπ Γιάρναχ, και στη συνέχεια, κατέληξε – και βρήκε «ένα σπίτι», μια μουσική οικογένεια που θα νοσταλγεί και θα θεωρεί «δική του» σ’ όλη την μετέπειτα ζωή του – στην Τάξη του Σαίνμπεργκ στο Βερολίνο. Από τους δασκάλους αυτούς έχουμε πολύ θετικές κρίσεις για τον Σκαλκώτα από τον Σαίνμπεργκ. Από τους άλλους δάσκαλους, έχουμε θετικές του κρίσεις από τον Φίλιπ Γιάρναχ, που πρόλαβε και του πήρε συνέντευξη ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου.

Το 1931 , σταματά η υποτροφία και πέφτει σε ένδεια. Ποιοι είναι οι λόγοι που ο Μανώλης Μπενάκης σταμάτησε την υποτροφία;
Ο Μανώλης Μπενάκης σταμάτησε την χορηγία όταν ολοκλήρωσε και ο Σκαλκώτας στην τάξη του Σαίνμπεργκ. Όμως, μετά, τρόπον τινά, «ζήτησε τα λεφτά του πίσω» αγγαρεύοντας τον Σκαλκώτα σε δουλειές ξένες προς αυτόν – εμπόριο μουσικών χειρογράφων – οι οποίες, λόγω της εποχής (Κραχ του 1929) δεν πήγαν καλά, και οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν.

Το Μάιο του 1933 ,αποφασίζει να γυρίσει στην πατρίδα. Ποιος είναι ο λόγος που τον απομονώνουν και τον αγνοούν;
Αν ήταν να διαλέξω τρεις λόγους – χωρίς να μακρύνω – θα έλεγα τα εξής: (α) Η ταξική υπόσταση του Σκαλκώτα, η χαμηλή του καταγωγή και υπόσταση δεν τον άφησε ποτέ – αυτή καθόρισε και τους όρους της υποδοχής και της μη-αποδοχής του εν Ελλάδι (β) Απέναντι στα μοντέρνα ιδιώματα, τα οποία ο Σκαλκώτας χρησιμοποιούσε ελεύθερα στο έργο του, κυριαρχούσε μια υστερία στον τότε μουσικό κόσμο της Ελλάδας. Όποιος τα έγραφε, ήταν ύποπτος – και μακριά! (γ) Ο Σκαλκώτας ήταν ιδιοφυία, με έναν υπερβατικό βαθμό νοημοσύνης και ένα ταλέντο. Η μουσική μας γραφειοκρατία μετριοκρατείτο. Δεν θα τον άφηναν να «βγει» δίπλα τους. Της ίδιας τάξεως ιδιοφυία ήταν μόνο ο Μητρόπουλος, μια ήδη προβληματική προσωπικότητα, η οποία, σε μια στιγμή, πήρε των ομματιών της και πήγε στην Αμερική.

Σήμερα είναι γνωστός ο Νίκος Σκαλκώτας και το έργο του;
Ναι. Περισσότερο γνωστός ως brandname, ο ιδρυτικός συνθέτης της νεότερης Ελλάδος, αυτός που βάζει την Ελλάδα στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη του 20ου αιώνα. Τα έργα του ακούγονται διεθνώς – πρόσφατα μου στείλανε το κοντσερτίνο του Σκαλκώτα για όμποε παιγμένο σε μια συναυλία στην Κίνα.
Όμως, για την σωστή υπηρεσία και αξιοποίηση του έργου του, η Ελλάδα έχει πολλή δουλειά μπροστά της.

Ποια είναι η απήχηση του βιβλίου, για τον Σκαλκώτα, στους αναγνώστες;

Θα σας παραπέμψω στον εκδότη της LOGGIA, τον κ. Κουφάκη. Εγώ έχω δεχτεί μόνον επαινετικές έως ενθουσιώδεις κριτικές και σχόλια, από γνώστες και από κοινούς αναγνώστες. Αλλά για αριθμούς, … μη με ρωτάτε, εγώ συγγραφέας είμαι!

Η Νέλλη Ασκητοπούλου (1903-1985), συμμαθήτρια του Νίκου Σκαλκώτα στο Ωδείο Αθηνών και παντοτινή φίλη του. Στην αλληλογραφία τους, όπως δημοσιεύεται στην πρόσφατη έκδοση των LOGGIA, χρωστάμε ένα από τα πιο ανθρώπινα πορτρέτα του μεγάλου Έλληνα συνθέτη.

Ο Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949), εδώ, νέος και όμορφος, ίσως την εποχή του Βερολίνου (1921-1933), από την οποία χρονολογούνται και τα γράμματά του στην Νέλλη Ασκητοπούλου.