Το «άκρεντο» νερό

Του Χρήστου Τούμπουρου

Την παραμονή των Χριστουγέννων όλα τα μέλη της οικογένειας έπρεπε να κοινωνήσουν. Μετά τη Θεία Κοινωνία άρχιζαν οι προκαθορισμένες εργασίες. Ο πατέρας με τα μεγαλύτερα αγόρια έσφαζε το ζωντανό. (Συνήθως το γουρουνάκι). Η μητέρα μαζί με τα κορίτσια άσπριζαν, ασβέστωναν την αυλή, τον αυλόγυρο, ξέστρωναν κρεβάτια και τα έστρωναν με καθαρά «ρούχα». Γενικά στην ουσία αφιερώνονταν στην καθαριότητα του σπιτιού.
ΆΛΛΟ έθιμο είναι το αμίλητο νερό. Πρωί πρωί την ημέρα των Χριστουγέννων οι κοπέλες της επαρχίας έτρεχαν στον πιο κοντινή βρύση της επαρχίας για να ” κλέψουν το άκρεντο νερό”, δηλαδή το αμίλητο νερό. Λέγεται έτσι το νερό γιατί σε όλη τη διαδρομή οι κοπέλες δε βγάζουν λέξη, «δεν κρένουν ντιπ». «Τσιμουδιά, ντιπ, καμιά κουβέντα. Το καταλάβατε;», ήταν η μοναδική εντολή που έπαιρναν προτού ξεκινήσουν την επιχείρησή τους. Όταν έφταναν στη βρύση έλεγαν: «Όπως τρέχει το νερό σου βρυσούλα μου, έτσι να τρέξει και το βιο μου», δηλαδή η περιουσία μου, η ζωή μου, η κατάντια και η προκοπή μου.

Εκεί άλειφαν τη βρύση με βούτυρο και μέλι και ταυτόχρονα έδιναν και την ευχή: «όπως τρέχει το νερό, με γλύκα να έρχονται όλες οι χαρές και ασταμάτητα η προκοπή». Το νερό αυτό το έπιναν όλοι. Μηδενός εξαιρουμένου, ακόμη έπιναν και τα κατοικίδια. Μία μόνο εξαίρεση γινόταν. Απαγορεύονταν να πιει το άλογο. Προς τιμωρία. Είναι γνωστό πως το άλογο εκεί στην Φάτνη τρόμαζε με το χλιμίντρισμά του το νεογέννητο, τον Χριστό και περισσότερο με το φύσημά του τον ξεσκέπαζε και «πούντιαζε» το Θείο βρέφος μέσα στη βαρυχειμωνιά.
Η μεταφορά λοιπόν του άκρεντου νερού ήταν μια ιεροτελεστία. «Μιλιά», για να μην ακούσουν τα ζούδια και στείλουν καταδώ τους σαϊτάν(η)δες. Δεν μιλούσαν καθόλου, όποιον κι αν συναντούσαν στο δρόμο. «Μην αλαργέψτε η μία απ’ την άλλ’, γιατί μπορεί να σας ξεμοναχιάσ’ κανένας σαϊτάν(η)ς». Ήταν η πρώτη συμβουλή. Μετά …ένα σωρό. «Να μην απ(ι)θώστε το τσ(ου)κάλ’ π’(ου)θενά και σας το πάρουν οι νεράιδες». Το νερό αυτό μια και ήταν «άκρεντο» και συνεπώς ακουτσομπόλευτο, απαλλαγμένο δηλαδή από ζ(ου)λάπια και πονηρά πνεύματα το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν, να ζυμώσουν το Χριστόψωμο, που ήταν απαραίτητο για να υποδεχτούν με λαμπρότητα τη Γέννηση του Χριστού. Με το νερό αυτό ζύμωναν την αρμυροκουλούρα την Καθαρή Δευτέρα. Αυτή την έτρωγαν από νωρίς τα κοριτσούδια πιστεύοντας πως θα δουν στον ύπνο τους τον μελλοντικό σύζυγό τους. Αυτός ήταν εκείνος που θα τους πρόσφερε νερό να ξεδιψάσουν!

Κι έβλεπαν κι ούτε ήξεραν και γιατί άλλωστε να καταλάβουν πως το όνειρο είναι το υπόλοιπο της σκέψεως της ημέρας. Και έβλεπαν αυτόν που ήθελαν να δουν. Κι αν το διασταύρωναν με το μάδημα της μαργαρίτας ή και με άλλα «προγνωστικά τεστ» τότε είχε καλώς. Χαρές και πανηγύρια. «Με θέλει και θα με πάρει». Και πέρναγε ο καιρός ώσπου να τρανέψουν κι αυτές και να καταλάβουν το υπερβολικό της απαίτησής τους και το ακατόρθωτο της μαντείας…
Επί συγκρούσεως, όταν δηλαδή υπήρχαν δύο άντρες τότε του θέματος επιλαμβάνονταν οι καφετζούδες. Άλλη υπόθεση κι αυτή. Καφές μαύρος, «α, πα, πα, σκρούμπος ντιπ κατσιούρ(η)ς είναι ο καφές. Πικραλίδα. Δεν καταπίνεται χωρίς κανένα γλύκισμα». Μπορεί να σήμαινε και άρνηση του ενός. Ποιανού; Στον άλλον καφέ…